Το σημάδι που αφήνει στο πόδι η πολύ σφιχτή κάλτσα. Λέγεται έτσι λόγω της μορφολογίας του καλτσολάστιχου που μετατρέπει το κρέας στην περιοχή πάνω από την πατούσα σε κάτι που παρομοιάζεται με ράγες τρένου. Αν και ο κανονικός σιδηρόδρομος ενώνει, ο άλλος διαχωρίζει το πέλμα με το υπόλοιπο σώμα μιας και δεν επιτρέπει στο αίμα να περάσει. Άμεσο επακόλουθο η αλλαγή χρώματος του πέλματος σε άσπρο, γκρι ή εκρού του νεκρού. Μετά δε από πολύχρονη χρήση, επέρχεται σάπισμα των δαχτύλων, φλύκταινες, αλτσχάιμερ και αυχενικό.

Η λύση για αυτό το ντεγκαβλέ σημάδι είναι να πέσει βόμβα στα εργοστάσια παραγωγής άσπρων καλτσών-πετσετέ γιατί οι καταναλωτές των συγκεκριμένων για κάποιο λόγο συνεχίζουν να τις προτιμούν, οπότε κάποιος άλλος πρέπει να τους προστατέψει. Επίσης και εκείνα τα κοντά καλτσάκια που αφήνουν τον κρύο αέρα να περνάει μέσα στο παντελόνι και να κάνει τις τρίχες να σηκώνονται.

- Και πάμε Σούλα μου στην Μπαρμπαρέλα και να φωσφορίζει η άσπρη η κάλτσα η πετσετέ του Μάκη. Μαλλιά κουβάρια γίναμε. «Καλά ρε...», του λέω, «δεν ντρέπεσαι να φοράς ακόμη τέτοιες; Κι άντε δε ντρέπεσαι, τους σιδηρόδρομους δεν τους φοβάσαι; Σε λίγο καιρό θα σου κόψουν το πόδι και θα περπατάς σαν τον καλόγερο τον Ρώσο, τον τέτοιονα μωρέ».
- Και τι σε είπε;
- «Ποιον λες; Τον Ρα-Ρα-Ράσπουτιν;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-έκφραση πασπαρτού που με μιας διαγράφει ό,τι κακό έχουμε προηγουμένως πει είτε είναι μειωτικό για κάποιον άλλο, που τις περισσότερες φορές είναι, είτε ασεβές και δεν αρμόζει στην αγωγή αυτού που το λέει. Η χρήση της έκφρασης αποδεικνύει περίτρανα πως ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στις τεχνικές της στρουθοκαμήλου. Βέβαια, η λέξη τείνει να γίνει λεκτικό πάσο για να ξεστομίζει κανείς ό,τι μαλακία του έρθει στο κεφάλι και μετά να βγαίνει λάδι ζητώντας συγχώρεση. Λογικό είναι μετά ο σοφός εκείνος άνδρας να εμπνευστεί το «Από τότε που βρέθηκε η συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο».

Συνήθως ακούγεται από τύποις θεούσες που παραγγέλνουν με χωρίς γάλα τον καφέ σε περίοδο νηστείας δυνατά για να τις ακούσουν όλοι, από κουτσομπόλες που κρατούν τεφτέρι με το τι-και-πώς της γειτονιάς, του τετραγώνου, του δήμου κτλ, από τύπους με χαλαρό ηθικό υπόβαθρο σαν αντίδοτο στις τύψεις και από άλλους γκραν γαμάω τύπους που έχουν ψιλομπερδέψει την έννοια της συγχώρεσης με αυτή της «κάνω την παπαριά μου και μόνο ο Θεός είναι κριτής μου». Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για το αντίθετο φύλο, αλλάξτε απλά τις καταλήξεις.

