Εμφανέστατη, πέραν πάσης αμφιβολίας, παράβαση που συνίσταται σε επαφή της χειρός (βραχίονα, αντιβραχίου ή άκρας χειρός) ποδοσφαιριστή με την μπάλα, στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα.
- Έι! Χερούκλα! Δεν το έδωσε ο πουλημένος;
Εμφανέστατη, πέραν πάσης αμφιβολίας, παράβαση που συνίσταται σε επαφή της χειρός (βραχίονα, αντιβραχίου ή άκρας χειρός) ποδοσφαιριστή με την μπάλα, στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα.
- Έι! Χερούκλα! Δεν το έδωσε ο πουλημένος;
Got a better definition? Add it!
Όταν μια εντολή ή οδηγία περνάει από πολλούς, ανεύθυνους ενδιάμεσους μέχρι να φτάσει στον τελικό αποδέκτη της και, στην πορεία, αλλοιώνεται ή παραλλάσσεται ή ακόμη δεν φτάνει ποτέ εκεί που πρέπει να φτάσει.
Συνώνυμα: συνεννόηση μπουζούκι, σπασμένο τηλέφωνο, και η αμερικανιά «το άκουσα μέσα από τον αμπελώνα». Το τελευταίο, (I heard it through the grapevine) υπάρχει και σε τραγούδι από τον Marvin Gaye, που το διασκεύασαν αργότερα και οι μοναδικοί CCR.
Χρειάζεται προσοχή σε περιπτώσεις μεταβίβασης κρίσιμων πληροφοριών ή εντολών, επειδή όπως λέει και μια ινδιάνικη παροιμία, «έλειπε ένα καρφί, έφυγε το πέταλο, το άλογο κούτσαινε, το μήνυμα δεν έφτασε, ο αρχηγός δεν ειδοποιήθηκε, την κάτσαμε στη μάχη, και χάσαμε τον πόλεμο», Καθιστέ Ταύρε.
- Καλά, δεν ειδοποίησε την κινητή μονάδα ο τρόμπας ο κεπικάριος; Πόσο πανύβλαξ μπορεί να είναι, ρε πστ μου;
- Μίλησες μαζί του;
- Ναι ...ε, για την ακρίβεια όχι, το σήκωσε ο θαλαμοντόγκ, αλλά του τόνισα να τον ενημερώσει!
- Καααλά κρασιά! Εγώ τό 'πα του σκύλου μου, κι αυτός της ουράς του.
Got a better definition? Add it!
Όταν δουλεύουμε νυχτερινή βάρδια και πλακώσει πολλή δουλειά (π.χ. πολλές κλήσεις προκειμένου για οδηγούς ΕΚΑΒ ή πλήρωμα περιπολικού κ.λπ.) το επόμενο πρωί μας βρίσκει εξουθενωμένους, μπαφιασμένους, σαν κλασμένα μαρούλια. Αν τώρα μας αλλάζει ο επόμενος, έχει καλώς. Αν όμως λόγω έλλειψης προσωπικού ή άλλης εμπλοκής συνεχίζουμε και στην επόμενη βάρδια μέχρι το απόγευμα, τότε λέμε ότι βρυκολακιάζουμε, δηλαδή δεν μπορούμε να βρούμε την ανάπαυση που τόσο μας χρειάζεται.
Πριν βγουν τίποτις πάτσηδοι να μας πουν ότι δεν είναι αυτή η πλέον καθιερωμένη χρήση του λήμματος, εμείς έτσι το χρησιμοποιούμε και καραϊσχύει.
Πήγαινε να τον πάρεις καμιά ωρίτσα, που έχεις βρυκολακιάσει, στο πόδι από χθες βράδυ.
Got a better definition? Add it!
Στρατογκαυλικό επίρρημα με το οποίο απαντούν οι γαλονάδες σε αναφορές που τους δίνουν υποδεέστερα όντα, ήτοι ιεραρχικώς κατώτεροι, ΥΠΑΞ ή τεμάχια. Λακωνικό (άρα εντός του στρατιωτικού πνεύματος), χωρίς να περιποιεί ιδιαίτερη τιμή στον παραλήπτη, δηλώνει ανόρεκτα, χωρίς ενθουσιασμό, ότι η περιγραφόμενη κατάσταση είναι απλά αποδεκτή (παρ. 1).
Σημ.: το λήμμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο από ιεραρχικά ανώτερο προς κατώτερο και όχι αντιστρόφως, γιατί εκνευρίζει τον παραλήπτη.
Ωσεκτουτού, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να κόψουμε τη φόρα και να ξενερώσουμε κάποιον που προβαίνει σε βαρύγδουπες δηλώσεις, υποσχέσεις, περιγραφές και περιμένει να του πούμε μπράβο (παρ. 2).
Επίσης, μπορεί να σημαίνει «Νταξ, προχώρει» ή «Παμ' παρακάτ» (βλ. χότζειο παρ.3).
(αναφορά ΔΕΑ προς τάξμαν)
- Φυλάκιο 30: δύναμη 12, σκοπιά 2, αδειούχος 1, κωλυόμενοι 2, παρόντες 7.
- Καλώς.
- Είσαι ο μόνος άνδρας που αγάπησα αληθινά και θα αγαπώ για πάντα...
- Καλώς.
από χότζειο σχόλιο στο λήμμα ξελιξίδια:
Περί το 1672 μ.Χ. είχε μολάρει καδένα αρόδου κατά Κατάκολο - Χλεμούτσι μεριά ένα Τζενοβέζικο πλοίο, που έρχονταν από Τζιμπεράλτα στο τράνζιτο για Ισταμπούλ. Καλώς.
Got a better definition? Add it!
Πλήξη της κεφαλής τινός δια της δικής μας κεφαλής, χειρός ή άλλου μέσου, με σκοπό την δεινοπάθηση του ατόμου που τη δέχεται (παρ. 1) ή την πρόκληση εγρήγορσης ή νουθεσίας του (παρ. 2).
Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια μεγάλη, δυσάρεστη έκπληξη ή ένα κακό μαντάτο (παρ.3).
Συνήθως συντάσσεται ως ενεργητική έννοια με το ρίχνω ή, ως παθητική, με το τρώ(γ)ω.
Μερικοί άνθρωποι χρειάζονται μια γερή κατακεφαλιά για να συνέλθουν, και η Επιλόχ που έβγαζε τις υπηρεσίες μας στην Καβύλη, θα μποροούσε να είναι η σημαιοφόρος τους. (Από τα απομνημονεύματα ενός φαντάρου)
(σε φόρουμ οικολογικής ευαισθητοποίησης)
Η ιστορία διδάσκει ότι ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να φάει την κατακεφαλιά και μετά να περιμένουμε να δράσει.
Χθές έλαβα την κατακεφαλιά με τα καινούρια τέλη κυκλοφορίας. Γάμησέ τα κι άφησέ τα φίλος, δεν την παλεύω κάστανο.
Got a better definition? Add it!
Μεγάλη ανακατωσούρα. Φύρδην μύγδην. Πουτάνα όλα.
Η έκφραση έχει τη ρίζα της στην αντίληψη των Δυτικοευρωπαίων κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα, ότι η Μακεδονία κατοικείται από πληθώρα εθνών, φυλών κ.α. πληθυσμών ανακατεμένων σε ένα άτακτο μωσαϊκό. Έτσι προκύπτει και η «Μακεδονική σαλάτα» με την πληθώρα των αναμεμιγμένων συστατικών της.
- Και μου σκάει, που λες, στο πρώτο ραντεβού με ένα μαλλί αλαμπουρνέζικο, Άνω-Κάτω Μακεδονία.
Got a better definition? Add it!
Έτσι λέγεται στο ποδόσφαιρο το σύστημα 4-3-2-1, επειδή πάνω στο σχεδιάγραμμα του γηπέδου οι σημαδούρες-παίχτες δίνουν την εικόνα χριστουγεννιάτικου δένδρου.
Πρόκειται για διεθνή ιδιωματισμό: Christmas tree formation
- Πω πω, πάλι με χριστουγεννιάτικο δέντρο θα παίξουμε. Νύχτα το πήρε το δίπλωμα ο κόουτς;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο της υπερβολικής, μακροχρόνιας έκθεσης ή συμμετοχής σε ειδικές εμπειρίες ή συνθήκες, όπως μια επαναλαμβανόμενη επίπονη δραστηριότητα, οι δυσκολίες ενός επαγγέλματος, οι αντιξοότητες που αντιμετωπίζουμε κ.α.
Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι έχουμε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία επάνω σε κάτι που μάλλον δεν το κάνουμε με την ευχαρίστησή μας και που μας έχει πια μπουχτίσει.
Έχει φάει με το κουτάλι όλα τα γήπεδα της επαρχίας, αγωνιζόμενος για 15 χρόνια με την Αναγέννηση Καρδίτσας.
Αν νομίζεις ότι για να αναρριχηθείς στη διδακτική βαθμίδα των ελληνικών ΑΕΙ, πρέπει πρώτα να φας με το κουτάλι τα αμφιθέατρα, κάνεις μεγάλο λάθος. Ισχυρά κονέ ή ακόμη καλύτερα, οικογενειακή συγγένεια είναι τα μαστ του επιτυχημένου αλεξιπτωτιστή.
Τις έχω φάει με το κουτάλι τις στροφές του Χολομώντα, τόσα χρόνια πια που μαζεύω γάλα από τις φάρμες της Χαλκιδικής.
Got a better definition? Add it!
Τη λέω σε κάποιον με σκοπό να διορθωθεί και να γίνει πιο αποδοτικός. Όπως το φρένο είναι συνώνυμο της επιβράδυνσης, το γκάζι δηλώνει την επίταση των προσπαθειών, συχνά μέχρι εξουθενώσεως του γκαζωμένου, προκειμένου να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Γκάζια χώνει (ή βάζει) στους υφιστάμενους του ο προϊστάμενος, στα τεμάχια ο δίκας, στα τσιράκια του το αφεντικό κ.ο.κ, πάντοτε δηλαδή κάποιος με σχέση εξουσίας έναντι αυτού που δέχεται το (ψυχοφθόρο σε κάθε περίπτωση) γκάζωμα.
από εδώ
Έχωσε γκάζια ο Πατέρας στους παίκτες του ΠΑΟ.
Θα φάμε καλά: Γκάζια έχωσε ο Υπ.Οικ. στους διευθυντές των Εφοριών, ζητώντας τους σαφάρι εσόδων.
Got a better definition? Add it!