Ο εστιάτορας του τάγματος, ο έχων την ευθύνη του εστιατορίου όπου σιζίτονται οι φαντάροι.

Αναλογικά ελαφριά θέση, μιας και αφενός απαλάσσεται από άλλες υπηρεσίες, αφετέρου του στέλνουν αγγαρεία φαντάρους για να καθαρίσουν και εκείνος έχει μόνο το γενικό πρόσταγμα.

- Πάλι στον εστιάρχοντα έχουμε αγγαρεία σήμερα...

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο της λέξης σκοπιά στην στρατιωτική διάλεκτο.

- Πάλι σκοπαρίδι σήμερα, χάθηκε να με βάλουν θαλαμοφύλακα να μην κρυώνω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καψούρης, ο ερωτευμένος, ο λιώμας, ο αγκαλίτσας. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, εκ του αγγλικού loverman.

- Δες τον λαβερμάνο, πάλι γλείφεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που μόλις τα έχει φτιάξει με μια γκόμενα και είναι διαρκώς μαζί της αγκαλιά, αδιαφορώντας για τους γύρω του. Υπήρχε μια κούκλα παλιά που λεγόταν Φωτεινούλης-αγκαλίτσας, καθώς και μια ταινία του 1985 «Ο αγκαλίτσας λαγωνικό» με τον Σωτήρη Τζεβελέκο.

- Δες τον πάλι τον αγκαλίτσα, έχει πέσει με τα μούτρα και ούτε καν μας είδε να μας χαιρετίσει!

(από xalikoutis, 09/09/08)

Επίσης υπάρχει και η ταινία «Αγκαλίτσας ο χαζοχαρούμενος» με τον Παπαναστασίου, του 1985. Φαίνεται ότι το 1985 ήταν η χρονιά του αγκαλίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λυσσάρα, η πεινασμένη, η νυμφομανής, η τρελαμένη, η γυναίκα που διψάει για άντρες...

Έμεινε στην προφορική ιστορία από τα χαρακτηριστικά της ομώνυμης γάτας - ηρωίδας του Αρκά.

- Κοίτα τη Λουκρητία πως με κοιτάζει και γλύφει το καλαμάκι του καφέ...

(από filologas, 20/03/08)(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά χαμηλοκώλα γυναίκα, που όταν κλάνει σηκώνει σκόνη!

- Δες ρε την κλανόσκονη που μ' έφτυσε δυο μέτρα άντρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γραφικός τύπος (συχνά τραγουδιστής) στα μπουζούκια που είναι ντυμένος με λαμέ κοστούμι. Συνήθως συνοδεύεται από όλα τα αξεσουάρ (παπούτσια, αλυσίδες στο λαιμό, δαχτυλίδια...) και μαλλί χαίτη (80's is still alive).

- Πλάκα έχει ο λαμές, σαν ξεχασμένη ντισκόμπαλα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O αναπτήρας, στα καλιαρντά.

- Πιάσε τη σιδεροπυρού κι έλα να μ' ανάψεις...

(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει πολύ κακιά.

- Σκέτη λούγκρα είσαι, μ' αυτά που λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκύλος, στα καλιαρντά (προφέρεται με γαλλική προφορά).

- Σαν λυσσαγμάν κάνεις, έτσι που φωνάζεις!

%

Ο σκύλος λέγεται επίσης στα καλιαρντά γουγουλφάκης, γουγούμης και φιντέλης.

Άβελε τούλα καλιαρντό λυσσαγμάν! (= Βγάλε τον σκασμό παλιόσκυλο!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified