1. Βγάζω τον καρκίνο: μεταβατικό ή και αμετάβατο-αυτοπαθές. Όταν είναι μεταβατικό σημαίνει «βασανίζω κάποιον, τον ταλαιπωρώ, τον σταυρώνω». Όταν είναι αμετάβατο λέγεται ως διαμαρτυρία γι αυτά που υπομένουμε. Προφανώς συνεκδοχή απ' την αρρώστια. Το βγάζω εδώ έχει την έννοια του παθαίνω.

    1. - Πέντε ευρώ θέλω να πάρω έναν καφέ κι ένα νερό ρε μίζερε άθρωπε, αν είναι να μου βγάλεις τον καρκίνο για να μου τα δώσεις, άσ' το, δεν θέλω.
    2. - Τον καρκίνο βγάλαμε τρεις ώρες στην ουρά. Κι αυτοί δεν ανοίγουν άλλο ένα ταμείο.
  2. Ο επίμονος βήχας, ανεξαρτήτως του αν είναι τσιγαρόβηχας ή όχι. Πιθανόν κάποιου τύπου συμφυρμός απ' το τσιγάρο που προκαλεί βήχα.

    - Γκουχ-γκουχ.
    - Αμάν ρε μαλάκα με τον καρκίνο μέσα στα μούτρα μου, βάλε και κάνα χέρι.

  3. Ο βρώμικος και βρωμερός ιδρώτας, κυρίως μετά από ξίδια ή στο τέλος ανάρρωσης. Ενδεχομένως πιο σπάνια χρήση, αλλά υπαρκτό.

    - Αηδία σκέτη μαλάκα, πήγα για ένα τρεξιματάκι να βγει ο καρκίνος από μέσα μου από προχτές που λιώσαμε στις μπύρες, σου ορκίζομαι η μπλούζα μου μύριζε φύρα μπιξ.

  4. Οποιαδήποτε βλαβερή ουσία, κατά κύριο λόγο τεχνητή χημική, καθότι πολλές είναι καρκινογόνες. Ίσως να εξηγεί σε κάποιο βαθμό και το προηγούμενο.

    - Ταραμά άσπρο να πάρεις. Όχι τον άλλονα που τον ταράζουνε στις χρωστικές και στους καρκίνους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντώνυμο του πηγαίνω με τις πάντες (του οποίου ο ορισμός είναι λανθασμένος, αν και αποδίδει υπάρχουσα παρερμηνεία της φράσης. Για τον ακριβή ορισμό βλ. το σχόλιο εδώ). Δεν έχει την έννοια του πηγαίνω ευθεία, αλλά του δεν υπερστρέφω.

Δεν το θυμάμαι ως μεταβατικό, δηλαδή πχ. «ισιώνω το αυτοκίνητο» το οποίο θα σήμαινε μάλλον κάτι σε καλίμπρα, αλλά μόνο ως αμετάβατο και απόλυτο. Συνήθης η φράση του παραδείγματος («δεν ισιώνει πουθενά» ή «δεν ισιώνει ούτε [σε τόπο όπου είναι φυσικά αδύνατον να πηγαίνεις με τις πάντες]»), που σημαίνει ότι ο τύπος πηγαίνει μόνο με τις πάντες.

Από τότε που πήρε το S2000 ο Μπάμπης, δεν ισιώνει πουθενά.

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει ότι ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή αυτοκίνητο έχει υπερστροφική οδική συμπεριφορά, κατ' επέκτασιν του προηγούμενου ορισμού.

Ήθελα να πάρω κάνα καλό πισωκούνητο, αλλά δε μπορείς να οδηγήσεις κουλάτος ούτε για να πας στη δουλειά. Με την άσφαλτο που έχουμε στο ελλάντα δεν ισιώνουν ούτε σταματημένα στο φανάρι.

Βλ. και γραμμές και τον υπάρχοντα λακωνικό ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταβατικό, βουτάω κάποιον. Τον πιάνω, τον τσιμπάω, και του ρίχνω ξύλο, αλλά μάλλον ελαφρύ.

Για την απλή έννοια του πιάνω κάποιον βίαια, βλέπε το παράδειγμα εδώ:

Προπονητής «βούτηξε» από το λαιμό αντίπαλο παίκτη στην Αγγλία

όπου ο συντάκτης για κάποιο λόγο το θεωρεί αρκετά αδόκιμο ώστε να δικαιολογεί εισαγωγικά.

Χρησιμοποιούμενο μ' αυτήν την έννοια, συνήθως συμπληρώνεται με κάποιο απ' τα απ' τον γιακά, απ' το λαιμό, απ' τα μαλλιά, τα οποία νομίζω εξαντλούν την χρήση του βουτάω κατ' αυτόν τον τρόπο.

Στη Λευκάδα το θυμάμαι να παίζει απόλυτο, βουτάω κάποιον, χωρίς παρεταίρω προσδιορισμό, δηλώνων την πρόθεση να πέσει και καμιά ψιλή. Μάλλον παιδική-εφηβική χρήση, συχνά ως απειλή.

  1. Θα σε β'τήξω, ε;
  2. Ναι, λέγε τ' τέτοια και σε β'τήξ' και μετά 'α κλαις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος απ' το δρόμο με αυτοκίνητο (ίσως και με μηχανή, δεν το γνωρίζω). Συμφυρμός της προστακτικής του βγαίνω με τη γαλακτοβιομηχανία. Παίζει και η "έβγα της γειτονιάς" σε πιο χιουμουριστικά συμφραζόμενα.

  1. - Με το λεωφορείο ήρθες, Μπάμπη; Τι έγινε η μπέμπα;
    - Γάμησέ τα, πάτησα κάτι λάδια σε μια στροφή, ούτε που κατάλαβα πώς σβούρηξα, κι έφαγα μια έβγα στο χωράφι και μου γαμήθηκε το κάρτερ.
    - Λάδια το λένε τώρα. Αφού είσαι κουλός ρε, πάρ' το χαμπάρι.

  2. - Πάμε καμιάν εκδρομούλα με τ' αυτοκίνητα αυτό το σουκού;
    - Δε γίνεται, πήγα στην έβγα της γειτονιάς χτες και το 'χω συνεργείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο με κακή οδική συμπεριφορά, που σε κάθε στροφή κινδυνεύει να βγει απ' το δρόμο.

  1. Καλό παράδειγμα πεζοδρομιοκυνηγού εδώ, παρ' όλο που δεν έβγαλε πεζοδρόμιο, αλλά κράσπεδο.

  2. Πέτα τόνα αυτόν τον πεζοδρομιοκηνυγό ρε, πάρε κάνα αυτοκίνητο της προκοπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική περίπτωση μπάζου. Προς το ασχημούλα, αλλά όχι απελπιστικά, και μάλλον συμπαθητική. Στην κλίμακα γαμευσιμότητας βρίσκεται μακρυά απ' το κακό μπάζο, που δεν της τον δίνεις ούτε τα χριστούγεννα (για την καλή πράξη), αλλά πιο μακρυά και απ' τη μουνάρα.

Κοντά στο νηστίσιμη, με μια δόση συμπάθειας.

- Τη γνώρισες την Πέπη που σου έλεγε η δικιά μου τελικά;
- Ναι, μπαζάκι είναι ρε γαμώτο... Είναι ψηλή όμως, και μ' αρέσουν οι ψηλές. Μου ρίχνει ένα κεφάλι.
- Εσύ της έριχνες ένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπανιότερη σημασία της κλασσικής, αλλά υπαρκτή. Συνώνυμο του ηλίθιος, πανίβλακας, άι-κιού ραδικιού και τα λοιπά συναφή.

Όταν αναφέρεται σε γυναίκα (της οποίας την εμφάνιση αγνοεί ο συνομιλητής) συχνά δημιουργεί σύγχυση, ακριβώς λόγω της στατιστικής σπανιότητας αυτής της σημασίας σε σχέση με την χαρακτηρίζουσα την εμφάνιση. Χαλαρό συνώνυμο σ' αυτήν την περίπτωση το χαζογκόμενα.

  1. - Πώς πήρε πτυχίο αυτός ρε συ; Όσο τον θυμάμαι ήταν εντελώς μπάζο. Έβαλε ξαφνικά μυαλό;

  2. σε μπαρ, τύπος πήγε να μιλήσει σε γυναικοπαρέα και γυρίζει πίσω στην αντροπαρέα του:
    - Γιατί δεν έκατσες με τα γκομενάκια ρε συ;
    - Η ξανθιά που μ' αρέσει εμένα είναι μπάζο μπίτι τελείως ρε συ. Πέντε λεπτά τώρα μου μίλαγε για μανικιούρ και άλλα δέκα πιο πριν για γκλίτερ. Άσε να πιούμε κάνα ξίδι να ψωλάρουμε λίγο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκοτική έκφραση. Κανονίζω στο μιλητό σημαίνει ότι η πληροφορία για το πού, πώς, πότε και γιατί θα πάει από στόμα σε στόμα, αυστηρά προφορικά και χωρίς γράμματα και λοιπού τύπου συνεννοήσεις που αφήνουν στοιχεία.

Ο αρχικός σκοπός φαίνεται να ήταν αυτός ακριβώς, δηλαδή η εξυπηρέτηση μυστικότητας-συνωμοτικότητας, κάτι το οποίο διατηρεί ακόμα αχνά η φράση, ακόμα και όταν χρησιμοποιείται εντελώς εκτός τέτοιων συμφραζομένων. Βλ. το 2ο παράδειγμα όπου έχει ακόμα το "χωρίς μεγάλη δημοσιότητα" αλλά είναι μακρυά απ' την έννοια που έχει στο 1ο, πιο κοντά στην αρχική.

  1. - Κανονίστηκε το πέσιμο;
    - Ναι, στο μιλητό. Τα κινητά μένουν σπίτι, πάμε, χτυπάμε και κρυβόμαστε στην καβάτζα για κάνα εικοστετράωρο μέχρι να μάθουμε τι παίζει με τους μπάτσους.

  2. - Είπαμε να κανονίσουμε ένα χαλαρό παρτάκι στο μιλητό και τελικά ήρθε η μισή πόλη και μου κάνανε το σπίτι μουνί.

  3. Στην Ελλάδα, ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο απλά καθότι ο κόσμος έχει μάθει να κανονίζει τέτοιες εκδηλώσεις στο «μιλητό».
    Από εδώ

  4. Το ήδη υπάρχον σκάνδαλο (που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ελεύθερη Ώρα") με τον "μιλητό-αδημοσίευτο" διαγωνισμό προσλήψεων στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών το καλοκαίρι που μας πέρασε...
    Από εδώ, ως ουσιαστικό. Διαφαίνεται σύγχυση μεταξύ μιλημένου (δλδ σικέ) και μιλητού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μανούρα, εκτός των άλλων, είναι ειδική περίπτωση καβγά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για καβγά που περιορίζεται σε αψιμαχίες, σε "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις"*, άντε και σε κανένα "κρατάτε με και θα τονε δείρω", και σε πολύ ακραία κατάσταση μανούρας κάνα σπρώξιμο ή καμιά ψιλή.

Για όσους αντιλαμβάνονται την κατάσταση, είναι πρόδηλη η διάθεση των εμπλεκομένων να μην πλακωθούν στα σοβαρά, αλλά απλά να δείξουν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν. Βεβαίως, τίποτα δεν προδικάζει ότι η μανούρα θα παραμείνει μανούρα και δεν θα εξελιχθεί σε καβγά, αλλά αναλόγως με τις συνθήκες και τις περιστάσεις μπορεί κανείς να μανουριαστεί αρκετά ακραία όντας σίγουρος ότι κανείς (και κυρίως ο ίδιος) δεν θα περάσει τη νύχτα είτε σε κάνα νοσοκομείο είτε σε κάνα κρατητήριο.

Κατά συνέπεια το να μανουριαστεί κανείς με πορτιέρη είναι σπάνιο, γιατί ο πορτιέρης έχει την πρωτοβουλία του ξύλου στο 99,99% των περιπτώσεων, ενώ η μανούρα προϋποθέτει υπόδηλη συμφωνία των εμπλεκομένων να μην πέσει ξύλο, ή τουλάστιχον σοβαρό ξύλο.

Αποτέλεσμα, συνήθως φεύγουν και οι δύο πλευρές ευχαριστημένες, φεύγει ευχαριστημένος και ο ενδεχόμενος ειρηνοποιός που μπήκε στη μέση και παράστησε ότι τους χωρίζει, και καθώς είθισται μπορεί να έφαγε και καμιάν αδέσποτη.

Οι μανούρες ξεκινάνε κυρίως δι αφορμήν ασήμαντον, και γι αυτό δεν εξελίσσονται και σε καβγάδες, και αρκετά συχνά επειδή ένας απ' τους δύο ψάχνεται για μανούρα, ίσως λόγω χαρακτήρα, λόγω αλκοόλ ή για εκτόνωση.

Ρηματικές μορφές: μανουριάζω, μανουριάζομαι.

  1. - Πάλι πίνει ο Μπάμπης, και πάλι θ' αρχίσει να μανουριάζεται δεξιά κι αριστερά. Απορώ πώς δεν έχει πέσει ακόμα σε κάναν που δε σηκώνει τέτοιες μαλακίες να τις μαζέψει να ησυχάσει.

  2. - Πωπω, μαλάκα τσέκαρε, χαμός γίνεται. Λες να πέσει κάνα ξύλο;
    - Μπα, θα παίξει λίγο μανούρα έτσι για τη φάση και μετά θα τους χωρίσουν. Κλάιν. Πιες την ποτάρα σου.

*Οι φράσεις "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις" αναπαριστούν τις απειλές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Σε συμφραζόμενα περιγραφής βρισίματος στα όρια καβγά οι παραπάνω φράσεις είναι αρκετά τυπικές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικασία πριν από παιχνίδι μπάλας ή μπάσκετ για να αποφασιστεί ποιος θα διαλέξει πρώτος παίχτες. Οι δύο που θα διάλεγαν ξεκίναγαν αντικριστοί από τυχαία αλλά λογική απόσταση και έκαναν τρία βήματα ο καθένας στη σειρά του λέγοντας σημαία ο ένας και κοντάρι ο άλλος και βαδίζοντας ευθεία. Ο πρώτος που πάταγε τον άλλον διάλεγε παίχτη πρώτος.

Επιτρεπόμενα βήματα: το ένα πόδι κολλητά μπροστά απ' το άλλο στη συνήθη διεύθυνση του βήματος (ολόκληρα), τα πόδια εγκάρσια στη διεύθυνση του βαδίσματος και πάντα κολλητά (μισά), και τέλος (σε προσυμφωνία αν επιτρέπονται ή όχι, και παράδεισος για κλέψιμο) βηματάκια βάζοντας τη μύτη του ενός ποδιού μπροστά απ' την άλλη (μυτούλες, ίσως και μυτίτσες, δε θυμάμαι).

Κατά κύριο λόγο παιδική κατάσταση, μέχρι αρχές εφηβείας, οπότε και οι λέξεις σημαία-κοντάρι αντικαθιστούντο από οποιαδήποτε τρισύλλαβη λέξη, με προτίμηση σε παπάρι, αρχίδι και ό,τι.

Στάνταρ λευκάδα, πείτε και στα σχόλια να δούμε τι διάδοση είχε και τι παραλλαγές.

Βλέπε και σχόλια εδώ. Αφιερούται τω χτήνως.

- Πάμε ρεβάνς ή καινούργιες ομάδες;
- Καινούργιες. (στήνονται σε γραμμή δύο παιδιά) Σή-Μαί-Ά.
- Κό-Ντά-Ρί.
κτλ. με πιθανό ψιλοκαβγά πριν αρχίσει το παιχνίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified