Η βυζαρού (συνήθως όχι με την καλή έννοια).

Παρμένο από την κλασσική γαλακτοβιομηχανία.

Πωω!! Την είδες αυτήν που πέρασε; Απορώ πού βρίσκει βυζοθήκη η έβγα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακρώνυμο. Ελληνική βιομηχανία γάλακτος ΑΘΗΝΑΙ.

Γαλακτοπωλείο για γάλα, γιαούρτια και παγωτά.

Κατόπιν έγινε είδος μίνι μάρκετ.

Ρε Μήτσο πετάξου μέχρι την έβγα και πάρε λίγο γάλα να φτιάξουμε παστίτσιο...

(από Khan, 19/09/10)(από poniroskylo, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος απ' το δρόμο με αυτοκίνητο (ίσως και με μηχανή, δεν το γνωρίζω). Συμφυρμός της προστακτικής του βγαίνω με τη γαλακτοβιομηχανία. Παίζει και η "έβγα της γειτονιάς" σε πιο χιουμουριστικά συμφραζόμενα.

  1. - Με το λεωφορείο ήρθες, Μπάμπη; Τι έγινε η μπέμπα;
    - Γάμησέ τα, πάτησα κάτι λάδια σε μια στροφή, ούτε που κατάλαβα πώς σβούρηξα, κι έφαγα μια έβγα στο χωράφι και μου γαμήθηκε το κάρτερ.
    - Λάδια το λένε τώρα. Αφού είσαι κουλός ρε, πάρ' το χαμπάρι.

  2. - Πάμε καμιάν εκδρομούλα με τ' αυτοκίνητα αυτό το σουκού;
    - Δε γίνεται, πήγα στην έβγα της γειτονιάς χτες και το 'χω συνεργείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified