Ο όρος προτείνεται ως συμπληρωματικός της ήδη πλήρους συλλογής λέξεων για τα περιπολικά, βλέπε μποξεράκι, κωλόμπαρο, μπατσικό, καρούμπαλο και δεν ξέρω ποια άλλα. Η έμπνευση ήρθε από έναν ιταλό φίλο, ο οποίος αντέδρασε στην ανυπαρξία αργκοτικής λέξης στα γαλλικά για το περιπολικό (τουλάχιστον ο άπειρος κόσμος που ρωτήσαμε δεν ήξερε), και πρότεινε το flic-mobil, όπου flic ο μπάτσος στα γαλλικά. Στα ελληνικά κάθεται καλύτερα όμως, και δένει και με το μπάτσμαν.

- ...και γάμησέ τα ρε φίλε... σκάει που λες από το πουθενά το μπατς-μομπίλ και βγαίνουν ο μπάτσμαν και ο τρόμπιν αυτοπροσώπως και μου γαμούν τη μάνα εδεκειδά επιτόπου να πούμε...

Mπατσ-buggy (από Vrastaman, 18/12/08)(από ironick, 20/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ξίδι που κατακρίνει η υψηλή κενωνία, όπως, πουχού, οι γονείς της λορελάι στο γκίλμορ γκέρλς (απαράδεκτο να παίζει κυριακή μεσημέρι τέτοια απαράδεκτη σειρά με τέτοιο μιλφ. Το Σταρ συνωμοτεί εναντίον της ψυχικής μας υγείας) όταν τους παρουσίασε τον κάπελα με το κασκέτο.
Είναι το ξίδι που κατακρίνει ο πολύς Αλ Πατσίνο στο άρωμα γυναίκας, «φορ κράιστ'ς σέηκς (πωστονλέγανε το φλώρο), γιουρ ε χιούμαν μπήινγκ», όπου ο ίδιος παραγγέλνει τζόν ντάνιελς, γιατί ο τζακ ήντουνε ένα άχρηστο ρεμάλι και όλα τα έκανε ο αδερφός του.
Είναι το ξίδι που προκαλεί το πιο απαράδεκτο χέσιμο το επόμενο πρωΐ.
Είναι το ξίδι που άμα ζεσταθεί γίνεται σαν κάτουρο (πηγή μου λέει ότι και η χημική της σύνθεση όταν ζεσταθεί είναι παρόμοια).

Παρ'όλ'αυτά, οι απανταχού αδιόρθωτοι Βέλγοι (βλέπε το σχετικό αστερίξ) και φτωχομπινέδες αντλούν δύναμη από αυτό το σκατοζούμι και επιμένουν να καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες σε μπυροκατανύξεις, με τις γνωστές συνέπειες.

- Μάστορα, πιάσε μια γύρα άμστελ!
- Λάσκαρε ρε οικοδόμε, μήπως να τη φέρει και κλειστή να την ανοίξεις με τα δόντια; Είπαμε, όπου φτωχός κι η μπύρα του, αλλά μην το γαμάς το ζήτημα. Κάιζερ φέρε.
- Ίσα ρε γαλαζοαίματε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλάζω ομάδα, πηγαίνω με τους άλλους, αρχίζω να το ζεσταίνω το σαμοβάρι.

- Τά 'μαθες; Ο Παναής το γύρισε...
- Έλα μουνί στον τόπο σου...

εύκολο όσο το πάτημα ενός κουμπιού! (από xalikoutis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δε μου λες ρε, σε πιο μάγκικη (αλλά όχι βορειοελλαδιτοφανή, καθώς το μου γίνεται με ως θύμα του φαινομένου του ντόμινο) φάση. Παράβαλε και τελέρε.
Δίνει έναυσμα για διαλόγους που αποθαρρύνουν τους ξένους από την εκμάθηση της νεοελληνικής.

- Δεμελέρε.
- Εδεσελέρε.
- Τελέρε!

βλ. και δεμελές και τιθέρε / τεθέρε;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χυδαία γλωσσολογία το θέλει μετάφραση της γαλλικής λέξης τουπέ* που κυριολεκτικά σημαίνει φράντζα (ή αφέλειες) και μεταφορικά ακριβώς αυτό που σημαίνει και στην τρέχουσα χρήση στα ελληνικά: την συμπεριφορά που έχει ο ψηλομύτης, την επιδεικτική αδιαφορία που πηγάζει από την ανωτερότητα που αισθάνεται ο φραντζούχος (ή ο αφελής). Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν κατάλαβα τη διαφορά.

Η προχωρημένη, ελληνοκεντρική γλωσσολογία, που μένει μακρυά από την ψευτοπροοδευτική, ψευτοαναρχική και ψευτοαριστερή (που έλεγε και ο κυριάκος βελλόπουλος όταν ακόμα πούλαγε γλιγλία) προπαγάνδα, αποδίδει τις προφανείς ελληνικές ρίζες στον όρο, αν και οι γνώμες των εθνικοφρόνων διχάζονται.

Είτε προέρχεται από νταχτιρντιστικό κούπε-πέ, με διπλή παραλλαγή του κάπα σε ταυ και βαριεστημένη παράλειψη, αποδίδοντας την τραυματική παιδική ηλικία και την έλλειψη στοργής που αντιμετώπισαν οι τουπούχοι κατά τον απογαλακτισμό, είτε από την ισπανοφανή απόδοση ιδιοκτησίας στον Πέπε, υποκοριστικό του Περικλής, με σύνθλιψη του εσωτερικού αναδιπλασιασμού. Χέσε μας τώρα με το μαλάκα που φωτογραφιζόντουνε με την περικεφαλαία, λες και αυτός ήντουνε και άλλος δεν ήντουνε...

*γαλλικά στο κείμενο

  1. - Κοίτα τουπέ το μαλακιστήρι, που με το που πήρε το γκάμπριο δε μας μιλάει!

  2. (σε πρόβα μπλακ μέταλ συγκροτήματος)
    - Μαλάκες, ακούστε ρυθμό που σκέφτηκα για το κουπλέ: τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τουπέ-τρρρρρρρρρρ-τσσσσσσς-τουπέ-τουπέ-τουπέ.
    - Καλά, μαλάκα, γαμεί! Μην το πάρεις και πάνω σου όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τη λογική «πούτσα και πρόστιμο», κατά την οποία ο αυτός που ευθύνεται πληρώνει, και με το πρόστιμο να αναφέρεται σε αυτό που είναι κυριολεκτικά τα γαμησιάτικα, δηλαδή το κόστος ενός γαμησίου.
Όταν κάποιος πληρώνει τα γαμησιάτικα, λοιπόν, πληρώνει για να γαμήσει κάποιος άλλος, και άρα άδικα.

Σαν πολύ κάπως δεν την έχουνε δει όλοι τους; Τα κάνουνε όλα πουτάνα και μετά τα γαμησιάτικα τα πληρώνει ο μαλάκας.

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό από τον χώρο της τζαζ.
Λέγεται αποκλειστικά από τύπους που χτυπάνε με ύφος τα δάχτυλα σε αντιχρονισμό με το που ακουστεί άναρθρο σαξόφωνο και αναφέρεται σε οποιοδήποτε κομμάτι ξέρουν οι ίδιοι, πιθανώς και μόνον αυτοί. Πολλάκις ημερησίως, για να το παίξουν κάποιοι βαφτίζουν στανταράκια κομμάτια που μάλλον χαρακτηρίζονται ως τζαζζζ.
Στη μη εκφυλισμένη εκδοχή (που δεν μας ενδιαφέρει και πολύ), αναφέρεται στα όντως στάνταρ κομμάτια που πρέπει να ξέρει όποιος διατείνεται ότι έχει επαφή με τζαζ. Ε, δεν γίνεται να μην ξέρεις και το Τέηκ Φάιβ ρε θείο...

- Ωραίο κομματάκι αυτό, δεν το είχα ξανακούσει.
- Έλα ρε, στανταράκι είναι, από το τρίο Πούτσεμπεργκ. Το έχει κάνει διασκευή και ο Άκης Πάνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός τρόπος για να πεις ότι κάποιος είναι με την άλλη ομάδα, ότι, δηλαδή, το σηκώνει το σακάκι.

- Κι αυτός ο Λούλης, ρε συ, και γαμώ τους πλέημέηκερ. Αλλά μην πας να βαρέσεις βολή, εκεί, να σου χτυπήσει τον κώλο. Λες να είναι με τους άλλους;
- Τώρα το πήρες χαμπάρι; Μετά από κάθε προπόνηση στα αποδυτήρια το μυρίζει το τιρινίνι με το τριάρι!

Βλέπε και η άλλη ομάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει ευρύτατα ως (λανθασμένη) κλητική του «φίλος», αντί για το «φίλε», με αρνητική τε και θετική σημασία.

Επ, τι έγινε φίλος;

Βλ. και φίλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της γνωστής τοις μπάτσοι ταινίας που συγκίνησε κόσμο τε και κοσμάκη.
Το επώνυμο της γλυκυτάτης δεσποινίδος παραπέμπει εις τον πούλον αρκετά ώστε να χρησιμοποιείται αντ'αυτού σε σινεφίλ και μή κύκλους.

- Πώ ρε φίλε αργήσαμε.
- Ωχ, ναι. Αμελί πουλέν!

Got a better definition? Add it!

Published