Αξίζω / ισχύω.
- Το μέγεθος [του πούτσου] δεν μετράει.
- Μπορώ να πω κάτι;
- Όχι, η άποψη της γυναίκας δεν μετράει.
Αξίζω / ισχύω.
- Το μέγεθος [του πούτσου] δεν μετράει.
- Μπορώ να πω κάτι;
- Όχι, η άποψη της γυναίκας δεν μετράει.
Got a better definition? Add it!
John Doe στα Ελληνικά, ο τάδε. Ανάλογα με την πρόταση, το μικρό / επίθετο παραλείπεται.
α. (shmmy.ntua.gr) -Τά 'χω με τον Νίκο! -Ποιόν μωρή, τον Νίκο τον Ταδόπουλο;
β. (xpsilikatzoy.wordpress.com) -Δηλαδή να βγω εγώ, να πω δημοσίως ότι ο κύριος τάδε ταδόπουλος είναι κλέφτης και απατεώνας και μετά να κάνω τουμπεκί.
Δες και -όπουλος.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα.
α. (www.petrakas.gr) -...Φωνάρα, αλλά η μούρη της έχει μία αρρενωπότητα, σαν τραβέλι ένα πράγμα...
β. (www.infobeto.com) -M'αυτήν είναι παντρεμένος ; Ρε εσύ, αυτή είναι σα τραβέλι...
%
Got a better definition? Add it!
Η τραβεστί. Ο άντρας που ενθουσιάζεται σεξουαλικά όταν ντύνεται γυναικεία.
α. (www.mpakouros.net) Ψιτ τραβέλι, θες καρβέλι;
β. (www.adslgr.com) Σαν αποτυχημένο τραβέλι είναι εδω που τα λέμε...
γ. (Των Βλάχων το Κοθώνι, ποίημα) Τραβέλι με φουστάνι΄ Που τα αγγούρια ίσιωνες σαν ήσουν στο μποστάνι.
Got a better definition? Add it!
Ο ψεύτης. Αυτός που λέει μούσια.
α. (www.alfisti.gr) Μην αρχίσετε τώρα να με λέτε φιδέμπορα , αλήθεια λέω , πιστέψτε με!
β. (www.say.gr) Φοβάμαι ότι θα με παρεξηγήσει και θα με περάσει για κανένα φιδέμπορα
Βλ. και αρχιδέμπορας, ψωλέμπορας.
Got a better definition? Add it!
Η μπουνιά στα μούτρα.
Του 'πα ότι του γαμιέται η μάνα και αυτός με άρχισε στα μπουκέτα.
Βλ. σχετικά: ξύλο, τρώω ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, ταβερνόξυλο, βαράτε, κλωτσομπουνίδι, τριομφίδι.
Got a better definition? Add it!
Ένδειξη άγνοιας (καθότι και σταρχιδισμός).
- Ξέρεις... Εγώ σε αγαπάω
- Στ 'αρχίδια μου τα τριχωτά.
- Κι έλεγα γιατί με φαγουρίζανε τ' αρχίδια μου...
(tamystikatoukolpou.blogspot.com)
- Ναι, ξέρεις, και με έτρωγαν τόσο καιρό τα αρχίδια μου αν θα έρθει ο Κονσεισάο...
(shmmy.ntua.gr)
Got a better definition? Add it!
Υποδεικνύει ύπαρξη / ανυπαρξία ανδρισμού ή τόλμης ή μαγκιάς.
- Έχεις αρχίδια ρε μαλάκα;
- Ναι ρε!
- Ρε βάλτα στο κώλο σου.
(σπιρτόκουτο) - Και το εστιατόριο θ'ανοίξω, και τ'αρχίδια μου θα δείτε, και θα μου τα φιλάτε κιόλας!!!
(unclejack.blog.com) - Κατεβάστε τον στρατό σας με το καλημέρα δείχνοντας σε όλους τα ανύπαρκτα αρχίδια σας...
(manifestogr.blogspot.com) - Γιατί δεν έχω τ'αρχίδια να παραιτηθώ, γιατί συνεχίζω να είμαι σε μια σχέση που δεν με καλύπτει, γιατί δεν έχω τ αρχίδια να την τελειώσω...
(vatraxokoritso.blogspot.com) - Μόλις εσύ βρεις τα αρχίδια, να αποκτήσεις δική σου ζωή.
Got a better definition? Add it!
Τράβα και γαμήσου. Μάλλον υπερθετικός του «σύρσου και γαμήσου».
Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, σάλτσα και γαμήσου
Got a better definition? Add it!