Ο στρατιώτης, στα καλιαρντά (εκ του αγγλικού soldier).
- Έχω νταλκά μ' έναν σολντά!
Ο στρατιώτης, στα καλιαρντά (εκ του αγγλικού soldier).
- Έχω νταλκά μ' έναν σολντά!
Συνώνυμα: σολντάτης, γη ελληνική.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμα: αβέλω κοντροσόλ, αβέλω ροντοσόλ, βουέλω σάλιαγκο, βουέλω τζόκα.
Got a better definition? Add it!
Ο σκύλος, στα καλιαρντά (προφέρεται με γαλλική προφορά).
- Σαν λυσσαγμάν κάνεις, έτσι που φωνάζεις!
%
Ο σκύλος λέγεται επίσης στα καλιαρντά γουγουλφάκης, γουγούμης και φιντέλης.
Άβελε τούλα καλιαρντό λυσσαγμάν! (= Βγάλε τον σκασμό παλιόσκυλο!)
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει πολύ κακιά.
- Σκέτη λούγκρα είσαι, μ' αυτά που λες!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο γραφικός τύπος (συχνά τραγουδιστής) στα μπουζούκια που είναι ντυμένος με λαμέ κοστούμι. Συνήθως συνοδεύεται από όλα τα αξεσουάρ (παπούτσια, αλυσίδες στο λαιμό, δαχτυλίδια...) και μαλλί χαίτη (80's is still alive).
- Πλάκα έχει ο λαμές, σαν ξεχασμένη ντισκόμπαλα είναι...
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολικά χαμηλοκώλα γυναίκα, που όταν κλάνει σηκώνει σκόνη!
- Δες ρε την κλανόσκονη που μ' έφτυσε δυο μέτρα άντρα!
Got a better definition? Add it!
Η λυσσάρα, η πεινασμένη, η νυμφομανής, η τρελαμένη, η γυναίκα που διψάει για άντρες...
Έμεινε στην προφορική ιστορία από τα χαρακτηριστικά της ομώνυμης γάτας - ηρωίδας του Αρκά.
- Κοίτα τη Λουκρητία πως με κοιτάζει και γλύφει το καλαμάκι του καφέ...
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που μόλις τα έχει φτιάξει με μια γκόμενα και είναι διαρκώς μαζί της αγκαλιά, αδιαφορώντας για τους γύρω του. Υπήρχε μια κούκλα παλιά που λεγόταν Φωτεινούλης-αγκαλίτσας, καθώς και μια ταινία του 1985 «Ο αγκαλίτσας λαγωνικό» με τον Σωτήρη Τζεβελέκο.
- Δες τον πάλι τον αγκαλίτσα, έχει πέσει με τα μούτρα και ούτε καν μας είδε να μας χαιρετίσει!
Επίσης υπάρχει και η ταινία «Αγκαλίτσας ο χαζοχαρούμενος» με τον Παπαναστασίου, του 1985. Φαίνεται ότι το 1985 ήταν η χρονιά του αγκαλίτσα...
Got a better definition? Add it!
Ο καψούρης, ο ερωτευμένος, ο λιώμας, ο αγκαλίτσας. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, εκ του αγγλικού loverman.
- Δες τον λαβερμάνο, πάλι γλείφεται...
Got a better definition? Add it!