Ο χαζός, αυτός που δεν ξέρει που παν τα τέσσερα.

Άλλο τον ρωτάς, άλλο σου απαντάει. Άμα θες να συννενοηθείς μ'αυτόν τον τραμπαρίφα, πρέπει να νυχτώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Εν αντιθέσει με την λυματολάσπη, η οποία αποτελείται από βιολογικά κεκαθαρμένες ακαθαρσίες, η λημματολάσπη δεν υπεβλήθη στην εν λόγω διαδικασία με αποτέλεσμα να απαρτίζεται από άχρηστα προϊόντα και μόνον. Αντιπροσωπεύει τον μεγάλο σωρό μέσα στον οποίο καταλήγουν εκατοντάδες λημμάτων, των οποίων μοναδική φιλοδοξία είναι να περάσουν απαρατήρητα (στο 0-0, ούτε πράσινο ούτε κόκκινο). Στην δημιουργία βέβαια του οποίου έχω προλάβει να βάλω κι εγώ ένα χεράκι (ο λημματολάσπουρας).

.

- Μαλάκα, θα τους γαμήσω το Σαββατοκύριακο στο slang! Σού χω κάτι λήμματα μπερκέτι!
- Καλά, χέσε ψηλά κι αγνάντευε, τ'αρχίδια μας κουνιούνται, λημματολάσπουρα!

Ψάχνοντας στη λημματολάσπη (από GATZMAN, 24/04/09)

Βλ. και λύμα, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα, κατά προτίμηση ανοικτόχρωμη, ωσάν ανατολικοευρωπαϊκής προελεύσεως, η οποία γαμιέται ασύστολα.

- Την είδες την Ελένη;
- Ποια Ελένη ρε μαλάκα; Αυτή είναι η Ελενούσκα η Γαμησομούνοβα. Έχεις χάσει επεισόδια. Από τότε που την πήδηξα και της άνοιξα τα μάτια, έχει πάρει φαλάγγι όλα τα Νότια Προάστια.

Δες και -ίδης, -όγλου/-ογλου, -όπουλος, χατζη-.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.

(από Khan, 14/03/12)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που ενσωματώνει μερικά ή όλα από μια σειρά χαρακτηριστικών που αποτελούσαν κάποτε βασικά για τους θιασώτες της ΚΝΕ θηλυκού γένους:
α) Αξύριστα πόδια
β) Αξύριστες μασχάλες
γ) Αξύριστο μπικίνι
δ) Άβαφτο πρόσωπο χωρίς make-up
ε) Φούστα στον αστράγαλο (για να μην φαίνονται τα αξύριστα πόδια) πλισέ με tribal σχέδια
στ) Εναλλακτικά, τζιν-σωλήνας
ζ) Σανδάλι δερμάτινο με τη φούστα, ή
η) Παπούτσι ελβιέλα με το τζιν, και
θ) Τσάντα ταγάρι τύπου.

- Ρε μαλάκα, για κοίτα τι πηδάει ο Γιώργος! Πες μου τώρα, σ' αρέσει αυτή η γκόμενα;
- Κνιέρχ!
- Πως;
- Μα δε την βλέπεις ρε μαλάκα την κνίτισσα; Πως μπορείς να πηδήξεις μια γκόμενα που η τρίχα της είναι πιο μακριά απ' τη δικιά σου;

Βλέπε και το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλώσει σαστιμάρα, έκπληξη.

Μαλάκα, δεν σου λέω τίποτα. Σήμερα είδα παρδαλό Θεό. Έπεσα πάνω στον Καθηγητή την ώρα που την κοπανούσα, αλλά δεν είπε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δηλωτική της υποχώρησης και της θυσίας ιδανικών και ηθικών αξιών στον βωμό του χρήματος, ή του άνισου αγώνα όλων των παραπάνω έναντι του μεγάλου θηρίου που κατατροπώνει και ποδοπατά τους αδύνατους στο πέρασμά του. Προέρχεται, από όπου και αυτονομήθηκε, από την ταινία του 1964 «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου. Ο Σπύρος Καλογήρου απειλεί με μαχαίρι τον μεγάλο Νίκο Κούρκουλο. «Γιατί θες να με φας;», ρωτάει ο Κούρκουλος. «Είναι πολλά τα λεφτά, Άρη», απαντάει ο Καλογήρου.

(Δυο φίλες συζητούν)
- Καλά δεν σε πιστεύω! Θα βγεις με αυτόν τον ψωλομούρη;
- Μου είπε ότι μπορεί να με πάρει στο κανάλι για δουλειά.
- Κι αν σου απλώσει χέρι;
- Θα δω τι θα κάνω... Είναι πολλά τα λεφτά Άρη...

(από Cunning Linguist, 18/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από παράφραση της λέξης απινιδωτής, που είναι ειδική συσκευή που εμφυτεύεται στο ανθρώπινο σώμα σαν ένας βηματοδότης, και μπορεί να σώσει έναν άνθρωπο χορηγώντας αυτόματα ηλεκτροσόκ.

- Γιατρέ, πότε θα μου βάλετε τον απιδονητή;
Γιατρός: - Θα στον εβάλω καλή μου, αλλά φοβάμαι ότι θα σου αρέσει πολύ....

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκο στο κουρμπέτι, ξεπεταρούδι. Λέξη που περιγράφει όμορφες νεαρές παρθένες που πρωτοκυκλοφορούν και ωσάν φρέσκα ραπανάκια που μας ανοίγουν την όρεξη, μας ξυπνούν άλλες ανομολόγητες ορέξεις.

- Πω πω μαλάκα, έλα να δεις!
- Έλα, τι είναι, πάλι εκδρομή βγήκε το Λύκειο;
- Καλά, γέμισε ο τόπος καβλοράπανα!
- Σκούπισε τα σάλια σου κωλόγερα, αυτά δεν είναι πλέον για μας....

(από John Kar, 21/05/08)(από ironick, 11/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε προϊόντα που τα πληρώνουμε ακριβά ή υπερτιμημένα, παρόμοια με αυτα που πωλούνται στα κυλικεία των πλοίων τα οποία, όντας μονοπωλιακά, συνήθως και παρανόμως υπερτιμώνται.

Πήγα στου Μπάμπη να πάρω έναν καφέ και τον πλήρωσα καραβίσιο ρε μαλάκα! Τον πούστη, 3 ευρώ τον καφέ... Πάει, ξεψάρωσε κι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified