Ο χοντρός, το παχύδερμο. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του Μπίλια, που ενσάρκωνε σε ταινίες της δεκαετίας του '80 ο τότε υπέρβαρος Στήβ Ντούζος.

- Ρε εσύ το βλέπεις αυτό το μανούλι; Πάω να της την πέσω.
- Ώπα ρε Mπίλια... Με τέτοια εμφάνιση, δε θα πέσει η γκόμενα, άλλο
πράγμα θα πέσει
- Τι θα πέσει;
- Κρύα χυλόπιτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λόγος για τον παλιό πολιτικό, πρώην υπουργό της Νέας Δημοκρατίας και πρώην βουλευτή Κοζάνης, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, για την αγάπη του στο ούζο και τα άλλα αλκοολούχα που τον χαλάρωναν, τον αναψοκοκκίνιζαν και, γι' αυτό, αυτός ήταν συνέχεια μέσα στην καλή χαρά και στο τσακίρ κέφι.

Κάπου στην Κοζάνη μετά από λόγο του εν λόγω πολιτικού:
- Είδες τι ωραίο λόγο έβγαλε ο Μιχάλης; Δεν ήταν σφιγμένος σαν τους άλλους. Δεν είχε ξύλινο και τυποποιημένο λόγο. Τα λόγια του έδιναν ελπίδα.
- Ε βέβαια, όταν το ούζο δώδεκα τα πίνει, το αίμα αραιώνει, τα προβλήματα φαίνονται λιγότερο δύσκολα απ 'ο,τι είναι κι έτσι ο λόγος του δίνει ελπίδα.
- Α... γι' αυτό ξεκίνησε τον λόγο του με: «χικ» και τον έκλεισε λέγοντας: «στην υγεία μας».

(από GATZMAN, 23/09/08)(από GATZMAN, 23/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και ως: το καλό το δέκα

Ο όρος προέρχεται από τον όρο: 10 το καλό της κολτσίνας (ή κοντσίνας, ή ακόμα και κολιτσίνας). Το 10 το καλό είναι το 10 καρό.

Τα κριτήρια επιτυχίας που αποτιμώνται μετά το τέλος μιας παρτίδας κολτσίνας είναι: το να έχεις το 10 το καλό, το να έχεις το 2 το καλό (2 σπαθί), το να υπερέχεις σε αριθμό φύλλων και σπαθιών.

Έτσι λοιπόν μπορεί με την εύνοια της τύχης να έχεις ένα δεκάρι στα χέρια και μ’ αυτό να χτυπήσεις το δέκα το καλό που βρίσκεται στο τραπέζι, γιατί ο κάτοχος του είχε την ατυχία την ώρα π.χ: που γινόταν το κόψιμο των φύλλων, να κοίταξε τηλεόραση και να 'δε τον Μητσοτάκη και να γκαντεμιάστηκε και να μην κατόρθωσε να το αξιοποιήσει.

Ή ακόμα να ’χει ρίξει ο άλλος κάποιο δεκάρι ως τελευταίο φύλλο μιας χαρτωσιάς και στην επόμενη χαρτωσιά να σου ‘ρθει από κωλοφαρδία το δέκα το καλό και να το πάρεις.

Ωστόσο μπορεί να χρειαστείς με ή άνευ τύχης, μόνος, ή μαζί με αυτόν που είσαστε ομάδα να οργανωθεί σχέδιο, ή και να παιχτεί και μπλόφα ακόμα, προκειμένου να κερδηθεί το δέκα το καλό.

Άρα το δέκα το καλό εκφράζει είτε:

α)μια καλή ευκαιρία, ένα καλό συμβάν, μια καλή κατάσταση που μας έτυχε ώστε να νιώσουμε λίγο σαν τον Γκαστόνε, αφού ως γνωστόν η τύχη είναι τυφλή (η καλοτυχία δεν μας ακολουθεί πάντα).

β)αξιοποίηση μιας ευκαιρίας που μας παρουσιάζεται. Πολλές φορές θα χρειαστεί ακόμα και ολοκληρωμένη στρατηγική, καθώς και καλή κριτική ικανότητα προκειμένου να επιτευχθεί ένας πολύ επιθυμητός στόχος, μια ονείρωξη. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή η επίδραση του παράγοντα τύχη είναι υπολογίσιμη.

γ) Επιλογή της κατάλληλης, ή της περισσότερο κατάλληλης ευκαιρίας από ένα τσούρμο περιπτώσεων που μας παρουσιάζονται.

Σημείωση: Αντίθετα με την τράπουλα, είτε είναι μία η ευκαιρία, είτε πολλές, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Μπορεί δηλαδή κάποια ευκαιρία να μοστράρει σαν το καλό το δέκα, χωρίς όμως να είναι. Εδώ λοιπόν χρειάζεται και καλή διακριτική ικανότητα, διαίσθηση, εμπειρία, καπατσοσύνη. Χρειάζεται να 'ναι κανείς γριά πουτάνα.

Συνώνυμη έκφραση, από τον αθλητικό χώρο: λίρα εκατό

  1. - Πω ρε, τι γκομενάρα κυκλοφορεί ο Μάκης; Και ξέρεις, ε; Είναι και ματσό η γκόμενα και μου 'πε, που λες, ο Μάκης πως πάνε και για γάμο.
    - Ξέρω...ξέρω. Τον ταλαιπώρησε κάπως στην αρχή βέβαια, αλλά αυτός τό ’βαλε πείσμα και τελικά τα κατάφερε.
    - Εμ… είχε κίνητρο ο άνθρωπος. Το δέκα το καλό τού 'τυχε.

  2. Διευθυντής: - Ανδρεόπουλε, με τα προσόντα σου και με την εξειδικευμένη προϋπηρεσία που έχεις, μας έλυσες τα χέρια. Δεν στο κρύβω, πηγαίναμε για φούντο, μέχρις ότου προσλήφθηκες. Χάρη σε εσένα απογειωθήκαμε. Είσαι το δέκα το καλό της επιχείρησης, γι' αυτό και προάγεσαι άμεσα. Συγχαρητήρια. Ανδρεόπουλος: - Συγχαρητήρια και σε εσάς κύριε διευθυντά, που χάρη στην εμπειρία σας καταλάβατε πως ήμουν ο καλύτερος από τους συνυποψήφιους μου για τη θέση.

  1. Ένα αντρόγυνο λογομαχεί. Άνδρας: - Αχ …είχε δίκιο ο Λεπά όταν, την εποχή της Λεπανάστασης, έλεγε: Να πεθάνουν οι γυναίκες, να πεθάνουνε... Γυναίκα: - Δεν ξέρω τι λέει αυτός. Εγώ ακούω Σόφη Κωνσταντάκη. Κι αυτή λέει: το καλό το δέκα είναι η γυναίκα, από μας γεννιόσαστε και μας παντρευόσαστε, άνδρες που δεν έχετε στην καρδιά σας μπέσα.

1993,Στις 10(εθνικές εκλογές,10/10/93) με το καλό, με το δέκα το καλό,με τον πρωθυπουργό τον Κώστα τον ψηλό...Χέρι χέρι με τον Καρατζαφέρη...  (από GATZMAN, 23/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική σημασία του όρου, παραπέμπει σε εγκυμονούσα γυναίκα που περιμένει πως και πως να γεννήσει για να λευτερωθεί απ' τους πόνους.

Ο όρος θα μπορούσε να ειπωθεί σε κάθε περίπτωση που επιχειρείται μεταλαμπάδευση γνώσης και αξιολόγηση της κατάστασης. Σε εργασιακό χώρο, στο σπίτι, παντού. Η συσχέτιση της κλασσικής σημασίας με αυτή τη σημασία θα φανεί ακολούθως που θα παρουσιαστεί η χρήση του όρου στην εκπαίδευση.

Ο συγκεκριμένος, όρος μπορεί να λεχθεί υπό μορφή αστειότητας, από εκπαιδευτικούς σε μαθητές, μετά από την ανάλυση ενός δυσνόητου θέμα και τη λύση αποριών που κάνει ο καθηγητής πάνω σ' αυτό.

Ο καθηγητής μετά από εξαντλητικό ξεψάχνισμα του θέματος, ρωτά τους μαθητές αν συλλάβανε το θέμα . Μετά από καταφατική απάντηση της τάξης, άλλοι λένε ναι και είναι ναι, άλλοι λένε ναι και νομίζουν ότι είναι ναι, ενώ άλλοι λένε ναι και ξέρουν ότι είναι ίσως, ότι είναι περίπου, ότι είναι: «άντε πες στο μαλάκα ένα ναι, να πάμε παρακάτω». Μετά λοιπόν το «ναι» της τάξης ο καθηγητής τους απαντά υπό μορφή αστειότητας: «Καλή λευτεριά». Είναι σαν να τους λέει: «Σας πήδηξα νοητικά, με στόχο να σας μεταλαμπαδεύσω γνώσεις».

Υπάρχει ομοιότητα χαρακτηριστικών μεταξύ λαμπάδας και φλεγόμενου από τον πόθο πέους. Άρα μεταλαμπάδευση σημαίνει νοητική συνουσία που καταλήγει στον νοητικό οργασμό. Και επειδή επιχειρείται από έναν (καθηγητή) σε πολλούς (μαθητές), μιλάμε για πολυδυαυλική νοητική συνουσία ή για νοητική παρτούζα. Κι ο καθηγητής πηδάει, πηδάει, μέχρι να θεωρήσει είτε πως είχε καλό βόλι, είτε κουράστηκε. Θεωρεί πως όσοι το συνέλαβαν, πως θα υποβάλλουν το νοητικό σπέρμα σε νοητική επεξεργασία(νοητική κύηση) ώστε κάποια στιγμή να λευτερωθούν από τη νοητική κύηση και να έχουν ως αποτέλεσμα νοητικής τεκνοποίησης, χειροπιαστή και απολύτως συνειδητοποιημένη γνώση.

Θα πει βέβαια κάποιος: «Μα η γνώση γεννά την αμφιβολία και η αμφιβολία τη γνώση». ΟK! Και ποιος είπε πως η νοητική συνουσία παύει.Πολύτεκνοι είμαστε όλοι μας.

Ο καθηγητής λοιπόν, παρόλο που όπως ειπώθηκε, έχει θεωρήσει πως είτε είχε καλό βόλι, είτε πως κουράστηκε, θέλει να επιχειρήσει και αξιολόγηση της κατάστασης λέγοντας: «Το συλλάβατε»;

Ο καθηγητής σαν γριά πουτάνα ξέρει τα άτομα και ψαρεύει αντιδράσεις. Δεν αρκείται σε ένα ναι. Κοιτάει πως το λες το ναι. Μ' άλλα λόγια κόβει μάπα και βγάζει συμπέρασμα. Και όχι μόνο μάπα. Και φυσικά δεν εστιάζει στους πάντες. Εστιάζει σ' αυτούς που είχαν απορίες. Για τους άλλους ξέρει. Γριά πουτάνα είναι.

Επίσης θέλει να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά το νοητικό μποτιλιάρισμα και να επέλθει μια μίνι χαλαρότητα, ώστε τα μυαλά να ξεκουραστούν πριν το επόμενο αρχιδάτο θέμα σκάσει στην πίστα... εεε... στον πίνακα. Γιαυτό τους χαλαρώνει λίγο μετά το νοητικό μποτιλιάρισμα ρωτώντας αν το συλλάβανε, για να τους πει στο τέλος: καλή λευτεριά.

Επίσης θέλει και αυτός σαν εργαζόμενος, να πει καμιά μαλακία, καμιά μπούρδα, όπως το κάνουν, τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι μέσα στο εργασιακό τους ωράριο.

Οι αρχές της παραπάνω περιγραφόμενης διαδικασίας ισχύουν βέβαια σε κάθε περίπτωση τέτοιας μεταλαμπάδευσης. Ωστόσο η μεθόδευση προσαρμόζεται ανά περίπτωση.

  1. (Μετά την επίλυση αποριών σε ένα δυσνόητο θέμα, ο καθηγητής ρωτά:)
    (Καθηγητής) To συλλάβατε το θέμα;
    (Τάξη, δια βοής) Ναιαι....
    (Καθηγητής) Καλή λευτεριά!

  2. (Ο τεχνηταράς στον αδαή τεχνικό)
    - Απ' το πρωί σου αναλύω πως θα επιδιορθώνεις τα γαμημένα τα μηχανήματα, κι όλο απορίες έχεις. Με γκάστρωσες.
    - Όχι, εσύ με γκάστρωσες, που θες σώνει και καλά να μάθω εν μια νυκτί όσα έχεις μάθει σε δέκα χρόνια.
    - Ε... τότε καλή λευτεριά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω σε γαμήσια: Χιουμοριστική φράση που στο άκουσμα της, οι γνωρίζοντες γελούν πονηρά. Οι δε ανυποψίαστοι εκπλήσσονται, γιατί σα λίγο κουφάλες που είμαστε θέλουμε να τους παραπλανήσουμε. Όπως και να το κάνουμε, το άκουσμά της δημιουργεί πικάντικη ατμόσφαιρα.

Όχι... όχι, δε μιλάμε για συνουσία, παρτούζα και τα ρέστα. Τίποτα απ' αυτά... Τι όμως θέλει να πει ο ποιητής;

Η φράση σημαίνει απλά πάω σε γάμο και η εξήγηση είναι η ακόλουθη: πάω σε βαφτίσια σημαίνει πάω σε βάφτιση, άρα κατ' αναλογία πάω σε γαμήσια σημαίνει πάω σε γάμο. Μ΄άλλα λόγια, πάω σε γαμήλια τελετή.

Απόγευμα Σαββάτου ο Δημητράκης ο λέτσουρας, ντυμένος με κουστουμιά απαστράπτουσα, βγαίνει απ' το σπίτι του.
- Πού πας έτσι στολισμένος σα γαμπρός ρε Δημητράκη;
- Πάω σε γαμήσια.
- Και πού κολλάει ρε η κουστουμιά και η κυρίλα ρε μεγάλε; Μπας και θα πάτε πρώτα σε κάνα μπαράκι για να συναντηθείτε με τα μωρά που στη συνέχεια θα κουτουπώσετε;
- Τσου.
- Τότε μπας και θα παίξετε πρωτύτερα κάνα σεναριάκι που απαιτεί τέτοια αμφίεση, για να φτιαχτείτε;
- Κούλαρε ρε μαλάκα. Τι πίπες είναι αυτές που λες; Πολλή φαντασία έχεις; Μπας και μαστούρωσες; Τίποτα απ' αυτά. Σε γάμο πάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτόν τον τρόπο αποκαλείται κοροϊδευτικά: η κοκαλιάρα, η σκελετωμένη, μια γυναίκα που ο δείκτης μάζας της είναι teenager (13-19) και κατ' ευρύτερη έννοια, η υπερβολικά αδύνατη.

Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και ως τσίρο ή τσιροπούλι.

Ο όρος προέρχεται από τη σαμαροπαΐδα του σαμαριού. Οι σαμαροπαΐδες (βλ. φωτογραφία), είναι ξύλινες μικρές σανίδες που τοποθετούνται στην εξωτερική επιφάνεια του σαμαριού και ως εκ τούτου, διακρίνονται. Υπάρχουν τρεις στην αριστερή, άλλες τρεις στη δεξιά πλευρά και δύο στην πάνω πλευρά του σαμαριού. Αυτές συνδέουν το πίσω με το μπρος τοξοειδές στέλεχος του σαμαριού και αποτελούν το σκελετό του σαμαριού. Αποτελούν δηλαδή το βασικό πλαίσιο στήριξης του σαμαριού και λόγω αυτού του ρόλου τους, παρομοιάζονται με τα οστά του ανθρώπινου σκελετού που αποτελούν το πλαίσιο στήριξης του ανθρώπινου σώματος.

- Που λες ο Νώντας, τα 'χει μπλέξει με μια σαμαροπαΐδα, άλλο να σου λέω κι άλλο να τη βλέπεις. Μιλάμε... κάνεις ανατομία πάνω της. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη, που λέει κι ο ποιητής.
- Ε... ε... ε... είναι βιτσιόζο το άτομο. Μα να θέλει να κάνει σεξ με κόκαλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσικά και δε μιλάμε για του πουλιού το γάλα. Μιλάμε για την ανεξίτηλη σφραγίδα κάποιου κοτσιλοβομβαρδιστικού πτηνού. Κάποιου βομβιστή των αιθέρων. Κάποιου φτερωτού χεστικού. Κάποιου ελεύθερου σκοπευτή των αιθέρων. Το κοτσιλόσημο αποτελεί προσφορά του ουράνιου επισκέπτη και αποτελεί πλέον οικόσημο του αποδέκτη του.

Πάντως όπως η τύχη είναι τυφλή έτσι και αυτό χέζει στα τυφλά και εσύ έχεις ραντεβού (με την γκαντεμιά) στα τυφλά. Χέζει από ψηλά, εφαρμόζοντας την ατάκα: Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Αν τη φας τώρα στο κεφάλι, και το κοιτάξεις απορημένα, τι περιμένεις να σου πει; Λες να παραφράσει τον Καζαντζίδη και να σου πει: «Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπογράφω, σκλάβα την κεφαλή σου θα 'χω και δεν πρόκειται να μην ξαναχεστώ»;

Ρίχνει κατά ριπάς στου κασίδη το κεφάλι κι όποιον πάρει ο χάρος. Μέσω της ρίψης του κοτσιλόσημου, δηλώνει την ύπαρξη του. Παραφράζοντας τον Καρτέσιο, το πουλί είναι σα να λέει: «χέζω άρα υπάρχω». Ο ιπτάμενος κωλανδός δεν κάνει διακρίσεις, ούτε είναι δύσκολος στις επιλογές του αναφορικά με τη ρίψη του αυτοσχέδιου οικοσήμου. Ο ιπτάμενος φίλος χαλαρώνει και αρχίζει να υπογράφει αυτόγραφα στο κεφάλι, στο μηχανάκι (οϊμέ), στο αυτοκίνητο, στο παγκάκι, οπουδήποτε. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν ανηλεώς χωρίς τελεσίγραφα και διαμεσολαβητές.

Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά αποκαλούνται επίσης και spitfire (εκ των βρετανικών καταδιωκτικών αεροσκαφών που έδρασαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο). Επειδή πολλές φορές ο αποστολέας του κοτσιλόσημου δε διακρίνεται κατά τη ρίψη της κοτσιλοβομβίδας, αποκαλείται ως: στελθ (αόρατος, εκ της τεχνολογίας των μη ορατών πολεμικών αεροσκαφών).

Ο ιπτάμενος φίλος δε χρειάζεται να εμπνευστεί για να δημιουργήσει ούτε τα αυτοσχέδια κονσέρτα του, που τα δίνει σε καλλιτεχνικές γωνιές, στις φυλλωσιές των δέντρων, αλλά ούτε και τα κοτσιλόσημά του που τα μοιράζει απλόχερα. Δημιουργία το να υπογράφει αυτόγραφα του κώλου; Βεβαίως. Μια μορφή δημιουργίας είναι.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοτσιλόσημου, κατά ISO 9001 καθορίζονται από: το μέγεθος της κωλοτρυπίδας του πτηνού, την πυκνότητά του, την οσμή του, την κατάσταση της υγείας του (μπορεί να 'ναι γριπιασμένο), το σχήμα του, την ώρα παραγωγής του (άλλο πράγμα είναι να 'ναι φρεσκότατο, άρτι αφιχθέν από το φούρνο του, κι άλλο είναι να είναι ξερό και ληγμένο), το ύψος πτήσης, τους ανέμους που πνέουν στην περιοχή.

Το κοτσιλόσημο λειτουργεί ως ρουτινοσπάστης, γιατί ανατρέπει τη στάσιμη ροή των πραγμάτων. Πας για παράδειγμα να αράξεις το αμάξι σου, που το έχεις πλύνει πριν λίγο, κάτω από ένα δέντρο και το πρωί δε βρίσκεις αμάξι. Βόθρο βρίσκεις. Η κοτσιλιά έχει οξύ που οξειδώνει την επιφάνεια και αφήνει στάμπα και μετά πρέπει να βάψεις τον ουρανό, εξαιτίας της φωνής απ' τον ουρανό.

Άλλες φορές πάλι η φάση λειτουργεί ως υποστηρικτικό εργαλείο στο νόμο του Μέρφυ, κάνοντας μια κακή μέρα χειρότερη.

Άλλες φορές πάλι λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας, όταν η τύχη μάς ευνοεί ατέλειωτα. Για παράδειγμα, πάμε και θαυμάζουμε ένα ωραίο τοπίο μαζί με το ταίρι μας, βλέπουμε τον ήλιο να βουτάει στο πέλαγο την ώρα του δειλινού θαυμάζοντας τα μοναδικά χρώματα της πλάσης, κι εκεί που ετοιμαζόμαστε για ζαχαρώματα, έρχεται το κοτσιλοβομβαρδιστικό και πετάει την πινελιά στον πίνακα. Και, ω του θαύματος, αυτή η μικρή πινελιά έρχεται να επιτελέσει ραγδαία αλλαγή στο σκηνικό. Ενώ πριν 1 δευτερόλεπτο είχαμε εικόνες παραδείσου, σε 1 sec, έχουμε σκηνές από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων απ' τον παράδεισο, διά της ακούσιας παρεμβάσεως ενός τσιτσιφρίγκου.

Άλλο σκηνικό: Σκέπτεσαι να πας με το νέο αμόρε σου για ένα τρυφερό τετ α τετ, σε ένα υπαίθριο εστιατόριο και να κάτσεις σε ένα κατάμεστο εστιατόριο κάτω από το μοναδικό τραπεζάκι που βρίσκεται κάτω από ένα δέντρο, με πυκνές φυλλωσιές και παχιά σκιά. Και θεωρείς πως οι άλλοι είναι ηλίθιοι που δεν το προτίμησαν. Και ενώ αυτοσυγχαίρεις τον εαυτό σου, σε λίγο αρχίζει να βρέχει μέσα από το sky firewall (τείχος προστασίας από τον ουρανό), όταν ένα σμήνος πουλιών με ελάχιστη διαφορά φάσης το ένα από το άλλο αρχίζουν να βομβαρδίζουν κατά ριπάς το τραπέζι σου όπως οι Αμερικάνοι τη Σερβία. Και βομβαρδίζουν ανεξαιρέτως: κεφάλια, φαγητά, το φως των κεριών, το καινούριο μοντελάκι που αγόρασες από το Κολωνάκι για να κάνεις εντύπωση. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν τα πάντα. Κι εσύ σηκώνεις τη χαρτοπετσέτα ως λευκή σημαία. Αλλά αυτά δεν ξέρουν από διεθνείς συνθήκες. Σε κλάσματα δευτερολέπτου απομυθοποιούνται τα πάντα. Και ρομαντικά σκηνικά και μοντελάκια. Τα πάντα. Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά παίζουν με live σενάριο, χωρίς πρόβες και δοκιμές, χωρίς μοντάζ, χωρίς κομμένα πλάνα και σου φτιάχνουν μια ταινία που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος σκηνοθέτης.

Κάποιοι μαζόχες πάλι γουστάρουν να βασανίζονται και κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους γκαντέμη επειδή δεν πέρασαν το βάπτισμα του κοτσιλοχεστικού πυρός.

Κάποιοι άλλοι πάλι λένε: Γούρι... γούρι, και πάνε να παίξουν προπά και λόττο. (Τι κακό κι αυτό να θεωρεί κάποιος κάτι κακό σα γούρι).

Λένε πάλι κάποιοι: αν δεις σκατά στον ύπνο σου, λεφτά θα πάρεις. Το θέμα είναι τι γίνεται αν φας κουτσουλιά στον ξύπνιο σου;

Κάποιοι λένε πάλι, με κοτσίλισε πουλί, ε... σημάδι ήταν πως σήμερα το βράδυ το πουλί μας θα εκπυρσοκροτήσει.

Πολλοί επίσης αντί να κοιτούν την ουσία, το προσεγγίζουν το θέμα φιλολογικά, λέγοντας πως η λέξη κοτσιλιά φανερώνει εκλεπτυσμένη δημιουργία, ενώ η λέξη κουτσουλιά βλαχιά.

-Που λες περνούσα ατάρχα και δεν είχα προσέξει ότι στα σύρματα της ΔΕΗ, την είχε αράξει ένα εκτελεστικό απόσπασμα από περιστέρια. Πριν προλάβω να κάνω κίχ άρχισε τις βολές κατά ρυπάς και μ΄έκανε αγνώριστο.
-Σε βλέπω δόλιε.Το κοστούμι σου έγινε πουά απ' τα κοτσιλόσημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H φράση προέρχεται από γνωστό τηλεπαιχνίδι που παιζόταν παλιότερα στο Mega με παρουσιάστρια την Έλενα Ακρίτα και αποτελούσε μεταφορά του ομώνυμου κουίζ σόου του BBC με τηλεπαρουσιάστρια την Αν. Ρόμπινσον. Η τελευταία είχε κερδίσει τον τίτλο της πιο στριμμένης τηλεοπτικής πρωταγωνίστριας. Η ελληνική έκδοση ξεκίνησε το 2001 και η Έλενα Ακρίτα κινείτο σε αντίστοιχη ρώτα με την Αν. Ρόμπινσον και γι' αυτό ο Μητσικώστας είχε σατιρίσει δεόντως το αυστηρό και βλοσυρό ύφος της. Τα σκηνικά του παιχνιδιού ήταν σκούρα. Οι παίκτες έπαιζαν ως ομάδα και στο τέλος κάθε γύρου καλούντο να επιλέξουν τον παίκτη που χαντακώνει την ομάδα. Τόσο το στυλ της πρωταγωνίστριας, όσο και τα σκηνικά του παιχνιδιού, δημιουργούσαν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Η χαρακτηριστική φράση με την οποία η παρουσιάστρια εκτελούσε τον παίκτη ήταν: «Λυπάμαι, είστε ο πιο αδύναμος κρίκος». Στο τέλος διαγωνίζονταν μεταξύ τους οι δυο εναπομείναντες με στόχο να προκύψει ο νικητής.

Άρα η έννοια του όρου βασίζεται στην εύρεση του αδύναμου κρίκου της ομάδας. Η εύρεση δηλαδή του παίκτη που χαντακώνει την ομάδα. Αντίστοιχα, όταν λέμε πως κάποιος είναι ο αδύναμος κρίκος, θεωρούμε πως τα αποτελέσματα ή οι επιδόσεις του υπολείπονται των άλλων και τον καλούμε ή να διορθωθεί ή να αποχωρήσει. Επίσης λέγοντας τη φράση, μπορεί να θεωρούμε πως η γνώμη του δεν ταυτίζεται με την άποψη της πλειοψηφίας και τον καλούμε να συμβιβαστεί με αυτή την άποψη ή να αποχωρήσει.

Η φράση αυτή λέγεται με χιουμοριστικό στυλ, ωστόσο διατηρεί μέσα της έναν τόνο, κάτι σαν ετυμηγορία, σαν πόρισμα, που παραπέμπει στο στυλ της τηλεπαρουσιάστριας. Συνήθως, μια τέτοια ανακοίνωση κρύβει στο background της συσσωρευμένη αντίδραση για την επίδραση του αδύναμου κρίκου στην ομάδα.

  1. Σε ορειβατική αποστολή, ο τελευταίος που δεν έχει σχέση με το άθλημα βρίσκεται μακριά από τους άλλους, αγκομαχεί και είναι καταϊδρωμένος. Ο αρχηγός της αποστολής τον παίρνει παράμερα και με χιουμοριστικό στυλ του λέει:
    - Θανάση μην το πάρεις προσωπικά, αλλά… είσαι ο αδύναμος κρίκος της ομάδος. - Γιατί το λες αυτό;
    - Ο καιρός χαλάει, σε λίγο νυχτώνει κι αν ακολουθούμε τους ρυθμούς σου δεν θα προλάβουμε να φτάσουμε σύντομα σε ασφαλές μέρος. Θα αντιμετωπίσουμε κίνδυνο. Γι 'αυτό λέω να την αράξεις στο καφενεδάκι που θα συναντήσουμε σε κανά πεντάλεπτο και να μας περιμένεις εκεί.

  2. - Ντίνα, μην το συζητήσουμε άλλο. Όλη η ομάδα θέλει να πάμε στο στέκι του Αχαΐρευτου. Μόνο εσύ θέλεις να πάμε στο καφέ της Χαράς. Άρα είσαι ο αδύναμος κρίκος. Οπότε, ή έρχεσαι μαζί μας ή... καληνύχτα.

(από GATZMAN, 28/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση εστιάζει στο πρόσωπο του Δημήτρη Μπαϊρακτάρη που ήταν πρόγονος του ιδιοκτήτη της παμπάλαιας και πασίγνωστης ταβέρνας, του Σπύρου Μπαϊρακτάρη, που βρίσκεται στο Μοναστηράκι. Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε το 1833 στο Αγρίνιο και πέθανε το 1900 στην Αθήνα. Είχε σουλιώτικη καταγωγή. Διακρίθηκε για τις στρατηγικές του ικανότητες και τη γενναιότητα του στην Κρητική επανάσταση του 1866 και στον άτυχο για την Ελλάδα, ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.

Το 1893 διορίστηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη στον βαθμό του ταγματάρχη, ως πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας. Ήταν δε ο φόβος και τρόμος των κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας και σύχναζαν κυρίως στην πλατεία του Ψυρρή. Οι κουτσαβάκηδες, εκ του κουτσά βαίνω, βάδιζαν μ΄αυτόν τον τρόπο και ήταν οι ψευτοπαλληκαράδες και οι νταήδες της εποχής. Ανάμεσα τους ήταν κλεφτρόνια, χασικλήδες, νταβατζήδες, μπράβοι σε χαρτοπαικτικές λέσχες, αλλά και μπράβοι στη δούλεψη κομματαρχών της εποχής και επηρέαζαν μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων. Ήταν με δυο λόγια το «ανφάν γκατέ» της εποχής. Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής ευζώνων, εισέβαλε σε καφενεία, σε καπηλειά και σε κουτούκια της εποχής, τους συνελάμβανε και τους διαπόμπευε, εξευτελίζοντάς τους στην πλατεία Κλαυθμώνος. Τους ξύριζε το μισό μουστάκι, τους έκοβε τούφες απ’ τα μαλλιά τους, τους ψαλίδιζε το μόνιμα αφόρετο μανίκι του σακακιού τους, τους έκοβε τις μύτες των παπουτσιών τους και τους έκοβε το ζωνάρι που έπεφτε στο χώμα ώστε να γίνει τσαμπουκάς αν κάποιος κατά λάθος τους το πατούσε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ρεζίλευε τους μάγκες, οι οποίοι αισθάνονταν πως καταρρακωνόταν η «υπόληψη τους», ενώ παράλληλα παραδειγμάτιζε και τους άλλους. Στη συνέχεια πήγαινε τους κουτσαβάκηδες, σιδηροδέσμιους στη φυλακή.

Όταν στη σημερινή εποχή λοιπόν, λέμε τη φράση: Ε... ρε, Μπαϊρακτάρης που σου χρειάζεται, το λέμε σε στυλ πλάκας για κάποιον που δεν φορά το ένα ή και τα δύο ακόμα μανίκια του μπουφάν, του σακακιού, του παλτού του, μ' αποτέλεσμα το μανίκι, ή τα μανίκια να χάσκουν στο κενό και να λειτουργούν ως διακοσμητικά στοιχεία.

Ο Πέτρος φορά ριχτό το μπουφάν στον ώμο και ξάφνου βλέπει στο δρόμο, το φίλο του το Γιώργο.
Γιώργος: - Ε... ρε, Μπαϊρακτάρης που σου χρειάζεται... Πέτρος:
- Γιατί το λες;
Γιώργος:
- Eμ καλά λέω, φόρα κανά μανίκι ντε. Τι look είναι αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί φιλόσοφοι και μαθηματικοί, από την αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα απασχολούντο με την προσπάθεια του τετραγωνισμού του κύκλου. Προσπαθούσαν δηλαδή να κατασκευάσουν ένα τετράγωνο με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν του κύκλου. Το θέμα έκλεισε το 1882 όταν ο Φέρντιναντ Φον Λίντεμαν (Ferdinand von Lindemann) απέδειξε πως το θέμα δεν μπορεί να καταστεί εφικτό.

Γιαυτό όταν κάποιος λέει: «προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο» εννοεί πως επιδιώκει κάτι το ακατόρθωτο, κάτι το καταδικασμένο σε αποτυχία.
Ωστόσο λόγω της σημαντικότητας του εγχειρήματος, που απασχόλησε γενιές και γενιές επιστημόνων η εκφορά της συγκεκριμένης φράσης θα μπορούσε να σημαίνει πως κάποιος ασχολείται με κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό.

Λέγοντας κάποιος δε τη φράση «σιγά μην καταφέρω να τετραγωνίσω τον κύκλο» θεωρεί, πως είναι άσκοπο να κάνει μια προσπάθεια που φαίνεται εκ των προτέρων πως έχει από ελάχιστες έως μηδενικές πιθανότητες επιτυχίας.

Ο αδιάφορος πατέρας απευθύνεται στον σκράπα στα μαθήματα γιο του, παραμονές των πανελλαδικών εξετάσεων:
Πατέρας: Βάλε τα δυνατά σου.Προσπάθησε, να περάσεις στο Πολυτεχνείο.
Γιος: Πατέρα τι να σου πω; Προσπάθεια θα κάνω, αλλά να ξέρεις, προσπαθώ να τετραγωνίσω τον κύκλο. Δεν έχω δυνάμεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified