Η αγγλική φράση high fidelity (hi-fi), σημαίνει υψηλή πιστότητα και χρησιμοποιείται κατά κόρον σε συστήματα ήχου υψηλών προδιαγραφών, όπου αναφέρεται σε αναπαραγωγή ήχου υψηλής ποιότητας δια μέσου αυτών, προσεγγίζοντας, όσον το δυνατόν πιστότερα, το σήμα μιας μουσικής πηγής (π.χ: ενός cd).

Με παράφραση δημιουργείται ό όρος, high pipidelity, hi-pi (Χάϊ πιπιντέλιτι), που αναφέρεται σε στοματικό σεξ υψηλών προδιαγραφών (iso και βάλε), από μια έμπειρη τσιμπουκολοαρυγγοπνίχτρα πιπατζού, με έμφυτο ταλέντο στο παίξιμο των πνευστών. Από κάποια δηλαδή που διαθέτει πιστοποιητικά άψογου χειρισμού των νευρώνων του μπαργαλάτσου και της ακολουθίας του (όρχεων), αποκτηθέντα από το... πανεπιστήμιο. Αυτή ξέρει τις νότες του οργάνου απ' έξω κι ανακατωτά κι είναι ικανή να οδηγεί τον άλλο σε υπερβατική χαλάρωση, σε νιρβάνα (βλ. σχετικά: πίπα της ειρήνης).

- Μένιο η Λάουρα είναι καλή στις πίτες;
- Πέρι μου, από πίτες έχει μαύρα μεσάνυχτα, αλλά από πίπες... τι να σου λέω; Είναι μαστόρισσα στο high pipidelity.

(από GATZMAN, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την κλασσική έννοια του όρου, κερατίτιδα είναι η φλεγμονή που προσβάλλει τον κερατοειδή χιτώνα (τον εξωτερικό διάφανο χιτώνα που περιβάλλει τον βολβό του ματιού). Η ασθένεια αυτή προκαλεί κοκκίνισμα των ματιών, ενώ σε προχωρημένη version, μπορεί να παρατηρηθεί ισχυρός πόνος, θάμπωμα, απώλεια της όρασης, κλπ

Σλανγκιστί, αναφερόμαστε στην υποτιθέμενη ασθένεια που προσβάλλει τα απανταχού κερατωμένα άτομα, ένεκα του έντονου πόνου που και καλά προκαλείται, λόγω της ανάπτυξης των κεράτων.

Κι όσο το πράγμα εξακολουθεί, τόσο πιο δυνατή είναι η προσβολή από την ασθένεια, αφού τα κέρατα σχηματίζουν αλσάκι, το οποίο προστατεύει από την άγρια κακοκαιρία, προσφέροντας τη... μόνωση (μη φυσική μόνωση). Λέμε τώρα!. Κι αν το αλσάκι μεγαλώσει και γίνει κερατόδασος... ε τότε πια μιλάμε για ανίατη ασθένεια. Λέμε!

Ο Μήτσος, ο Γιώργος κι ο Βασίλης κάθονται σε ένα καφέ και συζητούν.
Μήτσος: - Αισθάνομαι ρε παιδιά, έναν πονοκέφαλο... μα τι πονοκέφαλο. Και τον αισθάνομαι συχνά ρε γαμώτο. Έχω πάει στους... γιατρούς, έχω κάνει τις... εξετάσεις, μα τίποτε δε μου βρίσκουν. Μου λένε πως είμαι κατά φαντασίαν ασθενής κι ότι πρέπει να με δει ειδικός γιαλομολόγος. Με συγχωρείτε ρε παιδιά αλλά πάω σπίτι να την πέσω λίγο γιατί έχω τρελαθεί στον πόνο.
Ο Μήτσος φεύγει. Οι άλλοι σχολιάζουν το θέμα.
Γιώργος:
- Τι να του συμβαίνει ρε; Δεν είναι τύπος που κάνει την τρίχα τριχιά.
Βασίλης:
- Φως φανάρι. Έχει προσβληθεί από κερατίτιδα.
Γιώργος:
- Μα τα μάτια του είναι φυσιολογικά.
Βασίλης:
- Τα μάτια του είναι εντάξει. Τα μάτια της γυναίκας του όμως...ε ίναι μονίμως πεταμένα έξω. Τον έχει ταράξει στις απιστίες. Μιλάμε τον έχει κάνει Αγιοβασιλιάτικο τάρανδο. Τον έχει μουρλάνει στις περικοκλάδες τον δόλιο, τον Μήτσο. Γι 'αυτό κι όταν πάνε να να βγουν τα κέρατα νέας εσοδείας, αυτός αισθάνεται τον... πονοκέφαλο. Είναι πίσω η ιατρική ρε πστ!. Δεν βρίσκει τα πλέον στοιχειώδη. Οποία κατάντια... χαχαμπουχα!

(από GATZMAN, 27/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε στον ομώνυμο φόρο που έπρεπε να καταβάλλεται από τούς μη Οθωμανούς υπηκόους κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ούτε μιλάμε ακόμα για τον φόρο που θα πέσει στα κεφάλια του κόσμου λόγω οικονομικής στύσεως.

Αναφερόμαστε στο φόρο, στο τίμημα ντε που πέφτει στο κάτω κεφάλι κάποιου, που εφορμώντας ακάλυπτος στο πεδίο της μάχης, αποκτά παράσημο τιμής και ανδρείας (π.χ: σύφιλη).

Πολλές φορές, αυτός ο φόρος αποδεικνύεται φόρος ζωής και έτσι μπορεί να πέσει μια και καλή στο κεφάλι κάποιου και να τον στείλει να κοιτάει μόνιμα τα ραδίκια ανάποδα.

- Έπεσε στο κεφάλι του Ντίνου κεφαλικός φόρος. Πάει να σκάσει ο άνθρωπος.
- Αφου δεν ψηφίστηκε ακόμα το θέμα ρε εσύ.
- Δε μιλάω ρε εσύ για τη νέα οικονομική εισφορά που πρέπει να δώσουμε.
- Τότε;
- Να, είχε.... πλακωθεί στο ξεσκούφωτο τον τελευταίο καιρό.....ε και πολύ θέλει....
- Δηλαδή;
- Ti δηλαδή; Παρασημοφορήθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όχι, όχι δεν μιλάμε για τον μαλάκα της διπλανής πόρτας.

Δεν μιλάμε για κάποιο συνηθισμένο μαλακάκο. Μιλάμε για μαλάκα με δίπλωμα. Με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας παρακαλώ! Λέμε τώρα!

Γι 'αυτό κι οι σκέψεις του, οι λόγοι του και τα επιτεύγματά του αναδεικνύουν την μοναδική και ξεχωριστή σφραγίδα του. Ο τύπος δεν έχει ανάγκη να αναπαράγει τις απλές μαλακιούλες των άλλων. Ακολουθεί το δικό του ξεχωριστό μονοπάτι. Έχει επαγγελματισμό! Αμ τι; Μπρίκια κολλάει;

Αν η μαλακία ήταν επιστήμη, το δίχως άλλο θα ήταν ένας από τους διακεκριμένους γκουρού της, που, χωρίς να μελετήσει και να ερευνήσει, χάρη στις αυθόρμητες μοναδικές ενέργειές του, θα ανοίγει συνεχώς νέους ορίζοντες. Συνεχώς θα 'ρχονται ολόφρεσκες φλασιές στην γκλάβα αυτού του Κύρου Γρανάζη της μαλακίας, για άλλες μαλακίες ιστορικές... για άλλες πιο μεγάλες και πιο τρανές.

Σημείωση:

1) Αν και υπάρχει έμμεση επιγραμματική αναφορά του όρου σ' αυτό το λήμμα, θεώρησα πως έπρεπε ο μαλάκας με πατέντα, αυτή η ειδική και ξεχωριστή περίπτωση μαλάκα, να αποκτήσει τη δική του αυτόνομη θέση.

2) Στο πιο χαλαρό, ο μαλάκας με πατέντα αποκαλείται: Βλάκας με πατέντα με κεφαλαίο Μ.

- Κοίτα τι μαλακίες έκανε πάλι το άτομο...
- Καλά... Κάθε μέρα κάτι ξεχωριστό. Δεν προβλέπεται με τίποτα. Αμα κάποιος γεννηθεί μαλάκας... κάθε μέρα και μια νέα μαλακία. Δεν εφησυχάζει ποτέ!
- Εμ, δεν είναι κλασσικός μαλάκας φίλε μου. Μαλάκας με πατέντα είναι! To 'ριξε στις πατεντιές πάλι! χαχαμπουχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέροντας τον όρο μεγαλόσταυρος, αναφερόμαστε στον ανώτατο βαθμό πολλών παρασήμων.

Επίσης αναφερόμαστε στη σύφιλη λόγω των σταυρών που εμφανίζονται στην ανάλυση αίματος του πάσχοντος απ' αυτή την ασθένεια.

Σλανγκιστί αναφερόμαστε:
1. Στον μεγάλο σταυρό που τοποθετείται στου πασά τον τάφο (βλ. παράδειγμα 1).

  1. Σε αρχιερείς, λόγω του μεγάλου σταυρού που φέρουν κρεμασμένο μπροστά τους (βλ. παρ. 2).

  2. Έμμεση ειρωνική αναφορά σε ορισμένους αρχιερείς που, στα πλαίσια φαρισαϊσμού και υποκρισίας, κάνουν επιδεικτικά το σήμα του σταυρού (βλ.παρ. 3).

  3. Ειρωνικά, για να ευαισθητοποιηθεί κάποιος και να αλλάξει μυαλά, όταν τα δίνει όλα χωρίς να αναγνωρίζεται το έργο του ή όταν αυτός κουράζεται υπερβολικά για λόγους τελειομανίας.

Δες σχετικά: εδώ και εδώ. Στην περίπτωση αυτή, ο όρος συντάσσεται ως εξής: «Θα κερδίσεις τον μεγαλόσταυρο;» Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 4.

  1. Αχ ο καημένος. Κουβαλάει του χάρου νερό. Δεν τον βλέπω να τη βγάζει καθαρή. Πολύ σύντομα θα του φυτέψουν τον μεγαλόσταυρο.

  2. Ένθεν και ένθεν, μέχρι τέλους των κεράτων της τραπέζης, εκάθησαν, ως έκαστος έτυχεν, αλλά μετά τους πρέσβεις, οι επίλοιποι των προσκληθέντων, οίτινες σαν οι υπουργοί, ο πρόεδρος της Συνόδου (ουδεμίαν όμως έχων ορισμένην επίτιμον θέσιν, αλλά μετά τον τελευταίον υπουργόν ερχόμενος και ως έτυχε καθήσας) οι αντιπρόεδροι της Βουλής (των γραμματέων αυτής μη προσκληθέντων) οι στρατηγοί και ναύαρχοι, οι σωματάρχαι, οι μεγαλόσταυροι, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο νομάρχης, ο αστυνόμος, ο δήμαρχος Αθηναίων, οι τρεις πρώην πρωθυπουργοί ΚΚ. Δ. Βούλγαρης, Α. Κουμουνδούρος και Ε. Δεληγεώργης, οι πλοίαρχοι των εν Πειραιεί ξένων πλοίων, ο διοικητής της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, και οι αυλικοί.
    Δες

  3. Πενήντα όπως τα λες είναι και ξέρω πολύ κόσμο που συμφωνεί με αυτά που λες. Όλα έχουν καταντήσει εμπόριο ακόμα και οι μεγαλόσταυροι μερικών.
    Δες

  4. - Αμάν πια. Πλακώνεσαι σαν το σκυλί στη δουλειά και κανείς δεν στο αναγνωρίζει. Σε έχουν του κλώτσου και του μπάτσου. Μπας και πρέπει να αλλάξεις βιολί; Τι νομίζεις; Νομίζεις πως θα κερδίσεις τον μεγαλόσταυρο;

Ο Παπούλιας απονείμει στον Σιούφα το μεγαλόσταυρο του τάγματος της τιμής (από GATZMAN, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Μαντείο των Δελφών ήταν το γνωστότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας. Θεωρείται ο ομφαλός του κόσμου, γιατί, όταν και καλά, ο Δίας άφησε δύο αετούς, έναν προς την Ανατολή και έναν προς την Δύση, αυτοί ήρθαν φάτσα κάρτα στους Δελφούς. Το μαντείο αυτό ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα. Η Πυθία ήταν το contact point... ε... ε... το πρόσωπο κλειδί... το διάμεσο ντε, με το οποίο επικοινωνούσε και καλά ο Θεός. Η Πυθία ερμήνευε τη θέλησή του (είτε για το παρόν, είτε για μελλούμενα γεγονότα) και την κοινοποιούσε στο κοινό.

Όταν, σλανγκιστί, αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιο πρόσωπο που μιλώντας με ύφος χιλιάδων καρδιναλίων φέρεται ως σοφή κουκουβάγια, ως ξερόλας, ως ομιλούσα εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ.

Σε κάποιον, δηλαδή, που θεωρεί τον εαυτόν ως την απόλυτη και πλέον εγγυημένη και αξιόπιστη πηγή γνώσης (που αφορά παρόν ή και μέλλον), λες και ο λόγος του φέρει την αξιοπιστία που είχε στα αρχαία χρόνια ο χρησμός του μαντείου των Δελφών.

Όπως ο χρησμός δεν αμφισβητείτο, γιατί είχε θείο κύρος, έτσι κι ο φίλος μας τσαντίζεται τα μάλα όταν κάποιος τολμήσει να αμφισβητήσει τα λεγόμενά του.

Σημείωση
Πολλές φορές η φράση μπορεί να λεχθεί από κάποιον που, χωρίς να είναι ξερόλας, δίνει συγκυριακά μεγάλη βαρύτητα στη διαίσθησή του ή στην εμπειρία του, ή επίσης μπορεί και να μην ξεκαθαρίζει τη σκέψη του, κρατώντας κρυφά χαρτιά.

Δύο γνωστοί συζητούν. Ο πρώτος είναι γνωστό ξερόλι, που ο δεύτερος δεν τον πάει με τίποτα.
- Που λες σε δυο χρόνια θα γίνει... μπλα... μπλα... Να πάρεις τα τάδε μέτρα... μπλα... μπλα... μπλα. Αλλιώς θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Ό,τι σου είπα, αλλιώς...
- Ναι... ναι... βέβαια... βέβαια. Μπορώ να πάω κόντρα στο μαντείο των Δελφών; Χάθηκα!... χαχαχα

Δελφοί (από GATZMAN, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ αδύνατο και κοκαλιάρικο άτομο. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία και σε αποχή από το φαγητό. Σχετίζεται δηλαδή, με καταστάσεις που παραπέμπουν σε τέτοιους σωματότυπους. (βλ.παράδειγμα 1).

Σχετικά λήμματα: σαμαροποαϊδα, λίγκρος, απ' τα κόκαλα βγαλμένη, τσίρος.

  1. Αναφορά σε κάποιο άτομο, που γενικά ή συγκυριακά έχει κόψει τις επικοινωνίες με τις κάτω χώρες, λόγω εργασιακών συνθηκών, πάρσιμου πινακίδων κλπ. Εδώ ο όρος, παραπέμπει σε νηστεία - αποχή από το σεξ. (βλ.παράδειγμα 2).

  2. Αναφορά σε κάποιο νηστίσιμο άτομο (βλ. παράδειγμα 3).

Συνώνυμη έκφραση (και για τις τρεις αναφερόμενες περιπτώσεις): Τη βγάζω σαρακοστιανά.

  1. - Πώς είναι έτσι η νέα φιλενάδα του Πέτρου;
    - Πώς είναι δηλαδή;
    - Εντελώς σαρακοστιανή μωρ' αδελφάκι μου. Σκέτη ακτινογραφία.

  2. - Ρε Πέτρο πολύ σαρακοστιανός έχεις γίνει τελευταία. Θα σε βαρέσει η αγαμία στο κεφάλι. Και στην κανονική νηστεία, ακόμα επιτρέπεται ανά περιόδους η κατάλυση ιχθύος
    - Δηλαδή;
    - Τι δηλαδή; Βούτα τον κολιό στο ξύδι μωρ' αδερφάκι μου.

  3. - Καλά... πολύ σαρακοστιανή η φιλενάδα του Μάριου.
    - Ναι ρε φίλε. Σωστή φάλαινα όρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές φορές μας ρωτάνε αν έχουμε κάποια συγγένεια με κάποιο άτομο, είτε επειδή μας βλέπουν συχνά μαζί (υποθέτοντας ωστόσο πως μπορεί να 'μαστε φίλοι, γνωστοί, γείτονες, κ.λπ.), είτε επειδή παρατηρούν πως έχουμε συνωνυμία μαζί του, κ.λπ.

Μια απάντηση που περιέχει τον όρο, συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα (το γαλακτώδες υγρό που περιέχουν τα ανώριμα σύκα), θυμίζει μεν... τον όρο συγγενείς απ' της μάνας το γάλα... αλλά... αλλά.... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες!

  1. Όταν εκφέρουμε τον όρο, υποδηλώνουμε εμφατικά και με χιουμοριστικό τόνο, πως δεν υπάρχει καμιά συγγένεια μεταξύ μας (ή αν υπάρχει είναι τόσο μακρινή, ώστε να μη λογίζεται ως συγγένεια), αφού απ' της συκιάς το γάλα μπορεί να πιει οποιοσδήποτε, εν αντιθέσει με το γάλα της μάνας το οποίο παραπέμπει σε αδελφική συγγένεια (ύψιστη μορφή συγγένειας). Για την περίπτωση αυτή, βλ. παράδειγμα 1.

  2. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση συγγενείς (βλ. παράδειγμα 2).

  3. Εδώ ο όρος έχει απαξιωτική χροιά και αναφέρεται σε κατ' επίφαση αδελφικά έθνη. Για την περίπτωση αυτή βλ. παράδειγμα 3.

Συναφής έκφραση: Η μάνα μου κι η μάνα του στον ίδιο ήλιο απλώνανε τα ρούχα τους.

  1. Ο Βασίλης, νεοπροσληφθείς στην εταιρεία συζητάει με τον Μάρκο:
    Βασίλης:
    - Βλέπω πως έχεις πολλές σχέσεις με τον Κώστα. Απ' την άλλη έχετε και το ίδιο επώνυμο. Είστε συγγενείς;
    Μάρκος:
    - Βέβαια… βέβαια! Συγγενείς απ' της συκιάς το γάλα!

  2. Οι Αιγιαλείς πυρόπληκτοι ακόμα δεν έχουν δει το χρώμα του 50ευρω και κάτι «κουμπάροι» από την άλλη άκρη της Ελλάδας πήραν 3.000 ευρώ, γιατί κάποιος ξαδερφοκουνιάδος τους απ' της συκιάς το γάλα έχει κτήμα στην Ηλεία.
    Δες

  3. Φίλοι μας οι Κούρδοι, απ' της συκιάς το γάλα..
    Λες και δεν ήταν οι Κούρδοι τα καλά παιδιά που κατάσφαξαν τους Πόντιους.
    Δες

(από GATZMAN, 30/03/09)(από GATZMAN, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τριανταφυλλίδης αναφέρει πως βιοπαλαιστής είναι αυτός που με κοπιαστική εργασία εξασφαλίζει την υλική επιβίωσή του, διεξάγοντας αγώνα για αυτήν.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, κάτι άλλο παίζει.

Οταν μιλάμε για βιοπαλαιστή, δεν αναφερόμαστε σε Γιακουμήδες, σε άτομα της γενιάς των 700 ευρώ και σε άτομα που δεν έχουν που την κεφαλή κλείναι.

Μιλάμε ειρωνικά για άτομα που είναι πιστά στο δόγμα: Νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη, για άτομα της γενιάς των 700.000.000 ευρώ, για άτομα που 'χουν βουνά από ψιλικό οξύ, για άτομα που 'χουν στρέμματα από μαρουλόκηπους, για προλεφτάριους, για σκαφάτους και λοιπούς φραγκάτους.

Μιλάμε για διευθυντές και μεγαλοστελέχη εταιρειών που φορώντας ύφος ζητιάνου, αξιοποιούν στο έπακρο την δημοσιοκαφρικήπαπαρολογία και κλαίγονται για τη ρουφιάνα την οικονομική στύση που τους χτύπησε τη πόρτα. Μέσω του φόβου της απόλυσης ξεζουμίζουν το προσωπικό τους, ζητώντας θυσίες προκειμένου, να μπορέσει να αντέξει η εταιρεία στο διάβα της οικονομικής στύσης, ώστε το προσωπικό να μπορεί να έχει δουλειά. Κλαίγονται, λες και θέλουν να τους ελεήσεις, ενώ φορώνταςύφος ν καρδιναλίων, προσπαθούν να ξεχωρίσουν απ' το κοπάδι, ζώντας μέσα στη χλίδα και στη γλκαμουριά.

Όχι... όχι δε ζουν στη γκλαμουριά για αυτούς. Για τη φουκαριάρα τη μάνα τους, που έζησε σε δύσκολα χρόνια «πείνας και δυστυχίας», ανέχονται την «ξεφτιλισμένη» την καλοπέραση.

Παρακαλούν και καλά, τον Άη Φανούρη να τους γυρίσει πίσω τα διαφυγόντα κέρδη, αλλά επειδή αυτός είναι μόνιμα κωλυώμενος... τα παίρνουν απ' τους υπαλλήλους τους, μέσω πενιχρών αυξήσεων, απολύσεων, άμισθης υπερωρίας. Ας είναι καλά το «τέρας» που λέγεται «οικονομική στύση».

- Ρε εσύ χθες που μας είχε μαζέψει ο ρουμάνος στο σαλόνι της εταιρίας και μας εξηγούσε πως κάνει φιλανθρωπικό έργο που δεν έχει απολύσει τη μισή εταιρεία εν μέσω οικονομικής στύσης, πήγα να δακρύσω. Σκέφτηκα: Τόσο μεγαλόψυχο αφεντικό έχω; Μα το Θεό θα θελα να του δώσω ένα πενηντόευρο. Τον λυπήθηκα... χαχαμπουχαχα!

- Ρε εσύ είναι βιοπαλαιστής ο άνθρωπος. Παλεύει καθημερινά με την οικονομική στύση προσπαθώντας να μην έρθει τούμπα στο καναβάτσο. Για ποιους το κάνει; Για μας το κάνει. Κι αντί να φιλοτιμηθούμε να δουλέψουμε τζάμπα, απ' τη μια θέλουμε αυξήσεις, ενώ απ' την άλλη σαν τις κατινούλες της γειτονιάς γκρινιάζουμε, που έχει τέσσερις βίλες, πέντε κότερα και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Αλλά αυτά τα 'χει για να χαλαρώνει από τη βιοπάλη, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να σκαρφιστεί ιδέες που θα βελτιώσουν τη μοίρα όλων μας. Αλλά εμείς, που να τον κατανοήσουμε; Είμαστε ζώα. χαχαμπουχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε μιλάμε φυσικά για έναν απλό γκαντέμη. Μιλάμε για κάποιον γκαντέμη που 'χει πλάκα τα γαλόνια.

Το γκαντεμογραφικό του σημείωμα είναι ολάκερος τόμος. Η χρυσή βίβλος των καταστροφών.

Τον έχουμε ικανό να κάνει δυνατή κάθε γκαντέμικη δραστηριότητα(πέρα απ' ότι σκεφτούμε ή φανταστούμε) γιαυτό και τον αποκαλούμε και γκαντεμοδύναμο.

Μιλάμε λοιπόν για κάποιον master of disaster. Για κάποιον γκαντεμόσαυρο άνευ προηγουμένου. Για κάποιον που θεωρούμε πως η αύρα του είναι τέτοια ώστε να μπορεί να προκαλέσει ένα απίστευτο κυκεώνα καταστροφών και συμφορών.

- Οποιος πάει κόντρα στον εθνικό γκαντέμη, θα πάθει μεγάλες ζημιές.
- Υπερβολές.
- Βρε άκου που σου λέω. Είναι γκαντεμοδύναμος ο Χαϊλάντερ. Δεν παλεύεται με τίποτα.

Δεν είμαι παντοδύναμος. Γκαντεμοδύναμος είμαι χε χε χε χε (από GATZMAN, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified