Μετά από το κλασσικό ανέκδοτο της γιγαντιαίας συλλογής ανεκδότων με τις λάμπες έχει γίνει συνώνυμο του σουρεαλισμού. Χρησιμοποιείται και ως μάλλον αμήχανο σωσίβιο όταν ξεμείνουμε από ασυναρτησίες σε συζήτηση ότινάναι, ή για να πηδήξει ανεπανόρθωτα σοβαρή συζήτηση (πότε θα γίνει ολυμπιακό άθλημα αυτό, να μας πάρουν βαθμοφόρους στας ενόπλους δυνάμεις).

  1. (το ανέκδοτο, δες και εδώ κι εδώ)
    - Πόσοι σουρεαλιστές χρειάζονται για να βιδώσουν μια λάμπα;
    - Μπλε.

  2. (διάλογος που με σημάδεψε με μια τύπισσα που καθόταν δίπλα μου και κάπνιζε)
    - Τι το θες το ψυγείο αφού δεν καπνίζεις;
    - Είναι μπλε.

  3. (νομίζω Πανούσης στο ραδιόφωνο, πρόσφατα)
    Ο σουρεαλισμός όλους μας ενώνει
    Μπάτσοι-γουρούνια-μπλε.

Μπλε βυζοτυπώματα (από Khan, 19/09/10)

Δες και γειώσεις.

Πακαραβονται υ κλωστή-άρρωστοι μοβ να μην αυτοδιακτινίζομαυ στα Λή Μάν Ντά Τσούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει συχνότατα στην κλητική και μόνον ως προσφώνηση, όπως φίλε, θείο, γιατρέ μου, μάστορα, ψηλέ, ψηλάκο, μαν, μανέτο κτρ.

- Α, και πού 'σαι μάγκο, πιάσε και ένα κουτί καπότες.
- Να βάλω και πούτσα μέσα ή θα πάρεις απ' αλλού;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η στάνταρ αντίδραση στην αναζήτηση τάσου τη απουσία αυτού. Του τάσου. Ο τάσος είναι που δεν είναι κει, ντε!

Η σωστότερη απόδοση θα ήταν «το μεγάλο, κάτω», όπου εννοείται «το μεγάλο τασάκι, κάτω», και το διευκρινίζω γιατί επί μακρόν το απέδιδα ως «το μεγάλο Κάτω», βλέποντας ούτως την απεραντοσύνη του κόσμου αυτού του μικρού, του μέγα, αναγιγνωσκομένην ως πεδίο τινάγματος κάφτρας λαμπρόν.

Κρίμα, γιατί η αφαίρεση, η φιλοσοφία και όλα τα παραφερνάλια κάνουν κάτι ποστ-σμόουκινγκ.

διάλογος Σπινόζα με μια πιπόζα μετά το πήδημα:
- Έχεις τασάκι στο γαμηστρώνα σου, κροταλία μου;
- Το μεγάλο κάτω.
- Κάτι τέτοια μου λες και σου κάνω έκπτωση.

where is Tasos? (από xalikoutis, 01/02/09)το μεγάλο κάτω κατά τους ΝΙΝ (από Jonas, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το σημείωση συντάκτη (σ.σ. για τους αγράμματους), σημείωση σλανγκιστή. Ε, να μη χώσω και Εγώ το σλανγκολειτουργικό μου;

από αυτό το λήμμα:

maria99: geia sou saki lol
sakis-: ep maria edw kai sy; lolz
mikripetalouditsa: ti 8a gini re maria 8a mas afisis kana gomeno LMAO!!!!!1111
maria99: LMFAO
sakis-: min xtipieste koritsia gia oles exei o mpakses ROFL
maria99: ti le re saki pou xtipiomaste gia parti sou ROFLMAO!!!!!!!1111111

(*σ.ς.: καλά συγνώμη τώρα, σας φάνηκε ο,τιδήποτε από τα παραπάνω να δικαιολογεί ακόμα και το lol; πρόκειται για φιλοσοφικό ζήτημα με μεγάλες προεκτάσεις, το κόβω εδώ και επιφυλάσσομαι - LOL)

den phre allon aera; lol
(αν άφηνε κ ο ντικ το αγγλικό ερωτηματικό...)

(από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απροσδιόριστη μονάδα μέτρησης ποσότητας καταναλωθέντων ξιδιών. Και όταν λέμε ξίδια, εννοούμε ξίδια, όχι γκόρντον σπέης και μαλακίες, και δη αυτά που φορολογούνται σκληρά (οπότε όχι μπύρες ή κρασιά).

Συντάσσεται υποχρεωτικά είτε με το καταναλωθέν ξίδι, είτε με την λέξη ξίδια όταν θέλουμε να αποφύγουμε τις διευκρινίσεις ή τα ανακατέψαμε.

Παρά το απροσδιόριστο του μεγέθους, είναι εμφανές ότι η ποσότητα που περιέχει ένα τελωνείο προκαλεί ακραία συμπτώματα μέθης και συνεπώς η φράση θα πρέπει να χρησιμοποιείται αναλόγως.

- Ένα τελωνείο ξίδια/βότκες/ουίσκια ήπιαμε πάλι χτες ρε πστ μου...πού είναι ο χανγκάιβερ όταν τον χρειάζεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος συνώνυμος με την μουνόπλακα, το κοκομπλόκο και τις λοιπές ηχοποίητες δυνάμεις που αποδίδουν την μπλε οθόνη που μπορεί να φάει κάποιος για πολλούς και ποικίλους λόγους.
Σε αντίθεση με την μπλε οθόνη και σε σύμπνοια με το κοκομπλόκο και τη μουνόπλακα, παθαίνεται.

- Έχω πάθει μπακακάο με τις βυζάρες του πάνω ορόφου.

Βλέπε και μπακακάου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εις μνήμην του απελθόντος νεοναζή (εσωτερικό αστείο του σάιτ αυτό, όσοι δεν το καταλάβουν δε χάνουν και τίποτα), ας ανεβάσουμε και τον χαρακτηρισμό που αποδίδουν οι χρυσαυγίτες σε όσους τοποθετούνται πολιτικά αριστερότερα της νέας δημοκρατίας.
Κάνει αστείο συνδυασμό με τον χαρακτηρισμό βρωμοποδαράς, που πάει γάντι στους φαντάρους που φοράνε όλη μέρα τα άρβυλα, και συνεπώς δεν βρίσκεται μακρυά και από τους στρατόκαβλους χρυσαυγίτες.
Για το βρωμοποδαράς, βλέπε τα σχόλια εδώ και το άσμα του άσιμου.

παράδειγμα από εδώ, δεν είμαστε και τέτοιοι για να γράφουμε δικά μας...
...Την ίδια στιγμή, μια χούφτα «αλληλέγγυοι» άπλυτοι βγήκαν στο αστυνομικό τμήμα Λευκού Πύργου και αφέθηκαν ανενόχλητοι να σπάνε...

(από Khan, 22/11/13)(από Khan, 28/01/14)

Βλέπε και θολοκουλτουριάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είχα τάξει σε μια φίλη μου ιταλίδα με γνώσεις αρχαιοελληνικής και παράλογη διάθεση εκμάθησης της νεοελληνικής να της δώσω πλήρη κατάλογο με τις λέξεις που σημαίνουν πέος και χρησιμοποιούνται στην νεοελληνική, επειδή σχεδόν κάθε φορά που με ρώταγε τι σήμαινε η λέξη που μόλις είπα, η απάντηση ήταν «bite», που σημαίνει πούτσα στα γαλλικά.
Είναι πράγματι άξιον περιέργειας πόσες λέξεις υπάρχουν και το γεγονός ότι κάποιες φορές μπαίνει μία στην πρόταση, ενώ δεν μπορεί να μπει κάποια άλλη:
Πήραμε την πούτσα, ας πούμε δεν λέγεται, ενώ πήραμε το πουλί ή το μπούλο λέγεται, ενώ πάλι δεν λέγεται πήραμε το πουλάκι. Προσπάθησα εις μάτην να την πείσω ότι το πουλί και ο πούλος είναι ριζικά διαφορετικές λέξεις. Παίρνω το πουλί σημαίνει τρώω ήττα, ενώ παίρνω τον πούλο ή το μπούλο σημαίνει τρώω ήττα ή φεύγω από κάπου. Δεν μπορώ να σε γράψω στο πουλί μου, αλλά στην πούτσα ή το μπούτσο μου, παρ'όλ'αυτά, ο τύπος είναι ένα μπούτσο αρχιτέκτονας και όχι μια πούτσα αρχιτέκτονας.

Για την πληρότητα του σάιτ, πιστεύω, λοιπόν, ότι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος επιβάλλεται και κάνω την αρχή καταθέτοντας μια συλλογή λέξεων και λημμάτων.
Ας συμπληρώσει με σχόλια όποιος βρει έλλειψη, αλλά για λόγους αναζήτησης στο σάιτ και ματαιοδοξίας θα ιδιοποιηθώ στο λήμμα τις προσθήκες, άντε να βάλω και μια ευχαριστία από κάτω.

από τα τρία το μακρύτερο, αρχιδολεβιές / λεβίδι, αφρικανικό μονόχορδο, βίλλα (Κύπρος), καυλί / καβλί, καραγουδούμπα, καραπιστόλα, κατάρτι / κίονας / μαδέρι / ματσούκι / παλαμάρι / παλαμοστέλιαρο / σουδαύλι (Λευκάδα) / στειλιάρι, τζένιο / φουρνόξυλο, κλαρίνο / φαγκότο, κρέας / κρεατόβεργα, μαλαπέρδα, μαλαστούπα, ματζαφλάρι, μονορώγα, μόριο, μουνοτρύπανο, μπαργαλάτσος / παργαλάτσος, μπέκος, μπιμπί / πιπί / λιλί / ζιζί, Νικολάκης, παπάρι, πελεούνος, πέος / πέοντας / πέουλας / ο πέος, πουλί / πούλος / πουλάκι / πουλαδέρι / αμελί πουλέν / πουλόφωνο, πούτσος / πούτσα / τσαπού / καραπουτσακλάρα / e-πούτσος / λούτσος / φούτσος / πόντσος / τσόνι, πράμα, σαμιαμίδι / σαύρα, σούλος / σούλα, σπαρδαλούπακας, στελίφι (Κύπρος), τσουτσού / τσουτσούνι / τσουτσούνα / τσούτσα / τσουτσουμπρούτσου, φίδι, φύση, ψωλή / ψώλος,

Αλλά βλέπε και:
είσαι / είναι για τον Αχιλλέα, Αλογίσια, καραπουτσαριό.

Ε, έπρεπε... (από Pirate Jenny, 25/02/10)(από jesus, 18/11/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση πιο μέηνστρημ από το σώβρακο του Ήτα-Βήτα, που σημαίνει το ίδιο πράγμα, αν και εξειδικεύεται σε τσάντες και όχι οτιδήποτε άλλο (σώβρακο, πορμπαγκάζ, κώλος, δεγκζερωγώτι).
Παραπέμπω στο λινκ για εξαντλητική περιγραφή του φαινομένου, με την προσθήκη ότι πρόκειται για το τσαντάκι του ήρωα του σχετικού παιδικού, που με επίκληση στα θεία πρηζότανε και περιείχε τα πάντα μέσα, και σε καλές τιμές.

- Ρε πούστη, αν είχα μια κόκκινη πιπεριά και ένα κομμάτι σελοτέιπ θα την άνοιγα την γαμόπόρτα, κι ας είναι ασφαλείας, και θα γλιτώναμε τον κλειδαρά βραδιάτικο...
- Ίσα ρε μαγκάιβερ!
- Ναι ρε, σου λέω, τό'χω!
- Ε, να! Πάρε, να διούμε αν τό'χεις!
- Καλά ρε, πού τα κουβαλάς αυτά, το τσαντάκι του σπορ μπίλυ έχεις;
- Άσε τις μαλακίες και άνοιγε. Εγώ μια φορά κλειδαρά δεν πλερώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται ως απάντηση σε αυτό που μόλις ειπώθηκε και δηλώνει ακραία έκπληξη, χωρίς διάθεση αμφισβήτησης, όπως ίσως να διαφαίνεται από την ίδια τη φράση.
Απαντά και ως δεν το είπες αυτό ή και το πολύ περιορισμένο πληθυσμιακά το λες;; που συντάσσεται με το πστ, μόνο το λέω. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, απαιτείται η επιβεβαίωση του άρτι ρηθέντος με κατηγορηματικό τρόπο.

Εναλλακτικά, φράση που δηλώνει με ήπιο τρόπο αντίθεση, αλλά όχι και να τις παίξουμε κι όλας.

  1. - Ο Μαραντόνα έκοψε την κόκα.
    - Δεν το λες!!!

  2. - Πάω για κατούρημα.
    - Το λες;
    - Πστ, μόνο το λέω.

  3. (διάλογος τριών ατόμων)
    - Ο Καραμανλής είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός της χιλιετίας.
    - Ε, δεν το λες...
    - Τι δεν το λες ρε καραγκιόζη, που θα πάω να χέσω στον τάφο του πριν πεθάνει να πούμε...

Αυτά "δεν τα λες" σε -μούνες! (από Vrastaman, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published