Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη τον εκκλησιαστικό κλήρο και δη τον ανώτερο.
Είδες ειδήσεις χθες; Όλο το παπαδαριό είχε μαζευτεί στο σπίτι του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη τον εκκλησιαστικό κλήρο και δη τον ανώτερο.
Είδες ειδήσεις χθες; Όλο το παπαδαριό είχε μαζευτεί στο σπίτι του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, πελοποννησιακής προελεύσεως. Αναφέρεται σε άτομο που φέρεται περίεργα και τον οποίο ελάχιστοι συμπαθούν. Η έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από Πελοποννήσιους.
Εεεεεεεεε, που πας ρε αρχίδα, κοίτα μπροστά σου, θα σκοτώσεις κανά άνθρωπο!
Got a better definition? Add it!
Άτομο μικρής ηλικίας, το οποίο προσπαθεί να μεγαλώσει πριν την ώρα του και να εκφέρει απόψεις για πράγματα που αγνοεί.
Φύγε από 'δω ρε πουτσί, που μου έμαθες τι είναι και τα ομόλογα...
Δες και πουτσαράς.
Got a better definition? Add it!
Ο άρτι αφιχθείς στρατιώτης στη μονάδα, ο οποίος προσπαθεί να προσπεράσει την υφιστάμενη ιεραρχική δομή και να αποφύγει τις δύσκολες υπηρεσίες. Θρασύς και κουτοπόνηρος, τοποθετείται ηθικά κοντά στον καβατζόπουστα.
Τι λες ρε πουστόνεο που δεν θα ξανακάνεις 12-3 σήμερα; Θα σου τεντώσω το κορμάκι!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα, μικρής ή μεγάλης ηλικίας, κάποιες φορές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά όχι πάντα ή απαραίτητα, που αναλώνεται σε επουσιώδη ζητήματα, επιδίδεται στο σχολιασμό τρίτων προσώπων και κουτσομπολεύει ασύστολα. Βασικό χαρακτηριστικό της Κατίνας είναι η διπροσωπία και η κουτοπονηριά. Εναλλακτικά χρησιμοποιούνται και οι όροι «κατινάκι» ή «κατινικό».
Η γυναίκα του Γιώργου είναι μεγάλη κατίνα: χθες σχολίασε τα ρούχα της Καίτης μπροστά σε όλους, λέγοντας ότι είναι σίγουρα αγορασμένα από φτηνιάρικη βιοτεχνία στα Λιόσια.
Βλ. και κατινιά. Στα σχόλια του λήμματος υπάρχει συζήτηση για την ετυμολογία του «κατίνα».
Βλ. και αυτί της γης, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κουτσομπολόι, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο
Got a better definition? Add it!
αλογομούνω / αλογομούνα
Η ψηλή και ογκώδης γυναίκα, εντυπωσιακή όπως μία φοράδα, αλλά εξαιρετικά μεγαλόσωμη.
Για δες τι έρχεται, τι αλογομούνω είναι αυτή, πρέπει να είναι Ολλανδέζα.
Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Η γουρούνα που μόλις γέννησε, η οποία είναι εξαιρετικά παχιά, θηλάζει τα γουρουνόπουλά της και είναι επίσης δυσκίνητη και βρώμικη. Συνώνυμο αποκρουστικού θεάματος, υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε μεγαλόσωμες γυναίκες με άσχημο πρόσωπο κι συνήθως κακή συμπεριφορά.
Είδα τη θεία μου από την Αλεξανδρούπολη τις προάλλες στο σπίτι της γιαγιάς. Έχασκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν λιόπα και δεν είπε ούτε καλησπέρα.
Got a better definition? Add it!