Σημαίνει εξηγώ, σύμφωνα με το κουτσαβάκικο ιδιόλεκτο του Μάκη «Αγαπούλα» Ψωμιάδη.
- Δεν το πιάσατε με την πρώτη; Θέλετε να σας το ξαναφιξάρω να το καταλάβετε;
Σημαίνει εξηγώ, σύμφωνα με το κουτσαβάκικο ιδιόλεκτο του Μάκη «Αγαπούλα» Ψωμιάδη.
- Δεν το πιάσατε με την πρώτη; Θέλετε να σας το ξαναφιξάρω να το καταλάβετε;
Got a better definition? Add it!
Έτσι αποκαλούμε ένα ρούχο ή αξεσουάρ που είναι παλαιομοδίτικο, άκομψο και μας πέφτει πολύ φαρδύ.
Κυριολεκτικά, τα πεθαμενατζίδικα είναι η γκαρνταρόμπα αποβιωσάντων ατόμων, που παραχωρήθηκαν έναντι ευτελούς συνήθως τιμήματος από τους συγγενείς σε παλαιοπώλες, για να καταλήξουν να πωλούνται σε παλαιοπωλεία στα γιουσουρούμ/ψειροπάζαρα/flea markets.
Χαρακτηριστικά, πεθαμενατζίδικα σακάκια, παπούτσια, καπέλα, γραβάτες, πουκαμισιές κ.α. βρίσκει ακόμη κανείς στο μπιτ παζάρ (οδός Ιουστινιανού) στη Θεσσαλονίκη.
Σημειωτέον ότι ο όρος «πεθαμενατζίδικα» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για λουλούδια, που αφού χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή στεφάνων σε κηδείες, συλλέγονται και επαναχρησιμοποιούνται στις λαϊκές πίστες και ναούς του λαϊκού πενταγράμμου γενικότερα.
Επίσης, πεθαμενατζίδικα μπορεί να χαρακτηριστεί μια ειδική κατηγορία τραγουδιών σε κλίμακα μινόρε με απαισιόδοξη διάθεση και στίχους, π.χ. Νικόλας Άσιμος - Στο φαλιμέντο του κόσμου. (παρ. 2)
- Κανόνισε να φορέσεις πάλι κανένα πεθαμενατζίδικο.
από εδώ
- οοοοο, πεθαμενατζίδικα τραγούδια, γουστάρωωωωω
Got a better definition? Add it!
Φράση που έλκει την πατρότητά της από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος την είχε χρησιμοποιήσει για να το παίξει ανήξερος για τα τεκταινόμενα επί δικτατορίας, ώστε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν ανέπτυξε τότε καμία αντιστασιακή δράση.
Υποτίθεται, δηλαδή, ότι στο διάστημα της δικτατορίας, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος ήταν τόσο απασχολημένος με τις σπουδές του, που δεν πήρε πρέφα τί παιζόταν στον έξω κόσμο.
Η φράση έχει καταστεί συνώνυμη του «αγρόν ηγόραζα» και γενικά χρησιμοποιείται όταν θέλουμε το παίξουμε τρελίτσα, προφασιζόμενοι ότι κάτι προφανές και πασίγνωστο δεν υπέπεσε στην αντίληψή μας.
- Ξέρεις πολύ καλά τί εννοώ! Και μη μου ξεφουρνίσεις πάλι φτηνές δικαιολογίες του τύπου «εγώ διάβαζα»!
Got a better definition? Add it!
Προσχολικής ηλικίας γείωση που απαντά στην αδιάκριτη ερώτηση «Τί είναι αυτό;»
Η φράση προέρχεται από τηλεοπτική διαφήμιση στα ογδόνταζ αποσμητικού εσωτερικού χώρου που είχε την καινοτόμα για την εποχή μορφή μανιταριού και δεν ήταν –αρχικά τουλάστιχο– αναγνωρίσιμο από όσους το έβλεπαν για πρώτη φορά, με αποτέλεσμα να ρωτούν «Τί είναι αυτό;»
Υπάρχει παρόμοια, ίσως λίγο πιο προχώ γείωση σε όσους ρωτάνε αγγλιστί «What is this;» (Γουάτ ιζ δις) που συνίσταται στο «Σκύψε να το(ν) δεις!»
Και εκεί που γδυθήκαμε με τη Λιλή και παίζαμε τους γιατρούς, μου πιάνει το μπιμπί μου και με ρωτάει: «Τί είναι αυτό;» «Μανιτάρι μαγικό» της απάντησα, «θες να δοκιμάσεις;»
Got a better definition? Add it!
Εκμεταλλεύομαι κάποιον ή σκαρώνω σκευωρία σε βάρος κάποιου. Δηλαδή, τον βάζω να υποστεί τη δεινοπάθηση, να επωμιστεί το βάρος ή τις κυρώσεις/συνέπειες μιας πράξης ή κατάστασης κι εγώ καρπώνομαι τα οφέλη.
Για παράδειγμα, στον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Αλ. Δουμά, οι τρεις συνωμότες Νταγκλάρ, Βιλφόρ και Μορέλο πήγαν να παίξουν μπιλιάρδο στην πλάτη του Εδμόνδου Δαντές και να του φάνε τη μεναγκό, χώνοντάς τον ταυτόχρονα στην ψειρού.
Συνήθως προφέρεται εν είδει ξεσπάσματος αγανάκτησης από τον παθόντα: «Μπιλιάρδο στην πλάτη μου, δεν θα παίξει κανείς!»
από εδώ
Οικονομολόγος δεν είμαι και, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω και όλους τους όρους που διαβάζω. Εκείνο που μπορώ να καταλάβω είναι ότι παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις του Γιώργου ότι «υπάρχουν λεφτά», τέτοια όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά οι δανειστές μάς «βάζουν» τα δύο πόδια σε μισό παπούτσι. Και όλοι παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μας.
κι από εδώ
Όλοι οι ανίκανοι στο υπουργείο παίζουν μπιλιάρδο στις πλάτες των καπνοπαραγωγών χωρίς ντροπή.
Δες και δίνει πλάτη για τάβλι
Got a better definition? Add it!
Ο Κθούλου είναι μια μυθική υπερτεράστια και ακατανίκητη θεότητα, δημιούργημα της αχαλίνωτης φαντασίας του αμερικανού συγγραφέα φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου και επιστημονικής φαντασίας Χάουαρντ Λάβκραφτ.
Ο Λάβκραφτ, όπως διαφαίνεται μέσα από το έργο του, ήταν ρατσίστας, μοχθηρός, μισαλλόδοξος, μισογύνης, ψυχωσικός, παρανοϊκός, ζάκι, μπήξε, δείξε, μισάνθρωπος, μισός άνθρωπος μισός τό 'να, τ' άλλο, ξέρω 'γω, τί να λέμε τώρα, για τα οποία ίσως να ευθύνεται και το βεβαρημένο οικογενειακό του ιστορικό.
Χαρακτηριστικοί τίτλοι έργων του είναι:«Τα Βουνά της Τρέλας και άλλα μυθιστορήματα», «Ποντίκια μέσα στους Τοίχους», όπου κάνει πλήθος ρατσιστικών αναφορών για τους Οβραίους, Ιταλούς, Πολωνούς και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, «Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ» και πλήθος από τέτοια τρομολαγνικά.
Οι πιο σκοτεινές πτυχές του αχαρακτήριστου χαρακτήρα του συγγραφέα μας, ενσαρκώθηκαν με την δημιουργία αυτού που σήμερα ονομάζεται Μυθολογία Κθούλου. Ένα πάνθεον, δηλαδή, από εξωγήινες, εξωδιαστατικές θεότητες και φρικιαστικά όντα που αποζητούν να κάνουν την ανθρωπότητα θήραμά τους και η ύπαρξη των οποίων υπονοείται σε πανάρχαιους μύθους και θρύλους.
Ο περί ου ο λόγος θεός-λήμμα μας, κανείς δεν ξέρει από που προήλθε πραγματικά, μάλλον ούτε ο ίδιος ο Λάβκραφτ, αλλά υπάρχει μια πεποίθηση ότι πριν γεννηθεί το σύμπαν, ο Κθούλου δημιούργησε τον εαυτό του μόνο με την σκέψη του.
Όπως μας πληροφορεί η Φρικιπήντια, ο Κθούλου ήρθε σε τιτανοκολοσσιαίων διαστάσεων αναμέτρηση με τους συνασπισμένους εχθρούς του, τους Σακλαμένγκα, Ναχσχδαβάζζ, και Στρατοβάριους. Μετά από μακρόχρονους πόλεμους, οι δυο παρατάξεις με τα τρίλιονς των στρατών τους αποσύρθηκαν στον Σείριο όπου συνεχίζουν να παλεύουν μεταξύ τους. Ο Κθούλου αναμετρήθηκε όμως και με την άλλη μυθική θεότητα του Κακού, τον Ουίτζι σε μια μάχη τριών εκατομμυρίων αιώνων όπου τελικά επικράτησε ο Όπτιμους Πράιμ. Από τότε ο Κθούλου δεν χρειάστηκε να πολεμήσει ξανά, από την μια μεριά γιατί δεν εμφανίστηκε άλλος άξιος αντίπαλος και από την άλλη γιατί βαριόταν τον κάθε αρχιμαλάκα.
Στα καθ΄ημάς, επικαλούμαστε τον Κθούλου όταν θέλουμε να κάνουμε σουρρεαλιστική αναφορά/επίκληση σε ένα υπερτεράστιο, παντοδύναμο, ανώτερο ον που μπορεί κατά περίπτωση να κάνει τα αδύνατα δυνατά, να μας λυτρώσει από τα δεινά μας, να μας βγάλει από μπελάδες, να επιβάλλει τη θέλησή μας κ.ο.κ., όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μας.
Μα καλά, δεν βλέπουν οι αγρότες ότι δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για σάλιο; Από τον θεό Κθούλου περιμένουν να τα πάρουν;
Ο Βρασίδας είναι κολλημένος με το στοίχημα. Και ο θεός Κθούλου να κατεβεί και να του πει να το κόψει, αυτός δεν το σταματά με τίποτε.
Got a better definition? Add it!
Το λήμμα έχει την απαρχή του στην αναχρονιστική υποχρέωση που έχει ένας νέος πτυχιούχος ιατρικής να προσφέρει τις υπηρεσίες του άμα το πέρας των σπουδών του σε ένα χωριό της υπαίθρου, εναντίον τoυ ντόπιου πληθυσμού, εν είδει εξάσκησης στου κασίδη το κεφάλι.
Το λήμμα έχει ταυτιστεί με την έννοια του επαγγελματικού «ψησίματος» και της απόκτησης εμπειρίας/προϋπηρεσίας ενός νιούφη, πριν κληθεί να αναλάβει τα πλήρη καθήκοντα του.
Ο όρος χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον αθλητικό συντάκτη Χρήστο Σωτηρακόπουλο.
- Ο Μπελέκος του Πανθρακικού, που πριν φορέσει τα χρώματα της ομάδας της Κομοτηνής έκανε το αγροτικό του στον Εθνικό Σουφλίου, πασάρει για τον συμπαίκτη του Μπαδεαμέα, που έκανε το αγροτικό του στον Βισαλτιακό Νιγρίτας, ενώ καιροφυλακτεί ο Σντρέμπνιακ του Πανσερραϊκού, που πριν φορέσει τη φανέλα με το λιοντάρι της Αμφίπολης, έκανε το αγροτικό του στην Vstupenky Trnva...
Got a better definition? Add it!
Πρωτόλειος σλανγκισμός, από τις πρώτες γειώσεις που κανείς ακούει/μαθαίνει από την προσχολική ακόμη ηλικία. Απαντάει στην ερώτηση «Γιατί;» εκφράζοντας ορθά-κοφτά την άρνησή μας να δώσουμε εξηγήσεις. Συνώνυμα: «Γιατί έτσι», «Για να ρωτάς εσύ», κ.ά.
Σημ.: Μπορεί να ακολουθήσει από τον αρχικό ερωτώντα εν είδει βρις-οφ η φράση «Και τ΄άλλο το 'φαγες εσύ», οπότε καλό είναι να έχουμε φυλαγμένα τα νώτα μας με άλλη γείωση «Π.χ. Τσίμπα μου ένα αρχίδι» κ.τ.ό.
— Θα έρθεις αύριο στο Παρτιζάν; Παίζουν οι Grey Room!
— Δεν είμαι σίγουρος...
— Γιατί;
— Γιατί η γάτα έχει ένα αυτί!
— (in sotto voce) Εσύ θα χάσεις. Mλκ.
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Ο οδηγός ταξί.
Προέρχεται από το ταξί+ κατάληξη -ίστας, δηλωτική κατοχής τέχνης, όπως π.χ. μπασίστας, κιθαρίστας, κιμπορντίστας, μανικιουρίστας κ.λπ.
Ωστόσο, το λήμμα παρουσιάζει παρήχηση με τη φράση «τα ξύνω» => ξύσ 'τα μας => τα ξύσ' τα μας => ταξίστας.
Συνώνυμα: τάξμαν, ταρίφας.
- Πού πά΄ρε ταξίστα; Δεν βλέπεις ότι βγαίνω από δεξιά;
- Πάω στη μανούλα σου, ν΄ακούσουμε Μητσιά.
Got a better definition? Add it!
Κιτ λεγόταν το νοήμον αυτοκίνητο του Ιππότη της Ασφάλτου, Michael Knight, ο οποίος μπορούσε να επικοινωνήσει και να δώσει εντολές σε αυτό, μιλώντας του μέσα από το ρολόι του.
Τώρα, το λήμμα εμείς το χρησιμοποιούμε για να ευθυμήσουμε / αυτοσαρκαστούμε / διασκεδάσουμε τη γαμωκατάσταση όπου έχοντας κόψει ήδη αμέτρητους κύκλους σε ένα αχανές - γεμάτο από αυτοκίνητα, ωστόσο - πάρκιν ενός πολυκαταστήματος, είμαστε ανήμποροι ακόμη να εντοπίσουμε το δικό μας τουτού, επειδή όταν το παρκάραμε, η προσοχή μας ήταν στραμένη στα μπούτια της συνοδηγού μας. Η οποία ήδη έχει πάρει πρέφα ότι δεν είμαστε και πολύ τακτικοί θαμώνες στο bar-restaurant εντός του πολυκαταστήματος που την πήγαμε, όπως της είχαμε αρχικά αφήσει να εννοηθεί. Το ξέρω, το λήμμα είναι και πολύ εητίλα, αλλά καμιά φορά η ζωή κάνει κύκλους (όπως και εμείς στο πάρκιν ψάχνοντας).
Υποτίθεται πως προφέροντας το λήμμα στο ρολόι μας, το αυτοκίνητό μας θα μας ακούσει και θα έρθει να μας βρει...
(μετά από 16 βόλτες)
Λάουρα: Μα, πάλι στο P7G βρεθήκαμε; Δεν είμαστε εδώ!
Ευθύμης (μιλώντας στο ρολόι του): Κιτ... κιτ...
Got a better definition? Add it!