(Δύο θύαινες συζητούν αμέσως μετά την περιφορά του Επιταφίου)

- Αχ Κούλα, τι αγαλλίαση κι αυτή.
- Ναι βρε Τούλα, ο καημένος ο Χριστούλης πήρε τις αμαρτίες μας.
- Ναι, ναι. Κι εμείς οι αχάριστοι τίποτα δεν δίνουμε πίσω. Οι τελευταίοι των τελευταίων είμαστε.
- Ά, να γεια σου. Σαν την Μαριγώ την παστρικιά! Με καλσόν δίχτυ ήρθε η άτιμη.
- Αμ η Βαγγελιώ του χασάπη; Για εκκλησία ήρθες μαρή για για βίζιτα, θεμουσχώραμε. Η φούστα εσώρουχο ήταν θαρρώ!
- Άσε άσε, φωτιά θα ρίξει ο Θεός να μας κάψει...
- Που να έβγαζα καταρράχτη και Αϊζενάουερ μια ώρα αρχύτερα να γλίτωνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθολογικό-υπερφυσικό ον που υπάρχει ανέκαθεν. Κατέχει την απόλυτη γνώση σε οποιονδήποτε τομέα και δίνει απλόχερα τα φώτα του σε όποιον τα χρειαστεί και τον επικαλεστεί. Κάνει όλες τις δουλειές που υπάρχουν, έχει πάει παντού, έχει άκρες επίσης παντού, έχει ζήσει τα πάντα (και τα κοάλα) και γνωρίζει προσωπικά όλους τους ανθρώπους στον κόσμο. Κανείς δεν τον έχει δει, παρόλα αυτά δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει γιατί πάνω σε αυτόν στηρίζονται τα θεμέλια του κόσμου όλου. Μαλάκες που το παίζουν κοινωνικοί ότι και καλά έχουν πολλούς γνωστούς, τύποι που ξεμένουν από επιχειρήματα και τύποι που δεν έχουν επιχειρήματα, που στην Ελλάδα είναι το 98,3% του πληθυσμού, του έχουν τυφλή εμπιστοσύνη και, αφού πιστεύουν ότι υπάρχει, υπάρχει.

Είναι χαζό φυσικά να σκεφτεί κανείς ότι έχει ρίζες από την Μεγαλόνησο όπως είναι εξίσου χαζό να σκεφτεί ότι είναι διαφορετικά άτομα. Η αλήθεια είναι ότι στατιστικά αποδεικνύεται πως τον έχουμε επικαλεστεί όλοι (ναι, ναι κι εσύ!), αλλά οι σοφοί πάντα αναγνωρίζουν τα λάθη τους. Τέλος να πούμε ότι αντικαθιστά το πέρα για πέρα ποζεράτο «ένας φίλος, ενός φίλου, ενός φίλου μου».

- Πώς πάει ρε Τάκη; Πώς πέρασες προχτές;
- Μια χαρά μωρέ.
- Εγώ που λες, ξεκίνησα από ταβερνούλα, έχω γνωστό γνωστού που είναι μάγειρας και έκανε καλό φαΐ. Μετά καφεδάκι χαλαρά, έχω γνωστό γνωστού μπάρμαν και μας τα κέρασε. Μετά χαλαρό ποτάκι, έχω γνωστό γνωστού σερβιτόρο και μας έκανε καλή τιμή. Τελικά καταλήξαμε κλαμπάκι, έχω γνωστό γνωστού πορτιέρη και μας βόλεψε.
- Δε μου λες, τον Σάκη τον Δημητρίου τον ξέρεις; Γνωστός μου είναι.
- Ε πως δεν τον ξέρω ρε, κι εμένα γνωστός μου είναι.
- Ε τότε εγώ έχω γνωστό γνωστού μαλάκα και μου ζαλίζει τα αυτά.

Ο Γνωστός Γνωστού κατά τον Γαΐτη (από Jonas, 21/04/09)Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πιο εξωτικά μέρη: (από ThomasTheBarbarian, 18/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από την τιμημένη εποχή που τα σημερινά σιντί ήταν μαύρα, πιο μεγάλα, φτιάχνονταν από βινύλιο και, αν έχεις το Θεό σου, δεν μπορούσες να τα κάνεις mp3 στο πισί γιατί, αν έχεις ακόμη το Θεό σου, δεν υπήρχαν πισί! Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να τα τοποθετήσεις σε ένα «μηχάνημα» και να ακουμπήσεις πάνω τους μια βελόνα, η πρωταγωνίστρια του λήμματος, ώστε να αρχίσει να ακούγεται ανάμεσα από τα ενοχλητικά «σπασίματα» και κάποιας υποτυπώδους μορφής μουσική. Είτε το μηχάνημα λεγόταν γραμμόφωνο, είτε «πικ-άπ» (οι κεκαλάδες το ξέρουν μόνο όπως το λέγανε στο χωριό τους: τερντέιμπλ) το αποτέλεσμα ήταν διασκέδαση στο φουλ και ανοιχτά στόματα μιας και δεν πίστευαν ότι αυτό το θαύμα έπαιζε μουσική από το μηδέν και χωρίς να χρειάζεται τύπους με πεντοχίλιαρα στο κούτελο, μπροστά τους!

Αλλά, φυσικά, κάτι πήγαινε στραβά. Συνήθως η βελόνα που ακουμπούσε στο δίσκο και μετέτρεπε αυτά που ήταν γραμμένα σε ταλαντώσεις οι οποίες θα παρήγαγαν ήχο (και με κάποιες άλλες διεργασίες που μάλλον δεν θα καταλάβετε) κολλούσε σε συγκεκριμένα σημεία με αποτέλεσμα η μελωδική φωνή του/της αοιδού να επαναλαμβάνεται σε στυλ: Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες (χρουτσουμπλουτζουμπλού) -βιόλες, -βιόλες, -βιόλες κτλ.

Ωσεκτουτού, από τότε χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε επαναλαμβάνει ό, τι κι αν λέει σε βαθμό ενοχλητικό. Η έκφραση ανήκει στην ιστορική αλλά αναντικατάστατη σλανγκ. Δεν έχει νόημα να πεις π.χ. Χάλασε το ματάκι που διαβάζει το σιντι εκτός κι αν το λες στον τεχνικό που θα στο φτιάξει.

- Άσε Μάκη, άσχημα νέα. Έμαθα ότι είσαι σχεδόν τάρανδος. Μόνο το κομμάτι κάτω από τα κέρατα σου λείπει.
- Για κάτσε ρε Λάκη, τι εννοείς;
- Εννοώ ότι το Λιτσάκι κάθε μέρα πάει μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον...
- Ε, κάτσε ρε! Τι έπαθες, κόλλησε η βελόνα;
- Όχι ρε καημένε Ρούντολφ! Απλά με τόσους πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).

Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.

Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.

(Δύο φίλοι συζητούν)

Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

(από Βασίλης-7, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος τρόπος για να πεις ότι «είμαι τζαμπατζής και προτιμώ να κλέβω ίντερνετ από το γείτονα παρά να δίνω 17 ευρώ το μήνα». Και ίσως, για όποιον θίχτηκε, «που να τρέχω να κάνω συνδέσεις μωρέ, καλό είναι και το γειτόνεξ». Η σύνδεση γειτόνεξ είναι η τεχνολογική εξέλιξη της τράκας, του τζαμπέισον και του δαιμόνιου οικονομικού μυαλού.

Το μόνο που χρειάζεται είναι ένας γείτονας που επιλέγει το ασύρματο ρούτερ γιατί είναι πιο μούρικο και γιατί υπάρχει προοπτική αγοράς μιας συσκευής που μπαίνει ασύρματα στο ιντερνέτ. Από εκεί και πέρα μπορείτε να συνδεθείτε είτε αυτόματα χωρίς να κάνετε τίποτα, είτε με τον κωδικό «1234567890123», είτε με την ημερομηνία γέννησης του γείτονα αν τα πράγματα δυσκολέψουν και έχετε δίπλα άτομο στο οποίο θέλετε να περάσετε την εικόνα του χακερά.

Από τις λέξεις «γείτονας» συν «κόννεξ» μείον τον οτεγιάννη συν τα ψαχτήρια του 11888 (η παρένθεση για την πράξη ανοίγει ακριβώς μετά το μείον και κλείνει ακριβώς μετά το τρίτο 8άρι για να βγουν καλά τα πρόσημα).

- Τί σύνδεση έχεις ρε φιλαράκι και αργεί τόσο το εργαλείο ναούμ';
- Γειτόνεξ ρε τζάμπα αλλά αργό, δεν τα έχουμε κι όλα δικά μας, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ!
- Τί σαπούνια και κοντίσιονερ ρε;
- Δεν το κατάλαβες; Αφού δεν έλεγε αυτοαναφορικά ρε γαμώτο...
- Σε βάρεσε η ακτινοβολία κατακέφαλα μου φαίνεται.

(από nick, 20/05/09)(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γείτονετ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση κλισέ που την χρησιμοποιεί πολύς, πάρα πολύς, κόσμος για να προσπαθήσει να δικαιολογήσει κάποιες κακόβουλες πρακτικές επιχειρηματιών, όπως σε περιπτώσεις υπερτίμησης, να δικαιολογήσει ότι του πιάνουνε τον κώλο, όπως σε περιπτώσεις υπερτίμησης, ή τέλος να δικαιολογήσει την δουλειά που κάνει κάποιος, σε περιπτώσεις δημοτικού αστυνομικού. Δηλώνει δηλαδή ότι κάποιος είναι εγκλωβισμένος σε αυτό που κάνει και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η μόνη εναλλακτική για τα παραπάνω είναι ή οι επαγγελματίες να κάνουν αυτά που κάνουν ή να γίνουν κλέφτες. Αυτό δείχνει στενομυαλιά, ντοπιολαλιά και πορτοκαλιά, αλλά ταυτόχρονα δείχνει και μια κάποια κατανόηση οπότε υπερτερεί το δεύτερο.

Ειδικά για θηλυκά ίσως ακουστεί και σαν «πουτάνες θα γίνουν;», αλλά είναι υπερβολικά μειωτικό για την συμπαθή τάξη των ιερόδουλων, άσε που και να ήθελαν τα περισσότερα καθημερινά θηλυκά δεν θα μπορούσαν.

- Τασούλλλα, δεν μπορώ να περάσω σήμερα το πρωί να σου πάρω. Πάρε ταξάκι.
- Καλλλά ρε Μπάμπη, προχτές δεν τα συμφωνήσαμε; Είπες να σου πάρω τηλέφωνο για να περάσεις.
- Έτυχε κάτι και δεν μπορώ να έρθω ρε. Πάρε ταξί, οι καημένοι οι ταρίφες τι θα κάνουν, κλέφτες θα γίνουν;
- Σιγά την απόσταση (α) ή (β).

(α): από το ταρίφας στο κλέφτης.
(β): θα το κόψω με τα πόδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σλανγκ ονομασία της γνωστής μάρκας τσιγάρων με σκοπό την γελοιοποίηση των Γάλλων και της συνήθειάς τους να προσθέτουν άχρηστα γράμματα σε όλες τις λέξεις, την προσπάθεια να δοθεί στην αφ' υψηλού γαλλική προφορά της μάρκας μια πιο λαϊκή χροιά και ωσεκτουτού ευκολότερη εκφορά και την έμφυτη τάση του απλού καθημερινού καλλιτέχνη, που δημιουργεί τη σλανγκ, να δημιουργεί τη σλανγκ.

Η πραγματική προφορά της μάρκας τσιγάρων είναι (από ό,τι με πληροφορεί ο απεσταλμένος μου στο απέναντι περίπτερο) «γκουλουάζ». Άντε τώρα τρέξε και βγάλε την προφορά από αυτήν εδώ τη λέξη «Gauloises» αν δεν είσαι γαλλομαθής ή έστω έχεις εξασκηθεί στη γαλλική (και ναι, τα ασανσέρ, καλοριφέρ, μιλφέιγ, κρουασάν, βουλε βου κου σε αβέκ μουά δεν πιάνονται για γαλλικά). Ίσως τα ακούσετε και σαν «γκαυλοίσες» ή ακόμη καλύτερα σαν «γκαβλίτσες». Να ξέρετε ότι είναι ακριβώς το ίδιο - και δεν χρειάζονται σχόλια για το γκαβλ-, πάλιωσε.

- Κυρ-Παντελή, πιάσε δύο Ντιξάν αναβράζοντα με προτοκαλιούς κόκκους, ένα πακέτο Μίσκο αλντέντε, δύο χλωρίνες Κλινέξ με την νέα βελτιωμένη δράση οξυγόνου, δυο σοκοφρέτες και δυο τσικουλάτες για τα πιτσιρίκια και 2 πακέτα γκαυλόισες για μένα.
- Καλά Ορέστη μου, να στα στείλω με το παιδί;
- Όχι ρε Παντελή, από τότε που είδε το Μπακαλόγατο μας έχει τρελάνει στα «αμ πως» και στις μαλακίες, θα περάσω να τα πάρω εγώ.

(από Vrastaman, 04/06/09)(από vanias, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σβήσιμο είναι το μαγαζί που δέχεται τις ορδές των κουρασμένων πάρτυ άνιμαλς αλλά και των υπόλοιπων εξοδούχων μόλις τελειώσει η «κυρίως» διασκέδαση. Πέρα από το κλισέ, μπανάλ, συνηθισμένο, σουπάτο πατσατζίδικο του κυρ-Τάδε ή το σουβλατζίδικο-σαντουιτσάδικο του κυρ-Δείνα υπάρχουν κι άλλα μέρη για να δοκιμάσετε να ανοίξετε τους ορίζοντές σας.

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

Το σβήσιμο ακούγεται έτσι όπως γράφεται (έεεελα) αλλά μπορεί να πάρει και ρηματική μορφή και κάποιος να πει ότι σβήσαμε κάπου ή ότι για σβήσιμο πήγαμε κάπου άλλου ή και στο ίδιο κάπου.

- Τι μαύροι κύκλοι είναι αυτοί ρε, πού ήσουν χτες;
- Άσε, ξεκίνησα από κλαμπάκι, μετά σε ένα ναμαγαπάδικο και για σβήσιμο Διπλοπενιές λάιβ.
- Καλά ήταν;
- Κόλαση! Σπάσαμε πιάτα, είδαμε λαμέ, χορτάσαμε και κρέας, όλες ήταν με τα μπούτια και τα βυζιά απ' έξω. Άσε, όλη νύχτα τραγουδούσα: «Όταν φύγω θα σου λείψω, θα σου λείψω
θα σου λείψωλείψωλείψωλείψωλείψω!»

τι καλύτερο από το να σβύνεις σε ένα πιάτο πατσά... (από BuBis, 13/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως αντί των συνώνυμων, αλλά εντελώς ξενέρωτων, έλα παππού να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου ή η αλεπού 100 το αλεπουδάκι 101. Το βαθύ νόημα της έκφρασης έγκειται στο ότι είναι παντελώς μάταιο να προσπαθεί κάποιος να κάνει οποιουδήποτε είδους υποδείξεις στον λέουρα που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και όταν δεν προλάβαινε με το πιο μεγάλο κουτάλι ειδικά όταν ο ίδιος δεν έχει ακουμπήσει καν ούτε πλαστικό κουταλάκι της καραμπόλας.

Η έννοια που προσπαθεί να περάσει η έκφραση, η οποία θα αναλυθεί γιατί τις περισσότερες φορές ο συμβολισμός είναι επικίνδυνο σπορ, είναι πως το παιδί που βγήκε από την ζεστή, μαλακή, υγρή, γλυκιά (αχ το καλοκαίρι) οπή της μάνας του μετά από ενέργεια του πατέρα του δεν είναι σε θέση να δίνει οδηγίες για το πού βρίσκεται η εν λόγω οπή. Έτσι και ο κάθε τυχάρπαστος δεν μπορεί να την βγαίνει οφσάιντ στους έχοντας και κατέχοντας τη γνώση (με εξαίρεση ίσως την Ποκαχόντας αλλά αυτή δεν τονίζεται στην προπαραλήγουσα!). Τουλάχιστον όχι χωρίς να τους εκνευρίζει και να τους κάνει να συμπεριφέρονται ανάρμοστα. Μην ντρέπεστε να χρησιμοποιήσετε το λήμμα επειδή ίσως να το έλεγε κι ο μπαμπάς σας και να έχει παλιώσει τώρα, έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ο πρωταγωνιστής.

- Κι έρχεται ο Μιχαλάκης και αρχίζει «Και η Κικίτσα αυτό, και η Κικίτσα το άλλο, και κόλπα και μόλπα». Έλα μπαμπά να σου δείξω πού το έχει η μαμά. Λες και δεν της τα έμαθα εγώ της Κικίτσας, που της έπαιρνα το χέρι να μου τον ακουμπήσει και μετά έμαθε να κάνει και αεροπλανικά.
- Πάντως ο Μιχάλης λέει ότι χαίρεται πολύ που επιτέλους την πηδάει κάποιος με πάνω από 10 εκατοστά.
- Ρε δεν λέω για την Κική αυτού του Μιχάλη, για την άλλη, του φίλου μου από το στρατό. Τον θυμάσαι ρε που είχε έρθει προχτές και-- Επ! Γεια σου ρε Κώστα! Πού χάθηκες εσύ;

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified