Κρετίνος κυριολεκτικά είναι αυτός που πάσχει από κρετινισμό, δηλαδή διανοητική υστέρηση συνοδευόμενη από νανισμό και δυσμορφία, απότοκο της έλλειψης επίδρασης των θυρεοειδικών ορμονών κατά την ενδομήτριο ανάπτυξη, που είναι απαραίτητες για την ωρίμαση του κεντρικού νευρικού συστήματος και άλλων οργάνων.

Αυτοί που πάσχουν από κρετινισμό, παρουσιάζουν ιδιωτεία, καθυστέρηση της ανάπτυξης του οργανισμού, δεν έχουν τρίχες στο σώμα τους εκτός από το κεφάλι, έχουν γεροντικό δέρμα με ρυτίδες, πλατιά χείλη, χοντρά βλέφαρα και πολλοί δε μιλάνε και δεν ακούνε. Στο παρελθόν, ήταν πιο συχνή σε ορεινές περιοχές της Γαλλίας, Γερμανίας κι Ελβετίας λόγω αδυναμίας συνθέσεως θυρεοειδικών ορμονών από τη μητέρα και το έμβρυο εξαιτίας έλλειψης ιωδίου, κάτι που δεν υφίσταται στις μέρες μας λόγω του εμπλουτισμού του μαγειρικού άλατος με ιώδιο.

Μεταφορικά, κρετίνος είναι ο ηλίθιος, ο βλάκας, ο αχαΐρευτος, αυτός που μας τη σπάει με τις ανοησίες του και ταυτόχρονα δεν μπορούμε να τον εμπιστευτούμε σε τίποτε γιατί δεν μπορεί να φέρει σε πέρας το παραμικρό.

Η ετυμολογία του όρου κρετίνος, ο (ουσιαστικό) προέρχεται από τη γαλλ. λ. crétin = αφελής, αγαθός, ανόητος, εκ του chrétien = χριστιανός.

  1. Γίνεται ένα ματς να τελειώνει 6-1 και το ενδιαφέρον να στρέφεται στις αντιδράσεις των προπονητών; Γίνεται. Η Μπενφίκα συνέτριψε την Νασιονάλ και ο τεχνικός της Ζόρζε Ζεσούς, στο 4ο γκολ έδειξε στον συνάδελφό του, Μανουέλ Μασάδο, 4 δάχτυλα. Ο τελευταίος αντέδρασε: «Ήταν και θα παραμείνει κρετίνος».
    (από εδώ)

  2. (Από ξέσπασμα αυτοκριτικής του ποδοσφαιριστή του Πανιωνίου Ρεκόμπα) :
    «Αν είχα προσπαθήσει περισσότερο, τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Τα λάθη οφείλονται αποκλειστικά σε μένα. Δεν ήμουν ποτέ φιλόδοξος, ήμουν αυτάρκης με αυτό που είχα, χωρίς να προσπαθήσω ποτέ να βελτιωθώ. Τώρα δεν μετανιώνω, όμως είμαι σίγουρος ότι όταν σταματήσω να παίζω θα πω στον εαυτό μου: Πόσο κρετίνος ήμουν»…

Cretinism (από allivegp, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατιωτικό ιδιόλεκτο, σημαίνει χαφιές - ρουφιάνος.

Το δεύτερο συνθετικό μάλιστα, που παραπέμπει στη συνοικία Ρουφ των Αθηνών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτονομημένα επιτυγχάνοντας τον υπαινιγμό του καταδότη, σπιούνου, σε φράσεις όπως «Κατάγεται από / Είναι δημότης του Ρουφ» κ.τ.ο.

Η λαϊκή θυμοσοφία έχει επινοήσει και ειδικό χαρακτήρα στρατευσίμου, τον ΔΕΑ (ΡΟΥΦ), δόκιμο έφεδρο αξιωματικό δηλαδή, που ειδικεύεται στο ρουφιάνεμα των συστρατιωτών του.

Εγώ είμαι ο υπάλληλος που ξέρουνε οι πάντες
Κοιτάζω τους εργάτες αν χτυπάνε τις κάρτες
Τους βλέπω αν δουλεύουν ή αν ξύνουνε τους όρχεις
Το ρουφιάνεμα είναι ταλέντο, ή το 'χεις ή δεν το 'χεις

Χαφ ρουφ, χαφ ρουφ,
Εισπράκτορα της Στάζι
Ρουφιάνο με φωνάζουνε
Μα εμένα δε με νοιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ορθοπεδικός που πλέον έχει πάψει να κατέχει το άθλημα και αρκείται στην απλοϊκή και φυγόπονη αντιμετώπιση των καταγμάτων με τοποθέτηση γύψου, όπως γινόταν δηλαδή δεκαετίες πριν, και ασφαλώς προτού αρχίσει να εφαρμόζεται η τοποθέτηση υλικών οστεοσύνθεσης.

Ο γυψάς περιέπεσε σε αυτόν τον επιστημονικό πυθμένα είτε λόγω κορεσμού-βαρεμάρας (παίζει πολύ σε ηλικίες άνω των -ήντα), είτε λόγω αδυναμίας να ενημερώνεται και να συμβαδίζει με τις εξελίξεις της επιστήμης.

Οπωσδήποτε, είναι μη σου κάτσει να μοιράζεσαι τη δουλειά μαζί του, γιατί θα καταλήξεις με δεκάδες ώρες ορθοστασίας στο χειρουργείο, ενώ αυτός θα ξύνει πατσές στο εφημερείο βλέποντας Μάκη και τρώγοντας πίτσα-μπύρα.

- Άσε, την κάτσαμε τη βάρκα: Εφημερεύω παραμονή τριμέρου με τον κ. Κηφηνόπουλο. Αναμένεται μεγάλη έξοδος εκδρομέων, καταλαβαίνεις τί έχει να γίνει...
- Όχι ρε πστ μου, με τον γυψά βρήκε να σε βάλει; Πες του να αλλάξει το πρόγραμμα! Διαφορετικά δεν θα βγεις από το χειρουργείο - δεν γίνονται αυτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ξιταφάω-ξιταφώ σημαίνει αναδίδω μια εξαιρετικά διαπεραστική δυσωδία, ως από στάβλου.

Χαρακτηριστικός τύπος που ξιταφούσε μονίμως, ήταν (είναι;) ο Μήτρος από το Φ'λί (Φελλίον) Γρεβενών, που πριν από 30 χρόνια ερχόταν τα απογεύματα με μια μπάλα παραμάσχαλα στο γήπεδο του Πυρσού Γρεβενών και τραβούσε τσουκίδες σε κενό τέρμα, πανηγυρίζοντας έξαλλα κατόπιν για τα τέρματα που πετύχαινε.

Αν και βρισκόταν τότε στα 30 φεύγα, αναζητούσε (ως άλλος Βέρθερος) να παίξει μπάλα μαζί με τη μαρίδα, μόνο που δεν το πετύχαινε ποτέ, γιατί κανένας δεν του είχε μιλήσει ποτέ για το Ρεξόνα, και η πιτσιρικαρία ήταν αδυσώπητη στο ποιον αποδεχόταν σαν μέλος της και ποιον απέρριπτε.

Συνώνυμα: ζέχνω, ζωοκοπώ, βρωμώ

— Σε πήρε η μπόχα; Τι είναι αυτό που ξιταφάει; Μήπως ήρθε...
— Ι Μήτρους απ' το Φ'λί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ψεύτης, αλλά στο πιο κυριλέ / αρχαιοπρεπές, προσφέρει κύρος στον λόγο μας και δείχνει ότι έχουμε επίπεδο.

Το λήμμα είχε χρησιμοποιηθεί στην προδικτατορική Βουλή από τον βουλευτή της Αριστεράς Ηλία Ηλιού.

- Σεις ήρξατε πρώτος χειρών αδίκων...
- Μα τι λέτε, είσθε ένας συκοφάντης, ένας ...ένας ψεύστης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε τι το μη υπαρκτό, μη γνήσιο, τουτέστιν το εικονικό ή πλασματικό.

Π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι που, προκειμένου να υπολογίσουν το χρόνο συνταξιοδοτήσεώς τους, κολλάνε στα χρόνια της πραγματικής υπηρεσίας τους και αυτά της πλάσμα υπηρεσίας που κάνανε στον Στρατό.

Ωσαύτως, οι εφημερίες των γιατρών διακρίνονται στις πραγματικές (όπου ο γιατρός βρίσκεται στο Νοσοκομείο) και στις πλάσμα (όπου ξύνει πατσές σπίτι του), τα δρομολόγια που δηλώνουν οι οδηγοί των ασθενοφόρων επίσης διακρίνονται σε πραγματικά (διακομιδές ασθενών) και πλάσμα (εικονικές διακομιδές ασθενών που συνήθως είναι και συγγενείς μας και που τις δηλώνουμε για να δικαιολογήσουμε χιλιόμετρα που κάναμε για να μεταφέρουμε με το ασθενοφόρο τουρίστες στα ενοικιαζόμενα δωμάτια μας), κ.ο.κ.

- Δες τον κηφήνα τον Διευθυντή της Κλινικής: Δηλώνει 10 εφημερίες πλάσμα το μήνα και χτυπάει μισθό Αρεοπαγίτη χωρίς να πατάει ούτε μια ώρα στην εφημερία!
- Ε, καλά, αυτός ζει στην πλάσμα διάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ακραίας δυσαρέσκειας και θυμού για μια συνεχιζόμενη δεινοπάθηση ή ταλαιπωρία που υφιστάμεθα.

Η αιτία της αγανάκτησής μας μπορεί να είναι κάποιος συνάνθρωπός μας (παρ.1), η θεά τύχη που μας έχει μονίμως κλασμένους (παρ.2), η άτιμη κενωνία, ο ανάστροφος Ερμής, το Ελ Νίνιο, ο Χατζηπετρής κ.λπ, κ.λπ. - υπάρχει πάντα κάτι να κατηγορήσει κανείς.

Η φάση προφέρεται συνηθέστερα κοιτώντας ψηλά και πολλές φορές μέσα από τα δόντια.

  1. Πάλι το έχασε με κενό τέρμα; Πάλι γλαρόσουπα φάγαμε, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ;

  2. Όχι ρε μπούστη μου, πάλι πηγμένος ο περιφερειακός, πάλι δυό ώρες θα κάνουμε να φτάσουμε σπίτι, γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ.

Γενικότερα δες γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα τάπωμα (γείωση) από την παιδική μας ηλικία, ο γραμματικός αυτός κανών χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να προειδοποιήσουμε κάποιον ότι, με τα λεγόμενα ή τις πράξεις του, θα προκαλέσει τη σφοδρή αντίδρασή μας, που θα τον κάνει τουλάστιχον να μετανοιώσει.

Στα φόρα και τα τσατάδικα χρησιμοποιείται για να επιστήσουμε την προσοχή σε σπασοκλαμπανιέρος πολυτονιστές που έχουν ξεφύγει.

Συνώνυμα: ξύνεσαι στη γκλίτσα του τσοπάνη, πας γυρεύοντας, ρούφα κι έρχεται.

Ἐὰν μάλιστα πρόκειται καὶ γιὰ κωλόπαιδο, τότε ἐπιτρεπτὴ καὶ ἡ γραφὴ κωλιμάρης μὲ ὅλες τὶς παραλλαγές της (περὶ τῆς ὀρθογραφίας τοῦ κώλου βλ. σχόλια στὸ λῆμμα κώλος).

- Μακρό προ μακρού οξύνεται, ο κώλος σου ξύνεται.

(από GATZMAN, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι στα κάτω / στις μαύρες μου, είμαι νταουνιασμένος, βουλιάξανε τα καράβια μου, την έχω πεσμένη τη διάθεση.

Να διαχωρίζεται από το χαρρυκλυννικό ψυχολογία, που ενσωματώνει και άλλες πιο πολύπλοκες εκδηλώσεις ψυχοπαθολογίας (ιδεασμοί, διαταραχές προσωπικότητας, κ.α.), ενώ το λήμμα μας αναφέρεται μόνο σε διαταραχές του θυμικού προς την κατεύθυνση της κατάθλιψης.

Συνώνυμα: to feel blue, έχω σύνδρομο Down, low spirits, μια χαρά χαράδρα, συννεφιές-συννεφιές / όταν δε σε βλέπω έχω ακεφιές κ.α.

- Δεν σου είπα να μη μου μιλάς για σεξ όταν έχω μια ψυχολογία;
- Μα με το σεξ, θα σου περάσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση απευθύνεται σε έναν σπάστη που ενώ δεν ασχολείσαι με το ατομάκι του, επιμένει να νομίζει ότι έχει μαζί σου θέμα και να σε προκαλεί τροφοδοτώντας μια ανούσια διένεξη. Η κατάλληλη στιγμή για να κοζάρουμε τη φράση στο ατομάκι είναι το νωρίτερο δυνατό, δεδομένου ότι μετά τη 2η στιχομυθία μαζί του, το πράμα αρχίδει και κουράδει.

Χαρακτηριστική περίπτωση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί το λήμμα, είναι όταν ένας άρτι εγγραφείς σε φόρουμ, τσατάδικο ή άλλο σάιτ νέοπας σπασαρχιδίζει προσπαθώντας να πετύχει καβγά με κάποιο παλαιότερο ή/και καταξιωμένο μέλος, με σκοπό είτε να βγάλει τα κόμπλεξ που του έχει φορτώσει η πουτάνα η κενωνία είτε απλά να κερδίσει λίγη δημοσιότητα στον μικρόκοσμο του σάιτ.

Η χρησιμοποίηση των πάλαι ποτέ πνευμάτων από τον εν λόγω σπασαρχίδη για τη σύνταξη παρανοϊκού περιεχομένου παραληρηματικών κειμένων (γραφόρροια), επικαιροποιεί το ζήτημα της εφαρμογής αλκοτέστ σε όσους γράφουν σε διαδικτυακά φόρα, αφού το παραληρηματικό περιεχόμενο των γραφομένων και ομού η προτίμηση στα πνεύματα, δηλώνουν αδυναμία και στα οινοπνεύματα, υπό τη επήρεια των οποίων, το δίχως άλλο, συντάσσουν τοιούτα άτομα τα εμβριθή τους πονήματα.

Αν μάλιστα το σπάσμα χαρακτηρίζεται και από επίπεδο δάπεδο και χρησιμοποιεί υβριστικές λέξεις ή εκφράσεις, τότε το λήμμα μπορεί να του αποδοθεί ως «Μαζί μου assholeίσαι, πόσο μαλάκας είσαι».

Τώρα, το αν το εν λόγω άτομο επανέλθει δημήτριο, απλά επιβεβαιώνει το λήμμα και μας δικαιώνει για τη χρήση του.

- Όχι, θέλω να μου εξηγήσεις γιατί άλλαξες το άβαταρ σου. Μάλλον δεν θέλω. Απαιτώ! Και γιατί δεν έκανες το κουίζ που σου έστειλα;
- Μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified