Εκ του αγγλικού σάμπλς και του σάμπλινγκ, γερουνδιακός τύπος ο δεύτερος.

Το αντίστοιχο του ψυγείου στη σύνθεση, η χρήση έτοιμων ήχων, μουσικών, σε ένα κομμάτι και η ενσωμάτωσή τους στη σύνθεση. Γεννήθηκε ως πρακτική με την ηλεκτρονική μουσική και χρησιμοποιείται σε ουδέτερα συμφραζόμενα όσο και με αρνητικές συνδηλώσεις. Το δεύτερο κυρίως σε μουσικούς κύκλους όπως το μέταλ όπου, λόγω αντιπαλότητας των μουσικών ρευμάτων (μαλακίες τούμπανα) θεωρείτο καταδικαστέα πρακτική, και θεωρείται ακόμη, αλλά τουλάστιχον όχι από το σύνολο των μεταλλάδων.

Προφέρεται sables, έτσι για τη χαρκορίλα και απαντά κυρίως στον πληθυντικό, αλλά και στον ενικό, κυρίως ως περιεκτικό ουσιαστικό. Νομίζω δηλαδή...

  1. - Τι έχεις στο έμ-πι-τρία ρε;
    - Πάροβ Στελάρα, γαμεί ο τύπος. Σάμπλες και το παράπονο του μετανάστη, δύο σε ένα.

  2. Τι πίπα το καινούργιο των Ελεκτρόνικ Μπλέντερ ρε πούστη μου...είπαμε μπλιμπλίκια και ηλεκτρονικούρες, αλλά αυτοί το λιώσανε στη σάμπλα.

(από jesus, 22/01/11)

Βλέπε και σαμπλίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικος μέταλλικός χαιρετισμός παύλα προτροπή να μην παρατήσει κάποιος τα ιδεώδη του μέταλ και αρχίσει να ακούει σάμπλες και τέτοιες αηδίες. Μάλλον πλέον πέφτει ως αστείο, εκτός και φταίει που έχω μεγαλώσει και ακούω ποστίλες, ψαγμενιές, γαμωτζάζ και ρυζόγαλα.

- Καληνύχτα μωρό μου.
- Στέυ χέβυ.

(από Vrastaman, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινόμενο του μάγκικου, του πολλά βαρύ και όχι, του μην του μιλάτε το πρωΐ λόγου, έχει ήδη διαφανεί στο λήμμα σούπω, που αξίζει λημματογράφησης ανεξαρτήτως του παρόντος, και συνίσταται στην παράλειψη των μορίων της υποτακτικής και του μέλλοντα. Δίνεται ούτως χροιά μάγκικη στο λόγο.

Το φαινόμενο μάλλον συνδέεται με ντισκούρσους του τύπου «εφτά νομά» και τη γενικότερη ελλειπτικότητα του λόγου που προδίδει τύπο που δεν θα πει πολλά αλλά όταν είναι να κάνει κάτι, θα το κάνει όπως πρέπει.

Εναλλακτικά, τέτοιες λέξεις είναι λογικό να είναι τα πρώτα θύματα στον πόλεμο της βαρεμάρας με τη χρεία, στην διαλεκτική της (χασισό)νταγκλας με τη μερέντα που δεν είναι σε απόσταση βολής (απαράδεκτο για πράκτορες), του μεσημεριανού ούζου το καλοκαίρι με την επόμενη γύρα.

Ενδεχόμενη εμφάνιση του φαινομένου είναι η παράλειψη μόνο του συμφώνου του μορίου και η εκφώνηση ενός βαριεστημένου άλφα που κολλάει με την επόμενη λέξη.

  1. Δανείζομαι παράδειγμα απ' το οικείον λήμμα:
    - Σούπω ρε..
    - Σουπώ εγώ..

  2. - Φίλε μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;
    ή - Φίλε 'α-μας φέρεις δυο καραφάκια ακόμα και μια καλαμαράκια;

  3. - Στρίψεις το επόμενο ρε θείο;

  4. - Για σε δω καλύτερα. Φτού σου κοπελάρα μου, με γεια το ροζ πουκαμισάκι. Το κορδόνι ασορτί;

  5. - Με πετάξεις μέχρι τα Πατήσια;
    - Μου ξεσκοτίσεις τον πούτσο;

  6. - Απόψε 'έ 'α-πάω πουθενά. Έχω ξενερώσει τα βυζιά μου με τους μαλάκες. Δωδ και κάψιμο στο καναπέου.

  7. - Ά-σου πω λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ξηροκάρπια στα συμφραζόμενα τελειωμένων σκυλάδικων, μπουζουκιών, πανηγυριών. Τυποποιημένο στη φράση του παραδείγματος, όπου:

  • εννοείται η λέξη ουίσκι
  • σπέσιαλ είναι οτιδήποτε εκτός από τζόνυ κόκκινο
  • το ότι αποκαλείται σπέσιαλ δεν πα να πει ότι δεν είναι θήβας ρήγκαλ.

    Ασσίστ τζήσους. Ναι, με αγαπάω.

Φιάλη σπέσιαλ με τα παρελκόμενα 100€.

βλ. και ξηρούς καρποί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ορισμό-ομπρέλα που καλύπτει τις χρήσεις της λέξης στη φράση «(πώ) ρε πούστη (μου)» (βλ. και εδώ) και το επιδοκιμαστικό «ο πούστης». Ζεύγος πρόσφορο για την εφαρμογή της διαλεκτικής του παραλογισμού που διέπει (κττμγ) την νεοελληνική. Σύγκρινε, επίσης, με τα λήμματα του πούστη, σαν πούστης. Πάμε, λοιπόν.

Η φράση «(πώ) ρε πούστη (μου)», ή και «φτού (σου) ρε πούστη (μου)», λέγεται, είτε αυτόνομο είτε εμβόλιμο σε φράση, σε καταστάσεις αγανάκτησης. Το πόσο ακραίας, εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία και τις αντοχές του ατόμου. Το βασικό είναι η κατάρα και η κατηγορία κατά παντός υπευθύνου, με εκ προοιμίου δεδομένο ότι ο υπεύθυνος γι αυτό μου μας συνέβη το κανελώνει το κανελόνι. Το φαινόμενο της ιδιοποίησης του υπευθύνου πούστη μέσω της κτητικής αντωνυμίας μου (αυστηρά μου, και όχι οποιαδήποτε άλλη) έχει σαφώς να κάνει με τον ευρύ κατάλογο των μπινελικίων, όπως οι χριστοπαναγίες, τα γαμοσταυρίδια, οι άγιοι και οι αγίες, η πουτάνα και γενικά ό,τι το γαμήσιμο σε καταστάσεις θυμού. Ενώ, όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να είναι ή όχι αυτοπαθή τα μπινελίκια, εδώ έχουμε σταντέ την αυτοπάθεια. Και εδώ επανερχόμαστε στο «κατά παντός υπευθύνου» κομμάτι, και βλέπουμε έναν βαθιά ριζωμένο σεξισμό στην ελληνική γλώσσα, καθώς ο χαρακτηρισμός πούστης αποτελεί ύβρι προς αυτόν, εν τέλει ίσως και απλά το φελέκι μας, που φταίει για τη συμφορά, και αυτός που φταίει δεν μπορεί παρά να είναι πούστης, ο πούστης.

Εν πλήρει αντιθέσει με αυτήν την χρήση, ο πούστης χρησιμοποιείται υποχρεωτικά με το άρθρο ο προς ένδειξη θαυμασμού. Το γεγονός ότι αποδίδεται σέβας για επίτευγμα αποκλείει την κοινή καταγωγή της χρήσης αυτής με τις έννοιες τύπου κωλόφαρδος, όπως και τον ενδεχόμενο δόλο. Το τελευταίο διότι παίζει ευρύτατα και σε αυτοπαθείς ατάκες αυτοθαυμασμού, που αυτόματα αναιρούν αυτήν την περίπτωση, και δεν φαίνεται να προέρχεται από την παραφθορά κάποιας αρχικής έκφρασης θαυμασμού μετά φθόνου ή μίσους.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μια χρήση που αντιτίθεται στον σεξισμό που είδαμε παραπάνω, και ότι με την ιδιότητα του πούστη, ενίοτε επιθυμητή στον ομιλούντα, μπορεί να αποδίδεται ιδιότητα αντίθετη στις πιο συχνές χρήσεις της λέξης. Είτε ως ύβρις αυτόνομη, είτε στο τίνγκα σουρεάλ «θα τον γαμήσω τον (παλιο)πούστη», βλέπε και εδώ, ως δεύτερο συνθετικό σε μπινελίκια τύπου γαμιολόπουστα, καβατζόπουστα όπου επιτείνει ήδη αρνητικές έννοιες που συνάδουν με την στερεότυπη αντίληψη για την πουστιά και δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί από άλλο μπινελίκι, είναι από τα πιο σκληρά μπινελίκια που μπορεί να πει κάποιος. Παρ' όλαφ τά, είναι ιδιότητα που σπεύδουμε να ιδιοποιηθούμε τουλάστιχον άπαξ ημερησίως και το καμαρώνουμε κι όλας. Με τις υγείες μας.

Παράρτημα από κχαν:

ο Νεοέλληνας διαθέτει τον δικό του προσωπικό πούστη, όπως ο χριστιανός θεωρεί ότι έχει τον δικό του προσωπικό φύλακα άγγελο ή και, αντιστοίχως, τον προσωπικό δαίμονα. Υποτίθεται, δηλαδή, σε κάποιες χριστιανικές νοοτροπίες, ότι παίζεται καθημερινώς ένα δράμα στη ζωή ενός προσώπου, όπου έρχεται ένας προσωπικός άγγελος, ο οποίος σε έχει αναλάβει εργολαβία και σου ψιθυρίζει το σωστό, ενώ, αντιστοίχως, ένας δαίμονας προσπαθεί να σε κάνει να παρεκκλίνεις. Έτσι και με τον προσωπικό πούστη. Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα προσωπικό αερικό/ πνεύμα / μοίρα / génie , που μπορούμε να το ονομάσουμε πούστη, και το οποίο μεριμνά αδιαλείπτως να μας τυχαίνουν αναποδιές. Μ' αυτόν τον πούστη μας, αναπτύσσουμε προσωπική σχέση και τον επικαλούμαστε στις φράσεις «πω ρε πούστη μου», «φτου σου ρε πούστη μου», εννοείται ο πούστης που κάνοντας πουστιές ευθύνεται για τις αναποδιές μας, και τον οποίο μπορούμε ανά πάσα στιγμή να επικαλεστούμε, θα καταλάβει αυτός...

Αφιερούται τω (εκλιπόντι;;) Αβαβά, καθ' ότι η απόφασις καταχώρισης ήρθε σε συνομιλία μαζί του.

  1. Πώ ρε πούστη μου, δεύτερο λάστιχο σε μια βδομάδα μέσα. Δεν παίζουν αυτά πουθενά...

  2. Μού 'πιασες παραμαμά και τό 'χασες διπλό. Τι τάβλι παίζω σήμερα ο πούστης...

  3. Ρε τον πούστη, τι ατάκα έφτυσε...

Βλέπε και εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα τι ογκώδες και ενοχλητικόν. Λέξις μάλλον ηχοποίητος.

Ιδέ και μπούμπιστρο και μαρκούτσι.

  1. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  2. - Να βάλεις κράνος, παιδάκι μου.
    - Σιγά μη βάλω τον γκαρίτσαφλο ρε μάνα, παπί έχω, όχι χιλιάρα μηχανή και θάνατο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουδ. πληθ.)

Είναι οι περίτεχνες, δύσκολες και θεαματικές κινήσεις.

Προέρχεται από την πάλη, όπως λέει και ο Τριανταφυλλίδης εδώ. Κατόπιν, επεκτάθηκε στο μπάσκετ, όπου κάποιοι έκαναν κινήσεις που σε έκαναν να πιστεύεις ότι πετάνε, και από κει επεκτάθηκε σε άλλα σπορ, επικρεββάτια και μη.

Παίζει και ως επίθετο.

Μάλλον ντεμοντέ ως λέξη.

(Ευχαριστώ τους αποκάτω για τις διορθώσεις.)

  1. - Πώς πήγε το ματσάκι χτες;
    - Ε, άρχισε ο Τασούλης τα αεροπλανικά του, τον έπιασε και η γιουγκοσλαβία του και μας γαμήσανε τα πρέκια.

  2. - Το γκομενάκι τη χορεύτρια την έφαγες τελικά ρε;
    - Αυτή με έφαγε, θείο. Μ' έβαλε κάτω και άρχισε κάτι αεροπλανικά, κάτι κοφινάτα βιδωτά...
    - Με κόντρα παξιμάδι;
    - Και με ούπα. Το νεφρί μού 'πεσε.

  3. - Τι έκανες χτες ρε, βγήκες;
    - Μπαα. Σάπισα στο φέηλμπλογκ. Έβλεπα σκεητάδες να κάνουν αεροπλανικά μπάκφλιπ και να την πληρώνει η οικογένειά τους μέχρι να με πάρει ο ύπνος.

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 08/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπτει ως κατηγορούμενο και προήλθε από την σύντμηση της φράσης «είναι μπροστά από την εποχή του», σε ελεύθερη μετάφραση «τεν γήερς άφτερ». Αναφέρεται σε κάτι το ψαγμένο, κάτι το οποίο θα γίνει κατανοητό από τους υπόλοιπους σε βάθος χρόνου, κάτι του οποίου η αναγνώριση θα έρθει μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, όπως έχει γίνει άπειρες φορές στην ιστορία της τέχνης, της τεχνικής και της μαλακίας. Χρησιμοποιείται και γενικότερα ως σχολιασμός για κάτι που μετράει, που τα σπάει και τα ρέστα.

Εναλλακτικοί και ενδεχομένως λιγότερο διαδεδομένοι τύποι: έμπροσθεν, μπροστινός, το ρηματικό μπροστινεύω και το ουσιαστικό μπροστινιά.

Αφιερούται τω πάτσει. Άιντε, και στο μαυρόγιαννο, να γίνει και λίγος τζόγος στα σχόλια:Ρ.

  1. Ό,τι και να λέμε, ο Σεφερλής ήταν μπροστά. Απενοχοποίησε την καΐλα στο μυαλό του μέσου έλληνα.

  2. - Πώς σου φαίνεται το ρολογάκι;
    - Μπροστινό, θείο. Φόλεξ είναι;

  3. - ...και τσάααακ, μου κατεβαίνει η ιδέα στα πέντε λεπτά πριν πάρουν τις κόλλες, κάνω τα δικά μου και πήρα το πτυχίο νύχτα.
    - Μπροστίνεψες αγόρι μου.

  4. Καλά, το παυλόνερο* μπροστινιά σκέτη ρε πούστη. Κάνεις και τον καμπόσο στα γκομενάκια αν κάτσει το κόλπο στο σερβίρισμα.

  • η μπύρα παουλάνερ, χαϊδευτικά.
  1. Έμπροσθεν η φωτό θείο πάτσι.

  2. - Τι σου λέει η χρηστική αισθητική;
    - Ε, είναι μπροστά.
    - Λες, ε;
    - Και τέσσερα γκεστάαλτ μη σου πω...
    - Χώσε, τσάμπα είναι.

Όταν είσαι μπροστά είναι αλλιώς. Ειδικά αν τα κορίτσια είναι πολύ μπροστά. Μπερδεύτηκες; (από Galadriel, 12/10/11)

Βλέπε και προχώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τηλεκαρτοτηλέφωνο κατά χαλικού.

Το καρτοτηλέφωνο. Έχει κάτι το αστείο ως λέξη.

Το θυμάμαι να το λέμε λίγο, χτυπάει αντίστοιχα λίγο και στον γούγλη, οπότε πάρτε το. Πλέον δεν τα χρησιμοποιεί και κανένας, οπότε εν αχρηστία η λέξις.

- Αφού σου λέω ρε μωρό μου, δεν είχα μπαταρία, πώς να σε ειδοποιήσω ότι θα αργήσω;
- Χάθηκαν τα τηλεκαρτεία ρε συ Τάκη;
- Ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό...

(από perkins, 06/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρωτοάκουσα να χρησιμοποιείται συστηματικά από πατρινούς τύπους που λιώνουν στις ντότες και το γουώου (and when i say WoW, i mean WoW).

Υφίστανται αυτού*, λοιπόν, παλληκάρια τινά επαγγελόμενα φάρμερ που παράγουν κρηπς (creeps), και τα οποία βαφτίσθησαν υπό τινων ούμπερ-φάρμερ κ πλέον φημολογείται ότι φαρμάρουν κρηπάκια.

Από κει το καθιερώσανε και το επεκτείνανε, όπως στα παραδείγματα.

Γενικότερα, παίζει από γερμανομαθείς, δευτεροπαγκοσμιόπληκτους και φίλους αυτών, προέρχεται από το γερμανικό über και χρησιμοποιείται αντί του σούπερ και όπως αυτό (που όπως και να το κάνουμε δε βρωμάει και βαρβατίλα) για να δηλώσει κάτι το τζιτζί, το υπεράνω όλων η Καλιφόρνια.

Πιθανό παράγωγο: ουμπεριά.

*εκεί/εδώ στα λευκαδίτικα.

Ασσίστ: μεσούλα-δαχτυλίδι, αντουάν.

  1. - Πάω ούμπερ-μάρκετ, δεν έχω γάλα.
    - Πιάσε κι ένα κουτί καπότες, μάγκο.

  2. - Τι είπε χτες;
    - Ουμπεριά. Λιώσαμε στις μπύρες και στη μαλακία.

  3. - Ανακάλυψα ένα συγκροτηματάκι, πολύ ούμπερ σου λέω.
    - Για πε ρε ψαγμένε.

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified