Το πατρινό ισοδύναμο του πάει η μαλακία σύννεφο. Δεν ξέρω αν προέρχεται από την επιτατική έννοια που παρατηρείται στη λέξη γόνατο στο οικείο λινκ, ή αν είναι από την εικόνα του τύπου που την παίζει τόσο βίαια που το χέρι πάει κι έρχεται μέχρι το γόνατο.

- Πιστεύω ότι πρέπει να εισηγηθούμε την προσάρτηση τρίτου βυζιού στη μέση.
- Ναι. Χρειάζεται.
- Προφανώς. Έχεις χουφτώσει τα δύο. Το στόμα σου πού το βάζεις;
- Και προφ για εργονομικούς λόγους πρέπει να είναι σε σειρά. Στο ίδιο πνεύμα, βέβαια, χρειάζονται τέσσερα. Για να μπορείς να χουφτώνεις τα δύο και να βάζεις τη μάπα σου ανάμεσα στ' άλλα δύο.
- Ναι...εδώ βέβαια δεν είναι ξεκάθαρο αν βολεύει να είναι εν σειρά ή σε ζεύγη...
(τρίτος που άκουγε τη συζήτηση:)
- Να βάλουμε και δυο στην πλάτη λέω 'γω;; Πάει η μαλακία γόνατο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αμερικάνικου «γκεστ σταρ», φιλική εμφάνιση συνήθως σε ταινία, συν την εξαιρετικά σλανγκοπαραγωγό κατάληξη -ίκι, που τουρκοφέρνει-γκουχγκούχ τ' είν' αυτά που λέτε ρε πατριώτες!!!!! Για την ελληναριά της ατάκας, το δεύτερο στ- κόβεται και δύο λέξεις γίνονται μία.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος συνήθως άκυρος σκάει για ελάστιχο χρονικό διάστημα, δε λέει (σχεδόν) τίποτα και την κάνει. Τονίζει το υποκειμενικά (από την σκοπία του χρήστη) τιραμισουρεαλιστικό της κατάστασης ή απλά το περίεργό της.

  1. - Τι σόι μαλάκας ήταν αυτός;
    - Έλα ρε, λίωνει για τη Μαρία το παιδί, και όποτε τη βλέπει σκάει στην παρέα για το γκεσταριλίκι, δε βγάζει μιλιά από την αμηχανία και την κάνει μέχρι την επόμενη παράσταση.

  2. (άκυρος τύπος ανοίγει την πόρτα γραφείου, κοιτάζει σα το μαλάκα, δεν βρίσκει αυτόν που έψαχνε, κλείνει την πόρτα)
    - Ουγκχ!! Τι γκεσταριλίκι ήταν αυτό;;

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση με ελάχιστο νόημα, αν έχει δηλαδή καθόλου, που λέγεται με ύφος πολλών καρδιναλίωνε σε φάση τι να μας πούνε τώρα κι αυτοί, τα ξέρω εγώ και τά 'χω ζήσει καλύτερα και θα πάρουν φόρα όλοι μαζί και θα μου κλάσουνε. Εξεστομίζεται κατά κανόνα από άτομα που δεν έχουν καμία επαφή με το άθλημα περί του οποίου ο λόγος, ή που μουφάρουν απεριόριστα περί γνώσεων και ικανοτήτων επί του αντικειμένου.

Πιθανή χρήση της είναι στην σύνταξη «τους ξέρω εγώ αυτούς τους...», όπου αντί για αποσιωποιητικά μπαίνει μια λέξη που έπεσε στην τελευταία φράση και έκανε εντύπωση στον χρήστη, και συνήθως αφαιρεί και τα τελευταία ψήγματα νοήματος από την πρόταση.

Όπως φαίνεται και από την ανάλυση, η ατάκα δολοφονεί τη συζήτηση, αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της, γιατί τι σκατά να του πεις μετά του τύπου.

Αξιοσημείωτο είναι ότι για το ύφος και τον ρυθμό της φράσης το εγώ δεν γίνεται γω, γιατί αλλιώς παραπέμπει και στο αμήχανο ξέρω γω και χαλάει τη μόστρα. Κάποιοι βέβαια το κόβουν το έψιλον, αλλά τους ξέρω εγώ αυτούς.

  1. - Καλά, μαλάκα, είδα χτες το Εξτερμινέητορ το 4 και γάμησε! Εκρήξεις, καταδιώξεις με χάι-τέκ νταξάκια και δε συμμαζεύεται...
    - Εγώ έβαλα και ξανάδα τη νύχτα πρεμιέρας του Κασσαβέτις.
    - Ποιος είναι αυτός ρε; Κάνας ντερτιλής;;
    - Έλα ρε, ο πατέρας του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου.
    - Τους ξέρω εγώ αυτούς τους πατέρες.
    (σ.ς. προφ δεν ξέρει το χριστό του)

  2. από εδώ:
    Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς».

Μου τα\' χα πεί... (από HODJAS, 04/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά με το λήμμα, βλέπε τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει στα σχόλια εδώ και εδώ και έχουν να κάνουν με τη λειτουργία των θηλυκού γένους χαρακτηρισμών στην ελληνική αργκό (ο πάτσης ο πατσίδης στη ρεσεψιόν για να παραλάβει χρυσούν ωρολόγιον πρόγραμμα για την υπόδειξη).

Η ατάκα «έλα/έτσι/πάμε μωρή», που ενδέχεται να ακολουθείται από κλητική η οποία μπορεί να είναι οιουδήποτε γένους, εκφράζει πανηγυρισμό, ταύτιση απόψεων, πες τα ανθυποτεράστιε, και άλλα τέτοια πολιτισμένα. Είναι δυνατό, όμως, να αναφερόμαστε σε ε χάντρεντ περσέντ αρσενικόου και να το κάνουμε θηλυκό το επίθετο, έτσι για την επίταση του νοήματος που λέγαμε παραπάνω.

Σε αρκετά συνηθισμένη εκδοχή ακολουθείται από το αρρώστια ή το γκάβλα.

  1. - Έτσι μωρή Γαύρε/Βάζελε!

  2. - Πάμε μωρή αρρώστια!

  3. - Θα την πέσω στη Γωγώ.
    - Έτσι μωρή γκομενιάρη! Γερά, ε;;
    - Βεντσερέμος!
    - Έλα μωρή ισπανική επανάσταση!!!

1ο σχόλιο σε βαθμολογία : έλα μωρη \'\'Χατζηφραγκέτα\'\' αρρωστεια... :P (από jesus, 10/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του φώλς στις ερωτήσεις κλειστού τύπου τρου-φώλς. Αυτό. Και γαμώ τις σλανγκιές, ε;;

Νταξ, παίζει και στις μεταλλιές όταν αναφέρεται σε άτομα/συγκροτήματα που υποτίθεται το (έπικ και τέτοια) μέταλ άτιτιουντ δεν το πουλάνε, αλλά το βιώνουνε (με έμφαση στο υποτίθεται). Βασικό θέμα στις συζητήσεις έφηβων μεταλλάδων, σχεδόν πάντα χαρακτηρίζει τους μάνογουωρ ως λέξη, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε συζητήσεις χωρίς μεταλλικά συμφραζόμενα για να χαρακτηρίσει τύπο σκληρό και μόνο μπλακ.

  1. - Τι ακούς τα ποζέρια ρε. Μόνο μάνογουωρ που είναι τρου. Γάμα τους τούς πουλημένους τους Λεφτάλικα.

  2. - Νταξ, ο τύπος είναι τρου. Εφτά πιτόγυρα και μισό καφάσι μπύρες για το ζέσταμα...

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από ειδικός σύνδεσμος κατέληξε να εισάγει ερώτηση, προσεχώς και κλητήρας. Αντικαθιστά το δηλαδή ή το γιατί σε μονολεκτικές ερωτήσεις που ζητούν επεξήγηση (όσον αφορά το σκοπό, τα αίτια) στα λεγόμενα του προηγούμενου. Καμιά σχέση με την καταγεγραμμένη σημασία της λέξης στα αρχαία (όπου σήμαινε κάτι σαν καθώς, επειδή, αν θυμάμαι καλά, αλλά μόνο σε καταφατικές προτάσεις) και νέα ελληνικά, δηλαδή. Άβυσσος.

Σε δεύτερο χρόνο, επεξετάθη στην ερώτηση «ότι τι;», στην οποία πάλι ζητούνται εξηγήσεις, αλλά διαπιστώνεται εκ προοιμίου το μάταιο της δικαιολογούμενης πράξης ή της δικαιολόγησης.

Η απάντηση δύναται να εισάγεται με το ότι, κατά το (ορίγκιναλυ λάθος) σχήμα « - γιατί; - γιατί...», αλλά όχι υποχρεωτικά.

Να σημειώσω εκ των υστέρων ότι το λήμμα αναφέρεται στο την έχω του Χότζα που έχει την κακή συνήθεια να γράφει κάτι σεντόνες που περιέχουν τα πάντα και μας χαλάνε την πιάτσα.

  1. - Θα τον γαμήσω τον πούστη!
    - Ότι;
    - Την έπεσε στην Ελένη.

  2. - Και τον ρωτάω και αρχίζει τα μπούρου μπούρου μαλακίες και τα παπαριές μανίτσα μου.
    - Ότι τι;
    - Ότι και καλά ήταν μεθυσμένος και γι αυτό της την έπεσε και ένα κάρο μαλακίες.

  3. - Μου ζητάνε της παναγιάς τα μάτια για να με πάρουνε...
    - Ότι;
    - Ξένες γλώσσες, κουμπιούτερ και δεγκζερωγώτι... καμένος από χέρι είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα προερχόμενο από το (σ)ουσιαστικό κανίβαλος, ανθρωποφάγος. Δεν ξέρω αν έπεσε ποτέ σε ορίγκιναλ φάση, σημαίνον, δηλαδή, τρώω άτομα του ιδίου είδους (για τον γράφοντα βοοειδή και αμνοερίφια καθ' ότι υβρίδιο) και το ψιλοαμφιβάλλω.

Μάλλον η χρήση του ξεκίνησε με τον τηλεκανιβαλισμό (παράβαλε και την επικά σουρεαλιστική καΐλα των ογδόνταζ «τηλεκανίβαλοι») και τα ρηάλιτυ σόουζ. Εκεί, άνθρωποι με ψυχολογικά ή και άλλα προβλήματα και, το βασικότερο, άγνοια του τι τους συμβαίνει πραγματικά γίνονται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από άτομα σαφώς πιο έξυπνα (με μια διεστραμμένη έννοια του όρου) και πολύ μεγαλύτερα ψυχολογικά προβλήματα (με τάσεις αυτοεπιβεβαίωσης σε βάρος αυτού που θεωρούν κατώτερο, και κυρίως χωρίς ηθικές αναστολές, καριερίστες, αυτοί που θες για γαμπρούς σου εν ολίγοις) με σκοπό την τηλεθέαση και τα γκαφρά.

Από εκεί επεκτείνεται στην (ημι)δημόσια διαπόμπευση κάποιου ο οποίος αποδεδειγμένα αδυνατεί να καταλάβει ότι τον δουλεύουν μέσα στη μάπα του, κυρίως αφήνοντάς τον να εκτίθεται και οδηγώντας τον στο να εκτίθεται όλο και περισσότερο.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κατάστασης, σε σημείο μάλιστα πρόκλησής της, είναι η εθελούσια συμμετοχή του κανιβαλιζόμενου, ο οποίος λόγω άγνοιας ή λόγω μεγαλομανίας κατά κάποιον τρόπο (ο παππούς μου νομίζω έλεγε «να μην κλάνουμε παραπάνω απ' τον κώλο μας») βρίσκεται έξω απ' την κατηγορία του.

  1. - Είχανε φωνάξει, οι μαλάκες, το παιδάκι στο τραπέζι και το κανιβαλίζανε. Γελάγανε οι κάφροι με την αναπηρία του παιδιού...

  2. - Έχει διαβάσει μισό βιβλιο φιλοσοφία για αρχάριους, ο βλάκας, και μας το παίζει Σαρτρ. Έκατσε χτες μαζί μας και του ρίχναμε πενηντάρικα για να μας μιλάει για το παράδοξο του είναι με παραπομπές στο μανιφέστο για την τριακοστή τέταρτη θέση του Φόυερμπαχ. Σκατά τά 'χει κάνει στο κεφάλι του. Κλάσαμε στο γέλιο.
    - Ρε σκατοκανίβαλοι αφήστε το παιδάκι ήσυχο.

από κουφώματα κ όχι από τηλεκανίβαλους, αλλά το τελευταίο είναι τόσο επικό που δεν μπορούσα... (από jesus, 15/11/09)Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο. (από patsis, 15/11/09)

Παράβαλε και το λήμμα πικπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προβληματικό αυτοκίνητο στην γλώσσα των αυτοκινητόκαβλων. Κλασικός αγγλισμός για την περιουσία που προέκυψε ακίνητη. Συντάσσεται συνήθως με το «βγαίνω».

- Γάμησέ με ρε μαλάκα, σε άκουσα και πήρα γιουντάι, ότι και καλά έχει πάρει τα σώβρακα απ' τους γιαπωνέζους στην αξιοπιστία και κάθε δευτέρα πάω και ανοίγω το συνεργείο ναούμ'. Μ' έκαψες.
- Τι σου φταίει η γιουντάι ρε κλάμπανε αν σου βγήκε λεμόνι το αμάξι. Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες.

Λεμόνι (από poniroskylo, 12/11/09)1958 Ford Edsel - θεωρείται η μητέρα όλων των λεμονιών (από Vrastaman, 12/11/09)"μετά από αυτό το λήμμα, το μόνο που μου μένει είναι η αυτοκτονία", είπε το λεμόνι (από BuBis, 12/11/09)btw, από τις πιο πετυχημένες διαφημίσεις  (από anchelito, 14/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης codec, ενός πατς που έχει να κάνει με την αποκωδικοποίηση αρχείων βίδεο στους κομπιούτορες και καθιστά δυνατή την εκτέλεσή τους από τον πλέυερ.

Και επειδή, όπως λέει ένας ξάδερφός μου, γιατί εγώ απ' αυτά δεν ξέρω, όλη η κενωνία βλέπει τσόντες στα πισιά, ε, το λογοπαίγνιο είναι μπανάλ και εύκολο.

- Ξέρεις που να βρω τσόντεκ να δω το μικρό σπίτι στο λιβάδι που το κατέβασα σε ντιβέξ;
- Ψάξε στο κόντεκς τελεία τζηάρ.
- Ααααχχχ, Νέλλυ μου θα σε δω πάλι...να ξέρεις εγώ πάντα σε αγαπούσα, κι ας σε έλεγε η Λώρα καργιόλα όλη την ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και στα πάτρια εδάφη για να προσδιορίσει κάποιον ο οποίος ξέρει καλά την πόλη του, τα σωστά μέρη, ξέρει, εν γένει, να κυκλοφορήσει.

- Πστ, άσε, θα σας πάω στα καλύτερα.
- Τσου ρε λοκάλι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified