Αρπάζομαι, τουρμπίζομαι, μπινελικώνω, φασκελώνω, κατεβάζω καντήλια και ρίχνω και κάνα ξυλίκι μετά μουσικής.

Βλ. και. μανούρα.

- Μα τι σκατα τι θέλουν την πόρσε στην ΕΛλάδα οι ποζεράδες;...τρελαίνομαι να τους μανουριάζω πάνω απ το παπάκι όταν περνάμε απο δίπλα τους...τρελαίνονται κι αυτοί, θιγονται, μου κορνάρουν και βριζουν.
(εδώ)

- Βράδι φεύγω από την δουλειά και κάτι παρόμοιο γίνετε με έναν οδηγό ταξί και έναν καγκουράκο με παπί. Θα σου κάνω, θα σου δείξω, θα μου κλάσεις πιτσιρικάς με το παπί μέσα στην Κ*%@(λα τραβάει μπουκέτο στον ταξιτζή και του ρίχνει αρκετές. ΣΥνέχεια; Μπαίνει ο ταξιτζής στο αμάξι βγάζει ένα ωραιότατο οπλάκι και ευτυχώς δεν τον χρεισιμοποίεισαι. Ου μπλέξεις. Προσωπικά έχω σταματήσει να μανουριάζω στον δρόμο. Σίγουρα θα γίνουνε στραβές αλλά αφού δεν έχω χειρότερα, χτυπήματα και τέτοια, ο καθείς στον δρόμο του και όλα καλα.
(εκεί)

(από Vrastaman, 19/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος άσπονδος φίλος ή εχθρός σε κουρδίζει προκειμένου να σε κάνει τούρμπο.

Βλ. επίσης και τον εξαιρετικό αυτο-μότο ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω κάποιον με πειράγματα, προκλήσεις και ερεθίσματα προκειμένου να τεντωθούν τα νεύρα του (ωσάν χορδές κιθάρας) και να μανουριάσει.

Καρακλασικό, στα όρια του μη σλανγκ. Εναλλακτικά, τουρμπίζω.

- Δεν θα πάρω μηχανάκι. μεταχείρο ή καινουργίλα η κατάληξη είναι ίδια. = δεν μας παίρνει, οικονομικά, εργατικά, ΔΝΤακά, βάλε και την αεροπλανάτη παντόφλα μετά την στούκα , @@ μάντολες και χαλβαδόπιττα αμυγδάλου. Και σταμάτα να με κουρδίζεις, δεν χρειάζεται, είμαι αυτοκουρδιζόμενο πορτοκάλι.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταχειρισμένο, σε αυτο-μότο αργκό.

Εκ της συντομογραφίας μεταχειρ/ο. Βοηθάει βέβαια το ότι ακούγεται σαν γιαπωνέζικη μάρκα και καλά.

- Άκουσα 4 γνώμες από 2 μηχανικούς της Yamaha και από 2 από διάφορα συνεργεία.Να ξεκινήσω απ'τα διάφορα συνεργεία.Ο ένας μου είπε να του έδινα την μεταχείρο επειδή με γνωρίζει,να την ρεκτιφιάρει να κρατήσω τα λεφτά μου που θα τα έδινα «τζάμπα».Δηλαδή να είχα κανένα μεγαλύτερο πρόβλημα μετά.Ο τύπος ήταν expert. Δεν πήρχε,πραγματικά.Ο 2ος μηχανικός μου είπε,μπορείς να πάρεις μεταχείρο καμπάνα ή να διορθώσεις κ τη δική σου αλλά ρε φίλε ήξερες πως την πήγαινε το προηγούμενο χέρι την μεταχείρο;πως δούλευε;μπορεί ο προηγούμενος να της είχε αλλάξει τα πέταλα στα απότομα γκάζια κ να την βάλεις εσύ κ να σου δώσει σε καμιά θερμοκρασία τον κινητήρα στα χέρια...
(εδώ)

- Δεν θα πάρω μηχανάκι. μεταχείρο ή καινουργίλα η κατάληξη είναι ίδια. = δεν μας παίρνει, οικονομικά, εργατικά, ΔΝΤακά, βάλε και την αεροπλανάτη παντόφλα μετά την στούκα , @@ μάντολες και χαλβαδόπιττα αμυγδάλου. Και σταμάτα να με κουρδίζεις, δεν χρειάζεται, είμαι αυτοκουρδιζόμενο πορτοκάλι.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ονείρωξη του μηχανόβιου είναι να ξύνει γόνατο σε στροφιλίκια και φουρκέτες ωσάν επαγγελματίας MotoGP.

Οι ξύστρες σκληρά προστατευτικά γονάτου είναι απαραίτητες για την διατήρηση της αρτιμέλειας του αναβάτη. Αλλά ας μην γελιόμαστε, στις περισσότερες περιπτώσεις φοριούνται ως καγκουροκρεμαντζόλια.

- ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΩ ΞΥΣΤΡΕΣ; ΘΑ ΑΚΟΥΜΠΗΣΩ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ ΜΟΥ ΚΑΤΩ; Εάν ο στόχος σας είναι να ακουμπήσετε το γόνατό σας στην άσφαλτο, ο πιο ασφαλής τρόπος να το επιτύχετε είναι να έχετε κατανοήσει τις βασικές αρχές οδήγησης της μοτοσυκλέτας. Με άλλα λόγια, το να κατανοείτε και να εφαρμόζετε την τεχνολογία οδήγησης που μαθαίνετε στο Επίπεδο Ένα είναι ο καλύτερος τρόπος για να είστε σίγουροι ότι θα ξύσετε το γόνατό σας και όχι την μηχανή σας στην άσφαλτο. Μερικοί αναβάτες μπορούν να 'ξύσουν' και μερικοί όχι. Μερικοί το έχουν κάνει χιλιάδες φορές και μερικοί απλά δεν θέλουν! (φακ σχολής μοτοσυκλετιστώνε)

- Πριν αρχίσω τους αγώνες είχα την ίδια διαφωνία με τον αδελφό μου. Αυτός έξυνε τα πάντα εγώ καθόλου και «μου την έλεγε» ότι δεν ξέρω τί κλίση έχει η μοτο κτλ κτλ κλτ. Οταν αρχίσαμε τους αγώνες ο brother δεν έξυνε καθόλου και εγώ άλλαζα 3 σετ ξύστρες (γόνατου και μπότας, για να μη σας πώ για τα μαρσπιέ) σε κάθε ΣΚ αγώνα. Κάποια στιγμή, στις Σέρρες με έπιασε ο [...] και μου είπε: «Σου έχει πει κανείς ότι υπάρχει κανα βραβείο για αυτόν που πλαγιάζει περισσότερο; Αν δεν ριχνεις τόσο πολύ το μηχανάκι θα μπορείς να εκμεταλευτείς παραπάνω πέλμα από το ελαστικό και να είσαι με πιο πολλά χιλιόμετρα!»
(από ρουμανικό σάη)

Ξύστρες (από Vrastaman, 01/08/12)Ξύστρα in action (από Vrastaman, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικό επιφώνημα, συνοδευτικό τριών μεγάλων κατηγοριών χοιρονομιών μανουριάσματος:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσλάνγκευση του λούμπεν, με την προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -αριό (κατά τα καραπουτσαριό, καραπουταναριό, κ.ταλ.)

Για να κάνω και κακά, ετυμολογείται εκ της κατά Μαρξ λεξιπλασίας lumpenproletariat (< lumpen, ρακένδυτος, και proletariat, κατώτατη κοινωνικοοικονομική τάξη). Έτσι αποκαλούσαν ο θείος Κάρολος και οι απόστολοί Του μερίδα της εργατικής τάξης που δεν είχε «αναπτύξει ταξική συνείδηση» (γράφε: δεν ασπαζόταν τον μαρξισμό).

Έτσι κι εμείς αποκαλούμε λουμπεναριό κάθε περιθωριοποιημένο και εξαθλιωμένο, αλλά όχι με την καλή έννοια (γράφε: καμένους με τους οποίους για οποιοδήποτε λόγο τραβάμε ζόρι και στοχοποιούμε: ζάκια, πάκια, μπαχαλάκια, φασισταριά, πουσταριά, κ.ά. πολιτικούς-ταξικούς-φυλετικούς-γουατέβα αντιπάλους).

Εναλλακτικά: λουμπεναρία.

- Η ενδιαφέρουσα λέξη είναι το λουμπεναριό ...
(poniroskylo, εδώ)

- Το λουμπεναριό ποτέ δεν ήταν με τους εργαζόμενους. Όπως κλέβουνε τις επιχειρήσεις σήμερα, έτσι θα κλέβουνε και στον σοσιαλισμό τις επιχειρήσεις αύριο.
(εκεί)

- κωλοφασίστες δολοφόνοι... μια ζωή εγκληματίες λουμπεναριά ήσασταν. Δεν θα γίνετε άνθρωποι ποτέ.
(παραπέρα)

- Δεν ήταν ποτέ το κέντρο μια όαση στην τρικυμία. Πάντα υπήρχε πεθώριο, ναρκωτικά, λουμπεναριό . Στην Ομόνοια εδώ και δεκαετίες γινόταν διακίνηση ναρκωτικών, όχι τώρα, η Αχαρνών με τους οίκους ανοχής ήταν περίεργη περιοχή, η Φωκιώνος κάποτε, η Πλάκα παλιότερα, η Τρούμπα ακόμα παλιότερα.
(παραδίπλα)

1.07 (από Vrastaman, 12/08/12)Ceci n\'est pas slang.gr (από Vrastaman, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύστημα ανάγλυφης γραφής που επιτρέπει σε τυφλούς και μη σύντεκνους να θωρούν τις πινακίδες και δια της ψηλαφήσεως.

Αναπτύχτηκε στην λεβεντογέννα, αλλά συναντάται και στην Μάνη.

Clopyright ΜΧΣ, στον οποίον και αφιερούται.

(από Galadriel, 14/08/12)ετς! (από MXΣ, 14/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική περιγραφή ρημαδιακών, καταπονημένων, καχεκτικών, χλεμπονιάρικων, σταφιδιασμένων και χτικιαριακών υποκειμένων, αντικειμένων, τόπων και τρόπων. Με ιδιαίτερη μνεία στα αμνά.

Πιθανώς Ηπειρώτικο ιδίωμα. Αβέβαιη και η ετυμολογία, σάμπως και να συνδέεται με την σούφρα.

- Να ανασκολοπισθεί και το παρηκμασμένο και διαπλεκόμενο ΕΣΡ. Χουντοκρατούμενο, ομοφοβικό, σαφρακιασμένο, ασχολείται μόνο όσο βλέπει η πεθερά για τη διάθεση του τηλεπτικού χρόνου.
(εδώ)

- Μωρή σαφρακιασμένη κάμπια, για το Μεμά και τη Ροζαλίτσα μας πέρασες; Άντε γλέίψε καμιά πάκικη ψωλή μπας και βγάλεις κάνα φράγκο να πάρεις καμιά φασολάδα να ντερλικώσεις. :pipa1: :fuck2: (εκεί)

- μαλάκω σαφρακιασμένη γαμιολοφόρα λέει στην 6χρονη κόρη της ότι τα κορίτσια γίνονται μαζορέτες για να παντρευτούν πλούσιους παίκτες (τσίου, παραπέρα)

- H γριά μπατάλω η νταουνλοντιέρα, elle est munie d' un σαφρακιασμένο μουνί
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified