Συνώνυμο με το αρχίδια καλαβρέζικα.

Σημαίνει: τρίχες, αηδίες.

Καπλαμάς = λεπτό φύλλο ξύλου επενδύσεως, διακοσμητικό.

Κι από γυναίκα, κι από δουλειά, αρχίδια καπλαμά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση, που περιγράφει συνήθως άσχημη κατάσταση.

Συνώνυμα: αρχίδια καλαβρέζικα, αρχίδια καπλαμά

Μάντολα = κεφαλλονίτικο γλυκό από αμύγδαλα

- Θα κερδίσουμε την Κυριακή!
- Αρχίδια - μάντολες θα κάνετε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση υποτιμητική, που δηλώνει ότι κάποιος εξαρτάται απόλυτα από τον ομιλούντα.

Η εξάρτηση μπορεί να είναι οικονομική ή συναισθηματική.

- Ο Κώστας θα κάνει ό,τι του πω εγώ, αφού κρέμεται απ' τα αρχίδια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση υποτιμητική που απευθύνεται σε πρόσωπο που μόλις εισέρχεται στον χώρο που βρίσκεται ο ομιλών.

Σε μερικές περιπτώσεις αναφέρεται στην αργοπορία εκείνου που έρχεται...

- Καλησπέρα μάγκες!
- Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Τι ώρα είναι αυτή που ήρθες ρε;

Βλέπε και καυλώστονα!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρνητικός χαρακτηρισμός κατάστασης ή προσώπου.

  1. - Μου χρωστάει λεφτά το αρχίδι του Καράμπελα.

  2. - Περάσατε καλά χθες βράδυ;
    - Τα αρχίδια του Καράμπελα περάσαμε!

(από rigo21, 13/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται συνήθως σε αρνητική κατάσταση.

Οι δυο λέξεις χρησιμοποιούνται μαζί επειδή έχουν ίδια κατάληξη.

- Ψωνίσατε τελικά χθες;
- Αρχίδια μύδια ψωνίσαμε, πανάκριβα ήταν όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση θαυμασμού που αναφέρεται συνήθως σε δυναμικές γυναίκες, με χαρακτηριστικά ανδρών.

- Την πήρες τελικά την δουλειά που έλεγες;
- Μου την έφαγε μια γκόμενα με αρχίδια!

(από allivegp, 22/05/09)(από patsis, 21/05/10)(από patsis, 13/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που δηλώνει χρονικό προσδιορισμό και μειώνει τον συνομιλητή για την μικρή του ηλικία.

Αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν σε περίοδο που ο συνομιλητής ήταν ακόμα αγέννητος...

- Εσύ ήσουν ακόμα στα αρχίδια του μπαμπά σου όταν πήρατε τελευταία φορά πρωτάθλημα!

Got a better definition? Add it!

Published

Στρατιωτική έκφραση που δηλώνει τον παλιό φαντάρο, που κοντεύει να απολυθεί.

Ακόμα πιο επιτατική από την φράση παλαίουρας.

- Εγώ είμαι καραπαλαίουρας ρε, με τον Κολοκοτρώνη μαζί παρουσιαστήκαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[επίσης: αρχίδια ριγανάτα]

Εκφραση υποτιμητική καταστάσεως, που περιγράφει δύσκολες συνθήκες.

- Έγραψες καλά στο μάθημα;
- Αρχίδια με τη ρίγανη έγραψα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified