Συμπληρωματικά προς τους υπάρχοντες ορισμούς:

Η αρχική σημασία της λέξης πόρτα είναι αυτή του τυπά που δε σε αφήνει να μπεις στο κλαμπ επειδή φοράς άρβυλα ή επειδή το τζην σου είναι σχισμένο. Κλασσική ατάκα «το μαγαζί είναι γεμάτο φίλε» (ατάκα που έχει αυτονομηθεί αρκετά ως γείωση). Βέβαια, για τον επόμενο δεν είναι γεμάτο, αλλά άλλο ζήτημα αυτό. Γλιτώνεις αν συνοδεύεσαι από κυριλέ γκόμενα (η εκδίκηση της γυφτιάς).

Το σχήμα είναι μάλλον «δουλεύω πόρτα < δουλεύω στην πόρτα του μαγαζιού». Από τη μεριά του πορτιέρη η πόρτα ρίχνεται, ενώ απ' τη μεριά του παραλήπτη τρώγεται. Στο απρόσωπο του πράγματος η πόρτα είναι θεόσταλτη και πέφτει. Βλέπε πρώτο παράδειγμα.

Κατ' επέκτασιν, ιδωμένο από τη σκοπιά του φαγωμένου, πόρτα νοείται ως κάθε πιθανή αποτυχία-απόρριψη, συντάσσεται σκέτη, με το αγαπημένο ρήμα «τρώω» που χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης ή με ρήματα τύπου ρίχνω, χώνω όταν περνάμε σε ενεργητική διάθεση.

Ειδική περίπτωση είναι και το χι στο κινητό, αυτό το μαγικό κόκκινο κουμπάκι. Βλέπε παράδειγμα δύο.

1α. - Πόρτα ο Τάσος σε κωλόμπαρο ρε συ; Να βγάλει τα λεφτά του το τζυμ τουλάστιχον.
- Έτσι πάει ρε συ, πρώτα φουσκώνεις και από κομοδίνο που ήσουνα γίνεσαι σα ντουλάπα, ε, και μετά γίνεσαι πόρτα.
- Μια ζωή έπιπλο αυτός ο Τάσος.

1β. - Τι έγινε χτες ρε; Πώς και δεν ήρθατε;
- Ο μαλάκας ο τζήζα ρε, πήγε να μπει στο μαγαζί λες και βγήκε απ' το κλουβί με τα θηρία. Είχατε κι όλες τις γκόμενες μαζί σας, πολύ θέλει; Φάγαμε μια πόρτα αποδώ ίσαμ' απέναντι. Παραλία και περιπτερόμπυρες τη βγάλαμε.

2α. - Τι έγινε με την Αγγελική ρε;
- Μου έχωσε πόρτα. Περνάει φάση λέει και μαλακίες τούμπανα.

2β. - Από δουλειά ρε;
- Παπάρια με τη ρίγανη. Πόρτες παντού.

2γ. - Ένα σάντουιτς ζαμπό, τυρί, μπέικο...
- Δεν έχουμε μπέηκον κύριε, μας τελείωσε.
- Πόρτα.

2δ. ντρίιιιιιιιν (παλιό κουδούνι τηλεφώνου, ρίνγκτόουν σε μυ-τζη-θρή κινητό, για να γίνει βίντατζ το γκατζέτι)
- Ποιος ήτανε;
- Δεν είδα καν. Έχωσα πόρτα. Μα μία η ώρα το μεσημέρι τηλέφωνο;

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρήση του μεταβατικού ρήματος καίω που οφείλεται στην ιδιοφυΐα του καμένου χιούμορ (παν ιντέντεντ άριστον) που βάφτισε το πρόγραμμα Nero το οποίο γράφει ψδ.

Δύναται να προκαλέσει σύγχυση, καθώς κατά τα κλασσικά, ένα ψδ που χαλάει κατά την εγγραφή επίσης καίγεται, αλλά πλέον η φωνή του ρήματος είναι μέση δαχτυλίδι και ντιβιντί βερύκοκο, ρίκο-ρίκο-πουέρτο ρίκο-κο, ρίγκο-ρίγκο στάρ.

Punαγία μου, όλο μαλακίες γράφω σήμερα.

- Γαμεί η πλέυλιστ σου. Πολύ λάουντζ.
- Θα σου κάψω ένα δωδ.

Kostakis burning Greece. (από patsis, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός βαθμός του «πέρα», ήτοι στου διαόλου το Sheraton. Η απώτητα του Περού, σε συνδυασμό με την παρήχηση του ονόματός του με το πέρα, αποδίδει την απόσταση και ενδεχομένως την συνεπαγόμενη ταλαιπωρία.

- Πάμε πέρα περού Μύλο για άραγμα;
- Έφυγε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση λόγω βαρεμάρας του «πάμε να μπούμε».

Συχνή, μάλλον, σε κυλικεία σχολών (εμείς του γαμούσαμε τη μάνα πάντως) όπου η βαρεμάρα να μπεις στο αμφιθέατρο δεδομένη και συχνότατα δικαιολογημένη. Απαντά ως ερώτηση και, σπανιότερα, ως κατάφαση. Η αρνητική απάντηση, αν δεν είναι νεύμα, αποτελείται από και κλειστικά από φωνέηντα.

1.- Παμ μπούμ;
- Ε, παμ μπουμ.

  1. - Παμ μπουμ;
    - Έαε (τ)ώ'α. '(Τ)σε 'δω (π)ού 'σ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τριαντά που κοίταξα δεν έχει τίποτ' απ' τα δύο, οπότε να γαμιέται και αυτός.

Είμαι/μ'έχουνε/μ'αφήνουνε στην απ' έξω πα να πει τα τσογλάνια δε με παίζουνε, κάνουνε κάτι και δεν ειδοποιούνε, με αγνοούνε, μπουχουχού, οι άντρες περνούν, μαμά. Εις τόπον στάση. Με προθετική στα ρώσσικα.

Τρώω απ' έξω, ή απλά απ' έξω, προελεύσεως σημαντικό, και στα ρώσσικα, όπως και στ' αρχαία, με γενική. Το φαγητό το οποίον δεν είναι σπιτικό, ντελjίβερυ, παναγιωτόπουλος, κρύα ανέκδοτα.

  1. - Καλά ρε παιδιά, τα πίνετε στο καφενείο και εγώ στην απέξω; Από τι ώρα είστε δω;
    - Έχου-χικ-με τρεις ώρες, μήν έχουμε;
    - Ρε, τα μουνόπανα. Κάπελα, βάλε ένα ανάμεικτο να τους προλάβω!

  2. - Τι έγινε με Μήτσουρα ρε συ;
    - Τι να γίνει ρε μαλάκα. Μία στην απ' έξω, δύο, τρεις, ε, να πα να γαμιέται, δε θα τους κυνηγάω εγώ. Αν δε γουστάρουνε την πάρτη μου, καλώς.

  3. - Έχεις τίποτα να σαβουριάσουμε;
    - (σηκώνει φρύδια)
    - Φάμε απ' έξω;
    - (καταφατικό νεύμα)
    - Πίτσα;
    - Άντρας.

Μα εγώ τρώω μόνο απ\' έξω και τα λιπαρά θα αντέξω, θέλω νά \'μαι πατσοκοίλι τρελό (από Khan, 01/10/10)Τραγουδάρα με ελαφρά kitsch value κττμγ (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προ επιθέτου με μειωτική σημασία σε φράσεις τύπου «καλά, καλός μαλάκας/σκιντζής/κτλ είναι κι αυτός», για να δείξει ότι ο ομιλητής γνώριζε εκ των προτέρων ότι το πρόσωπο έχει την αποδιδόμενη ιδιότητα, και ότι την έχει αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό.

Το καλός δεν έχει την κυριολεκτική του έννοια, καθώς δεν θαυμάζουμε τη μαλακοσύνη ή την σκιντζότητα του υποκειμένου, ούτε κάποια μεταφορική, αλλά μάλλον εμμέσως τη λέμε στον άλλον ότι θά 'πρεπε να τον είχε πάρει χαμπάρι πιο πριν. Ή πριν πιω... μπερδεύτηκα.

Ένιγουέη, όταν χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο, στο στυλ «καλός μαλάκας / καραγκιόζης είμαι κι εγώ», παίρνει μια περίεργη χροιά τύπου «μου τά 'λεγα» και στο δεύτερο πρόσωπο κάτι σαν ήπιο «σ' τά λεγα».

  1. - Πήγα στον Σκορδομπούτσογλου τον οδοντίατρο για εξαγωγή και μου έβγαλε τρία-τέσσερα δόντια μέχρι να βρει το σωστό...
    - Εμ, καλός σκιντζής είναι κι αυτός, δι' αλληλογραφίας από Βουλγαρία το πήρε το πτυχίο.
    - Τώρα μας τα λες ρε μαλάκα;

  2. Καλό ρεντίκολο είσαι και συ ρε πστ μου... Ήπιες χτες τον κώλο σου σου πάλι και άρχισες τα δικά σου. Αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;

  3. Μου ζήτησε δανεικά δύο τούβλα πέρσι ο Ψωλοπέογλου κι ακόμα να τα γυρίσει. Αλλά καλό θύμα είμαι και γω που του τά 'δωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα ήδη υπάρχει, με μάλλον ελλιπή ορισμό, ενώ και αυτός που δίνει ο τριαντάφυλλος, εκτός από τηλεγραφικότατος, δε μου κάθεται καλά. Μπάμπη δεν έχω, δε μ' αρέσει ο ντίσνεϋ.

Φευγιό, λοιπόν, κυριολεκτικά σημαίνει την πράξη του να φεύγεις (που στα νέα ελληνικά δε νομίζω να είναι ακριβώς η φυγή, έχει άλλη απόχρωση), και χρησιμοποιείται κυρίως πριν αυτή αρχίσει να συντελείται, ή στην αρχή της. Βλέπε την πρώτη ομάδα παραδειγμάτων.

Στην ορισμένη στο σλανγκ έννοια, τώρα, φευγιό και φεύγα δηλώνει άτομο που είναι αλλού, που δεν επικοινωνεί με αυτόν τον κόσμο, είτε λόγω ουσιών είτε λόγω χρόνιας φυγής από την πραγματικότητα. Φευγιό είναι κάποιος με τον οποίο δεν μπορείς να συνεννοηθείς, άλλα του λες κι άλλα καταλαβαίνει, μαζί μιλάμε χώρια καταλαβαινόμαστε, ποιος έριξε το μπέναλντυ και μού 'κλεισε το σπίτι.

Συγγενής έννοια που προέρχεται μάλλον από αυτήν την χρήση έχει να κάνει με τον κόσμο της δημιουργίας και της τέχνης, απ' όπου ξαναγειώνεται και επανέρχεται ως χαρακτηρισμός απλών καθημερινών πραγμάτωνε.

Φευγιό, λοιπόν, είναι κάτι που είναι μπροστά, που έχει φύγει πολλά τακ ή κάτι που προσιδιάζει σε κάποιον που έχει κόψει. Είναι δυνητικά αρνητικός και θετικός χαρακτηρισμός δηλαδή, και η ερμηνεία εξαρτάται απ' τα συμφραζόμενα, και χαρακτηρίζει δημιούργημα είναι νόος παράφρονος (παρ. 2.α), είτε νόος που δεν παίζει στο ίδιο γήπεδο με τους υπόλοιπους (παρ. 2.α και β).

Αξιοσημείωτη είναι η συστηματική χρήση εννοιών που αποδίδουν κίνηση στο χώρο για τέτοιου τύπου χαρακτηρισμούς.

  1. α.) - Μαλάκες, είμαι για φευγιό, έχω κλάσει.

β.) - Τον έχουν για φευγιό τον τύπο, αφού σκάει έντεκα παρά στο γραφείο κι ολημερίς το ξύνανε, το βράδυ το ματώναν.

γ.) (χτυπάει τηλέφωνο, τους προλαβαίνει στην πόρτα)
- Έλα, στο φευγιό είμαστε, σε δέκα φτάσαμε.

  1. α.) - Είδες τον Αντίχριστο του Τρίερ; Την έχει ακούσει απ' τις φοβίες ο τύπος.
    - Φευγιό τίνγκα ρε συ. Και η αφιέρωση στον Ταρκό στο τέλος...κουκουρούκου εντελώς ο τύπος.

β.) - Γουστάρω τέζα theorema egregium.
- Μαζί σου με τα χίλια. Φευγιό μέγα. Κάτι ήξερε και ο Γκάου όταν το βάφτιζε.

Ίσως η πιο λολαδερή σκηνή του αρρωστουργήματος "Αντίχριστος"  (από Khan, 23/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή συγκυρία. Η συγγένεια της χρήσης με τις κυριολεκτικές εμφανής, καθώς οι δόσεις οποιουδήποτε πράγματος (φαρμάκου, πληρωμή, ό,τι) συμβαίνει σε χρονική κλίμακα μικρή σε σχέση με την κλίμακα που μας απασχολεί στα γεγονότα που συμπέφτουν χρονικά. Η δόση του φαρμάκου μας απασχολεί στιγμιαία, η δόση του δανείου μια ζωή (έτσι, για να γαμηθεί η θεωρία μου), ο δοσάς κάθε τρεις και λίγο αλλά τον ξαποστέλνουμε.

Απ' την άλλη, δεν «έχεις καρκίνο σε κάποια δόση»...

Αντικατέστησε σχεδόν πλήρως το πιο έητιζ συνώνυμο φάση, η φάση όμως έχει επιζήσει με τις άλλες έννοιές της, καθώς μπορεί να αποδώσει χρονική διάρκεια, κάτι που η δόση αδυνατεί.

Νομίζω απαντά αποκλειστικά στις φράσεις «σε μία / κάποια δόση».

ΥΓ: Το «οι δόσεις...συμβαίνει» μη μου το πειράξετε, είναι δυϊκός αριθμός.

  1. - Ρε συ, ο Κώστας πού εξαφανίστηκε;
    - Δεν έχω ιδέα ρε μαλάκα. Τον είδα σε κάποια δόση να πηγαίνει στις τουαλέτες άσπρος σαν το πανί, τον είδα να βγαίνει κυριλέ και μετά τον έχασα.

  2. - Και βλέπω, μαλάκα μου, σε μια δόση μια καρέκλα να περνάει ξυστά πάνω απ' το κεφάλι μου, ένα αμόνι να πέφτει στον μπάρμαν απ' το υπερπέραν, την Τζίνα την σερβιτόρα να του φέρνει αμμωνία, και μετά έφαγε ο μπάρμαν σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Ξύλο μετά μουσικής και όλοι εναντίων όλων.
    - Ε, με τα μπομπίδια που μας ποτίζουν, όλο και κάποιος θα τά 'παιρνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικρός και τριανταφυλλένιος έχει μόνο αυτό, το οποίο προσωπικά με ξενίζει, κ αυτό, που με προβληματίζει. Στο γκούγκλε το λήμμα παραδόξως δεν επιστρέφει τίποτα.

Όπως και νά 'χει, είναι μάλλον παλιά λέξη, ουσιαστικό γένους θηλυκού, σημαίνον τα προβλήματα που τραβάνε σε βάθος χρόνου, τα τραβήγματα, και κυρίως με το Νόμο.

Μ' αρέζει οπτικά και η γραφή τραβηχτικιές.

  1. - Δέ θέλω 'γω τέτοιες κομπίνες και μαλακίες, για τραβηχτικές με εισαγγελέους και με δικαστάς είμαι 'γω τώρα...

  2. - Μαλάκα, μπάτσοι!! Έχεις ταυτότητα πάνω σου, ή θα έχουμε τίποτα τραβηχτικές βραδιάτικο;

Συνώνυμα: τραβήγματα, ντράβαλα. Δες και: τραβιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified