Εδώ σλανγκίζουμε με τη διευκρίνηση «άνθρωπος» που αποδίδουμε σε έναν παπά (ιερέα), λες και θα μπορούσε να ήταν κάτι άλλο.

Η επισύναψη της ιδιότητας «άνθρωπος» σε έναν παπά, έχει διαφορετική χροιά απ΄ ότι όταν την αποδίδουμε σε κάποιο ηλικιωμένο («γέρος άνθρωπος») ή άρρωστο («άρρωστος άνθρωπος») καθ΄ ότι σε αυτές τις περιπτώσεις γέρος ή άρρωστος μπορεί να είναι και άλλο έμβιο όν εκτός από άνθρωπος, αλλά παπάς μπορεί να είναι μόνο άνθρωπος, οπότε η διευκρίνηση είναι περιττή.

Το πηγαίο (και αλάνθαστο) λαϊκό γλωσσικό ένστικτο χρησιμοποιεί τη φράση αυτή για να αποδώσει στον παπά έναν ψόγο ή μια αρνητική κριτική για μια κουτσουκέλα του ή κάτι στραβό που έκανε και ποτέ για να τον επαινέσει για κάτι καλό. Π.χ., ποτέ δεν θα λέγαμε «Τί καλά που ψέλνει, παπάς άνθρωπος», αλλά θα λέγαμε «Καλά, δεν έμαθε να ψέλνει, παπάς άνθρωπος»;

Συνώνυμα: κοτζάμ παπάς, παπάς πράμα.

- Είδες ο παπα- Κοσμάς; Άφησε τη γυναίκα του και τέσσερα παιδιά για μια Αλβανέζα!

- Τσκ, τσκ, παπάς άνθρωπος!

Tσκ, τσκ, παπάς άνθρωπος (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με γνώση των νομίμων συνεπειών, αφού τα μπαμπαδίστικα λήμματα σπάνια προβιβάζονται πάνω από το βαθμό του λοχαγού (δλδ πάνω από 3άστερα), αναλαμβάνω το ρίσκο να καλύψω το κενό από την απουσία μιας φράσης τετριμμένης και παλιάς όσο οι λάσπες.

Η φράση χρησιμοποιείται σαν απάντηση όταν μας ζητάνε το λόγο για κάτι που υπόκειται στη διακριτική ευχέρειά μας, και για το οποίο δεν αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουμε στον πασαένα. Με άλλα λόγια του δίνουμε να καταλάβει πως γράφουμε τον ενοχλητικό συνομιλητή μας στον πέοντα μας, βγάζουμε τα γούστα μας, και είμαστε από πάνω και άρχοντες, όπως δηλώνει η αναφορά στο καπέλο, σύμβολο κιμπαρισμού.

Συνώνυμο: έτσι μου γουστάρει, έτσι μου καύλωσε, ρε άει πάενε παρακεί, λογαριασμό θα σου δώσω; κ.α.

- Το πρωί στην Τράπεζα εκεί που κόβαμε χαρτάκι και περιμέναμε τη σειρά μας, ήταν ένας μπάρμπας που σουλατσάριζε όλη την ώρα μπροστά μας και έκοβε συνεχώς χαρτάκια. Όταν τον ρώτησα γιατί το κάνει, μου απάντησε αυθάδικα Γούστο μου και καπέλο μου! Τσκ, τσκ, καθόλου σεβασμό δεν έχει η νέα γενιά...

(από Vrastaman, 05/08/09)Γούστο μου σομπρέρο μου! (από Khan, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σοφτ» (εκ του αγγλ. soft= απαλός, μαλακός), χαρακτηρίζουμε έναν άνθρωπο μαλθακό, μη σκληραγωγημένο, που δεν έχει καν συναντήσει δυσκολίες στη ζωή του ή τις έχει ξεπεράσει αβρόχοις ποσί και ωσεκτούτου έχει όλα τα χαρακτηριστικά του φλώρου.

Στον αθλητισμό και ειδικά στα ομαδικά σπορ, ο σοφτ παίχτης είναι επιφυλακτικός, μη τσαμπουκαλεμένος, δεν βάζει τα πόδια του στη φωτιά από φόβο μη τραυματίσει εαυτόν ή αντίπαλο και μαρκάρει με τα μάτια, γι΄αυτό και σπάει τα νεύρα των οπαδών της ομάδας του. Παράδειγμα σοφτ ποδοσφαιριστή με αέρινες κινήσεις είναι ο ολλανδός Αριέν-τιτίκα-Ρομπέν.

Το λήμμα όμως μπορεί να προσδιορίζει και άλλα ουσιαστικά, όπως μια κινηματογραφική υπερπαραγωγή, οπότε καταλαβαίνουμε ότι η τσόντα που διαλέξαμε βγήκε μάπα και πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστο 75 λεπτά με τον πέοντα στο χέρι προκειμένου ν΄ατενίσουμε φευγαλέα λίγο βυζί.

  1. Πάλι από απόσταση ασφαλείας μαρκάρει ο Βενετίδης. Δεν έχω δει πιο σοφτ αμυντικό, μήπως πάει για το βραβείο fair play της χρονιάς;

  2. Ο χωρισμός του με το Λίλιαν ήταν τόσο σοφτ, που το Λίλιαν του γνώρισε καινούρια γκόμενα την άλλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η καυτερή γεύση που καταλείπεται στη στοματική κοιλότητά μας μετά από την κατανάλωση σκόρδου, κυρίως ωμού και δευτερευόντως μαγειρεμένου όπως στη σκορδαλιά και το Κερκυραϊκό μπουρδέτο.

Μεταφορικά «σκορδοκαΐλα μου» σημαίνει σκασίλα μου ή ακόμη ζμπούτσαμ.

- Πάλι έβγαλε απαγορευτικό το Πορθμείο της Κέρκυρας.
- Σκορδοκαΐλα μας, θα πάμε από Λευκίμμη.

σκορδο (από joe909, 31/10/11)καΐλας (από joe909, 31/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμερικλανιά, σατιρική παραφθορά του συνθήματος «Υes we can» (Ναι, μπορούμε) που ακούγεται σε αμερικλάνικες προεκλογικές συγκεντρώσεις.

Η παρήχηση ακολουθεί τη σειρά: Υes, we can (ναι, μπορούμε) ==> yes, we can't (ναι, δεν μπορούμε) ==> yes, weekend (ναι, σαββατοκύριακο) και αποδομεί ένα στιβαρό σύνθημα πολιτικής αποφασιστικότητας σε ένα αλέν ντελόν αίτημα για μια σουκού εξόρμηση.

- Together we stand for a new era of change...
- Yes, weekend!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To γιο-γιο (αγγλ. yo-yo) είναι ένα παλιό σαν τις λάσπες παιχνίδι που απεικονίζεται ακόμη και σε Αθηναϊκούς κύλικες του 4ου π.χ. αιώνα, και περιλαμβάνει δύο πήλινες, ξύλινες ή πλαστικές δισκοειδείς επιφάνειες που ενώνονται με ένα άξονα, γύρω από τον οποίο είναι τυλιγμένο ένα σχοινί. Ρίχνοντας το σώμα του γιο-γιο προς τα κάτω, όταν το σχοινί ξετυλιχτεί εντελώς, αρχίζει και τυλίγεται ξανά σ' αυτό με αποτέλεσμα να επιστρέφει στο χέρι του παίχτη.

Μεταφορικά, λέμε ότι κάνουμε κάποιον γιο-γιο όταν τον τρέχουμε όσο θέλουμε, τον κάνουμε ό,τι θέλουμε, σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε, σύρφερ και τράβα πάλι πίσω να δεις αν έρχομαι, γενικά δλδ τον έχουμε του χεριού μας και τον εξουσιάζουμε. Προκειμένου για γκόμενες που εξουσιάζουν τους γκόμενούς τους, λέμε ότι τους έχουν βάλει στο βρακί τους.

Τώρα γιατί ο εξουσιαζόμενος δέχεται να γίνει γιο-γιο, πολλά μπορεί να παίζουν: από φορέας γονιδίων του Φώντα Μαζώχ, γιαλομικά σύνδρομα, μαλακοκαύλης, ριτάρντεντ, ή απλά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

Το λήμμα έχει και μια πιο στενή ποδοσφαιρική έννοια, όπου «κάνω γιο-γιο τον αντίπαλο» σημαίνει του μοιράζω σακούλα, τον κάνω εμετό/λώλο, του παίρνω την ταυτότητα/τα σώβρακα και γενικά τον κάνω ό,τι θέλω.

  1. - Μόλις γυρνά από τη δουλειά ο Ντίντης, η Ζηνοβία τον στέλνει στο σούπερ μάρκετ για ψώνια και στο καπάκι να πάει τα παιδιά φροντιστήριο, ενώ αυτή αράζει τα κυβικά της. Γιο-γιο τον έχει κάνει τον άνθρωπο!
    - Ε, τί τα θες, τον έχει βάλει στο βρακί της.

  2. Πού πάει ρε ο μούλος με Βίντρα από δεξιά... Γιο-γιο θα τον κάνει ο Γκαλέτι!

(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)(από allivegp, 07/08/09)Ο μπασίστας των Queen John Deacon παίζει γιο-γιο στο 1:27 (από allivegp, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση την χρησιμοποιούμε όταν κάποιος μας εκμυστηρεύεται ένα πάθημά του ή κάτι που δεν του πήγε καλά και θέλουμε να του απαντήσουμε «Ας πρόσεχες», «Ήθελέστα και πάθέστα» ή ακόμη «Τί γύρευες ξεβράκωτος στα αγγούρια». Επίσης, φέρνει και σε κάτι από «Γιατί τό 'δωσε ο Θεός το ακατοίκητο;», σε μια έμμεση προτροπή να βάζει το νιονιό του / της να δουλεύει άλλη φορά.

Δεν θέλουμε, δηλαδή, να του την πούμε κιόλας, γιατί μπορεί να μην έφταιγε, αλλά να στάθηκε απλά άτυχος /-η, ωστόσο η έκφραση λειτουργεί σαν προτροπή για να τον / την βάλουμε να κάνει λίγη αυτοκριτική, ώστε να είναι πιο προετοιμασμένος --η και προσεκτικός /-ή την επόμενη φορά.

Διευκρινίζεται ότι το λήμμα χρησιμοποιείται στην αυτή μορφή ανεξαρτήτως σε ποιο από τα γνωστά 4 φύλα (νέιμλυ άρρεν, θήλυ, homosexual και asexual) ανήκει ο συνομιλητής μας.

  1. - Μα να με παρατήσει ο Ντιντής μου επειδή πήγα έξι μήνες για μεταπτυχιακό στη Γαλλία;
    - Εμ, φιλενάδα;

  2. - Μόλις του είπα «Μπήκαμε στη Σαρακοστή, κομμένο το σεξ», άρχισε να τα σούρτα-φέρτα με την πρώην του.
    - Εμ, φιλενάδα;

  3. - Με το που είδε το τατουάζ με τον δράκο που έχω στον μπαργαλάτσο μου, το κάναμε μια φορά και αυτό ήταν! Μετά έκοψε λάσπη.
    - Εμ, φιλενάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται αλλιώς ο ξάδελφος, κυρίως σε χωριά και με περιφρονητική διάθεση, ιδίως όταν ο εξάδελφος δεν μας κάνει οικογενειακά υπερήφανους με τα καμώματά του και την εν γένει πρόοδό του στη ζωή.

- Με πήγε στο χωριό του, Σία μου, αλλά δεν με προειδοποίησε πόσους συγγενείς του θα γνώριζα και έδωσα χειραψία με το μισό χωριό.
- Ε, καλά τώρα Κία μου, σε τέτοια κουτσοχώρια, όλοι μεταξύ τους είναι συγγενείς και ξάγυφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά το δικάβαλο, θα ήταν παράλειψη να αφήσουμε χωρίς ορισμό το εξακάβαλο. Αν και ο νους των περισσοτέρων έχει ήδη πάει σε χρόνο dt στο πονηρό, δηλαδή σε κάποιο πάρτυ με ούζα, εντούτοις όχι, είναι κάτι διαφορετικό.

Είναι όταν σε ένα αυτοκίνητο, που είναι σχεδιασμένο για maximum 5 επιβάτες, στριμώχνεται και ένας έκτος, η χαρά του εφαψάκια δηλαδή. Συνήθως, ακολουθείται η τακτική 2 επιβάτες μπροστά και 4 πίσω ώστε να μη μπορεί να μας εντοπίσει εύκολα ο ο γαλατάς με το μπλε καρούμπαλο, αλλά και γιατί πίσω κουτσοβολεύεται καλύτερα η κατάσταση. Βέβαια, τα παίζουν λίγο τα αμορτισέρια, αλλά αν είναι να φορτώσουμε μωρά το τουτού μας, τί είν΄ ο πόνος μπρος στα κά(β)λη. Για εφτακάβαλο και οχτακάβαλο δεν γίνεται λόγος, γιατί τότε πάμε σε εξτρίμ καταστάσεις.

- Χθες που γυρνούσαμε από Φλογητά, μας κάνανε ωτοστόπ δυο δίμετρες Σουηδέζες κοντά στην Άθυτο. Μιλάμε, αν και είμασταν ήδη τέσσερις μέσα στο Twingo, τις πήραμε και κάναμε ένα εξακάβαλο άλλο πράμα. Γέμισε το αυτοκινητάκι με μπούτια, βυζιά και κώλους. - Τσσς, Αίσωπε!

Εξακάβαλο σε δίκυκλο. (από allivegp, 08/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μεταλλικός αγκτήρας, ένα χειρουργικό εργαλείο περίπου όμοιο με το τσιμπιδάκι με το οποίο ξεσυρράπτουμε φύλλα χαρτιού, και το χρησιμοποιούμε για την αφαίρεση μεταλλικών ραμμάτων μετά την επούλωση του τραύματος.

- Πάλι με συρρραπτικό έραψε ο τρόμπας ο εφημερεύων, θα είχε φαίνεται ένα αγριογούρουνο στη φωτιά να προλάβει. Φέρε το παπαγαλάκι προϊσταμένη, έχει γίνει εδώ ένα χηλοειδές, να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified