Οι πολιτικοί μηχανικοί όπως λέγονται από τους πολυτεχνίτες φοιτητές. Οι μηχανολόγοι είναι πιο αστείοι, ως μηχ-μήχ, οι χημικοί μηχανικοί χήμ-μηχ, ενώ δε θυμάμαι να παίζει το ηλ-μηχ για ηλεκτρολόγους.
Τους κομπιουτεράδες της Σχολής Μηχανικών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ή κάτι τέτοιο τους λέγαμε ήτα-ύψιλον ή, στο χαϊδευτικό, καμένους.

Πάμε στο καψιμί των μηχ-μήχ για φραπεδούμπα;
(το κυλικείο των μηχ-μήχ στην πάτρα ήταν αυτοδιαχειριζόμενο από τους φοιτητές και η σχολή επίσης τρελός αρχιδόκαμπος, οπότε το έλεγες εύκολα καψιμί.)

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτική λέξη για τις μπουρμπουλήθρες, η οποία όμως δίνει έμφαση όχι στο αστείο της υπόθεσης, αλλά στην φριχτότητα και τη βαναυσότητα του ακούσματος, που θυμίζει τύπο που την έχει βγάλει και την κοπανάει πάνω στο όργανο.

Εν ολίγοις, πρόκειται για αυνανισμό, για αυτοϊκανοποίηση που πηγάζει από το «κοίτα, μαμά, μπορώ κι εγώ» και κυρίως όχι για μουσική.

Παράρτημα: Στην κλασσική σειρά των ανεκδότων με τις λάμπες υπάρχει και το εξής:

- Πόσοι κιθαρίστες χρειάζονται για να βιδώσουν μια λάμπα;
- ;;
- Εκατό. Ο ένας βιδώνει και οι ενενήντα-εννιά λένε «μπορώ να το κάνω κι εγώ αυτό».

Όποιος έχει γρατζουνίσει κιθάρα αντιλαμβάνεται πώς αποδίδεται η σχεδόν έμφυτη στο όργανο επιδειξιομανία που αποθεώνεται στις αυνανίλες.

Τι μαλάκες είναι αυτοί ρε συ... Άκουσα τον τελευταίο τους δίσκο και από τις αυνανίλες στο δεκάλεπτο μ' έπιασε ημικρανία.

(από Vrastaman, 16/06/09)...σουρεαλισμός (από Hank, 16/06/09)Gran Masturbador, 1929 (από johnblack, 16/06/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή, όπως και τα πρωΐ-πρωΐ, μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το του επιρρήματος, είναι πέρα για πέρα δόκιμες, επιδέχονται, όμως μιας ιδιότυπα αδόκιμης χρήσης σε προτάσεις που δηλώνουν ενόχληση, πχ «άντε και γαμήσου ρε, πρωϊνιάτικα».

Παρ' ότι η συντακτική λειτουργία είναι αυτή του χρονικού προσδιορισμού, η νοηματική λειτουργία είναι εντελώς διαφορετική. Δεν στέλνεις κάποιον να γαμηθεί το πρωΐ, δηλώνεις ότι τον στέλνεις να γαμηθεί επειδή σου σπάει τ' αρχίδια πρωϊνιάτικα, αλλά στην τελική ούτε και αυτό, αφού και απόγευμα να ήταν, απλά θα άλλαζε η λέξη.

Η λειτουργία της λέξης στην πρόταση, τελικά, είναι απλά να δείξει τον εκνευρισμό και συμπληρώνει το μπινελίκι ή την όποια έκφραση αγανάκτησης.

Ευχαριστώ την μπαζόλα που μου σπάει τα αρχίδια στο γραφείο, που με έκανε να θέλω να τη βρίσω πρωΐ-πρωΐ και να αναρωτιέμαι πώς αποδίδεις το «ξεσκότα μου το μπούτσο πρωϊνιάτικο» στα γαλλικά.

βλέπε μήδι.

(από jesus, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...μη σε πετύχω.

Αυτονόητο το τι θα γίνει αν σε πετύχει, όσο αυτονόητο το ότι πας τοίχο-τοίχο με την πλάτη στον τοίχο. Λύση ανάγκης όταν δεν υπάρχει τσίγκινο σωβρακάκι σε ακτίνα βολής, αλλά υπάρχει μερακλής σε ακτίνα ψωλής. Έτσι πηγαίνει ο κόσμος όταν κυκλοφορεί ο τζο ο κωλογαμιάς στη γειτονιά (ελπίζω να ξέρετε το ανέκδοτο, αν όχι το κανονίζουμε).

Έχω την εντύπωση ότι η ορίτζιναλ και μη εκφυλισμένη σημασία ήταν ότι φυλάς τα νώτα σου μη σε φάνε μπαμπέσικα και βρεθείς με καμιά σφαίρα φυτεμένη πισώπλατα, αλλά πλέον ο κόσμος δεν κουβαλάει κουμπούρια τόσο όσο άλλοτε, αλλά συνεχίζει να οπλοφορεί, ίσως όσο ποτέ άλλοτε.

Βλέπε και το λιγότερο ποιητικό με τον κώλο στον τοίχο.

- Βρέθηκα κατά λάθος στο μπλου όυστερ προχτές.
- Και;;
- Τι και...τοίχο-τοίχο μη σε πετύχω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστατα έπεται είτε του βγαίνω είτε του ναι, αλλά και συντάσσεται σε σχεδόν καθημερινή βάση με το μόνο.

Εκφράζει την πεποίθηση αυτού που προσκαλείται να βγει ότι όντως θα το λήξει νωρίς σεβόμενος τις υποχρεώσεις της επαύριον και το γενικότερο κούτελο που (δεν) έχει στην κοινωνία.

Έχει θαυματουργές επιδράσεις στις τύψεις, καθώς ο εκφέρων αυτήν την μυστικιστική φράση είναι πεπεισμένος ότι όντως θα σταματήσει στο πρώτο και δεν θα συνεχίσει, παρ' όλο που τις προηγούμενες δεγκζέρεικιοΐδιος πόσες φορές που την έχει πει γύρισε σπίτι ένα σφηνάκι πριν το κώμα και την κάθαρση στομάχου. Αν κατάφερε να γυρίσει, δηλαδή.

Εναλλακτικά, αποδίδει την βαρεμάρα, με την πρόσκληση να παίζει τον ρόλο της ώθησης πέρα από το κρίσιμο σημείο μετά το οποίο αρχίζει η ημιελεύθερη πτώση.

Κατ' αντιστοιχία με τον νόμο του Μέρφεως δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ξωμάτοχα προς πρόκλησιν καταστροφής εκεί που δεν προμηνύεται.

- Έλα ρε μαλάκα να πιούμε ένα ποτάκι στο Μπιγκ Μπεν, θα είναι και ο Σταύρακας ο ξίδιας, ο Βάγγουρας ο τελειωματίας, θα σκάσει και ο Βλάσης ο λαγκαβούλης.
- Γάμησέ με, ρε συ, αύριο σηκώνομαι 6 το πρωΐ και παίζεται το κεφάλι μου στη δουλειά ρε...
- Έλα να παπαρίσουμε λίγο, ρε καραγκιόζη, να χαλαρώσεις, θα κοιμηθείς και πιο χαλαρός.
- Ναι, αλλά για ένα ποτό μόνο.

(από PUNKELISD, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημικυριολεκτικά και ημικυριλέ αποκαλούνται έτσι τα παράσιτα στην τιβί, εκειά τα κέρατα τα άσπρα τα γκρι και τα μαύρα σε τελίτσε όταν δεν πιάνει το κανάλι.

Κατ' επέκτασιν της ημικυριολεξίας και της ημικυρίλας, αποκαλείται έτσι οτιδήποτε αδυνατούμε να καταλάβουμε. Γιατί μη μου πει και κανένας ότι έβαλε το κανάλι 93 στο χαζοκούτι και κατάλαβε τι έβλεπε...

Παρ' όλ' αυτά υπάρχει μαρτυρία τύπου που έκανε το πάτρα-αθήνα με αυτοκίνητο ακούγοντας χιόνι και όταν έπιανε το ράδιο σταθμό αποσυντονιζότανε και το άλλαζε. Τι να πει κανείς...

- Τι σου έλεγε η γκόμενα ρε;
- Σάμπως κατάλαβα λες; Μόνο ότι είναι σκωτσέζα κατάλαβα, εξηγείται και το τετράγωνο κεφάλι, και τα υπόλοιπα χιόνι. Χριστό δεν κατάλαβα. Προφορά είναι αυτή ρε πστ μου; Κρίμα, κι έχει ματς αύριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαίνει υποχρεωτικά στο τέλος της πρότασης και αντικαθιστά το γιατί όχι. Είναι γνωστό ότι η απουσία λόγου για να μην κάνεις κάτι συνιστά πολλές φορές λόγο τέλεσης πράξεως σπουδαίας και τελείας. Ε, αφού τσάμπα είναι γιατί όχι δηλαδής;

Δέον όπως έπεται άλλων εκφράσεων ωχαδερφισμού, τύπου έλα μωρ' τώρα, νταξ μωρέ και άλλα τέτοια όμορφα.

Επίσης, απαντάται και ως απόκριση σε ευχαριστίες, δηλούσα σε αυτήν την περίπτωση ότι νταξ, δεν έκανα και τίποτα το σοβαρό.

Έχω την εντύπωση ότι οι άλλες μορφές της λέξης, δηλαδή το τζαμπέ-τσαμπέ δεν απαντούν σε αυτήν την περίπτωση.

Ασσίστ ο χάρης πάτσης και υιός, από παράδειγμα εδώ.

(νομίζω το προτιμάς από το πάτσης-γουρούνι-δολοφόνος, ε;:Ρ)

  1. - Να σε γαμήσω, ή την κουρτίνα τρία;
    - Την κουρτίνα τρία.
    - Ε, κάτσε να σε γαμήσω πρώτα, τσάμπα είναι.

  2. - Πάμε για μια μπύρα;
    - Και δεν πάμε; Τσάμπα είναι.

  3. - Στω, ρε συ, πάλι καλά που με ξελάσπωσες.
    - Νταξ μωρέ, τσάμπα είναι.

Να το πάρω το παπούτσι; Πάρτο, τσάμπα είναι. Χα. Χα. Χα. (από Galadriel, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παιδικός τρόπος σουτ στο μπάσκετ:

  1. Πιάνουμε τη μπάλα με τις παλάμες να κοιτάνε προς τα πάνω και την φέρνουμε στο ύψος (;) της λεκάνης.
  2. Την πετάμε με χάρη προς τα ψηλά και περιμένουμε το αποτέλεσμα.

Για προφανείς λόγους υστερεί οικτρά σε ματς (θέλει χώρο για να κάνεις τη μανούβρα και είναι πρακτικώς αδύνατον να σημαδέψεις, χώρια οι τάπες), αλλά απαιτεί λιγότερη δύναμη από ένα κανονικό σουτ.

(λόγω σλανγκιπενίας δίνω το ίδιο παράδειγμα με εδώ)
- Προτείνω. Βολή κουτάλα μπει-δε-μπει.
- Τομπούστη, κάν'το να διούμε τι θα καταλάβεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επειδή όταν παίζαμε μπάσκετ το απόγευμα στο προαύλιο του σχολείου δεν είχαμε διαιτητές, τζάμπολ και άλλα τέτοια φλώρικα, κάπως έπρεπε να αποφασιστεί ποιος θα έχει την μπάλα στο ξεκίνημα.

Η διαδικασία κατά την οποία κάποιος διαλέγει (προτείνει) σημείο στο γήπεδο με την μπάλα στο χέρι, ή -πιο σπάνια- κίνηση του τύπου μπάσιμο, γύρω από τη μέση, κάτω από το πόδι και μέσα από το αυτοκίνητο του γυμναστή έλυνε το πρόβλημα. Ε, παίρνοντας την μπάλα ο τύπος που θα έκανε αυτό έλεγε «προτείνω», αν και κάτι αθηνέζοι νομίζω το λέγανε «ρωτάω».

Από κει και πέρα (όπως λένε και οι αθλητές στις δηλώσεις μετά τα ματς), οι δυνατότητες είναι δύο: το μπει-μπει και το μπει-δε-μπει. Στην πρώτη περίπτωση σουτάρουν και οι δύο και ανάλογα με την έκβαση παίρνει κάποιος την μπάλα ή ξαναπροτείνει κάποιος. Στην δεύτερη ο αντίπαλος αυτού που προτείνει αποφασίζει ποιος θα σουτάρει, και σουτάρει μόνο ένας.

Ασσίστ: Χανκ.

- Προτείνω. Βολή κουτάλα μπει-δε-μπει.
- Τομπούστη, κάν'το να διούμε τι θα καταλάβεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αταβιστική πρώτη λέξη προέρχεται από το φάγωμα του δεν είναι. Για να προφερθεί σωστά η φράση πρέπει να έχουμε όλη την καλή διάθεση να αρθρώσουμε, αλλά να το καταπνίγουμε ακριβώς πριν το σύμπλεγμα του δέλτα με τα τόσο ρωμαλέα φωνήεντα δει φως της μέρας. Το όλον συμπράγκαλον με τα παραφερνάλια τονίζεται στο πρώτο νυ.

Η απόστροφος θέλει να αποδώσει αυτό ακριβώς το μπαστάρδεμα του νυ με αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα προηγούνταν και θα έπονταν. Λογικά θα είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη λέξη παγκοσμίως με δύο σύμφωνα και με τρεις αποστρόφους, οπότε καβλώνουμε και με την πάρτη μας.

Νοηματικά διαχωρίζεται από το πλήρες δεν είναι κακό, καθώς τείνει να σημαίνει ότι πρόκειται περί μάλλον καλού πράγματος, ιδίως όταν συμπληρωθεί σε δεύτερο χρόνο από το 'ν'ν' καθόλου κακό..., όπου το καθόλου προφέρεται έως και καμπανιστά.

- Τι σου λέει το γκομενάκι απέναντι;
- 'Ν'ν' κακό...

Renault NN (από Vrastaman, 20/05/09)

βλ. και πα μαλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified