Αρκετά γνωστή έκφραση, η οποία περιγράφει ένα άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, με ευφυΐα, (βλ. επίσης διαόλου κάλτσα). Σε άλλες περιπτώσεις εννοείται ότι κάτι είναι στημένο, με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα.
Το παράλογο του πράγματος τονίζει την ιδιαιτερότητα του ατόμου: ενώ είναι πρακτικά αδύνατο να διαβάσει κανείς ένα κλειστό [βουλωμένο] γράμμα, αυτός τα καταφέρνει!

  1. Σχόλιο blogger φιλάθλου σε forum>

Βουλωμένο γράμμα, διαβάζει ο Κόκκαλης!

Με το «φιάσκο» του Παναθηναϊκού στη Ξάνθη, δικαιώθηκε πρώτος και καλύτερος ο Σωκράτης Κόκκαλης, που υποστήριζε μετά βδελυγμίας μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα στους παίκτες, πως ο Παναθηναϊκός δεν πρόκειται να πετύχει το έξι στα έξι! Βουλωμένο γράμμα διάβαζε ο μεγαλομέτοχος του Ολυμπιακού και όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η στήλη, χάρηκε με την ψυχή του, το ναυάγιο των «πράσινων» στα Πηγάδια.

  1. Σχόλιο σε διαδικτυακό forum:
    Εκτεθειμένος ο υπουργός Τα δύο μεγάλα κόμματα στη χώρα μας σύμφωνα και με τις τελευταίες καυτές αποκαλύψεις...έπαιρναν και παίρνουν μαύρο πολιτικό χρήμα από μεγάλες επιχειρήσεις, μέσα από σκοτεινές διαδρομές. Παρά ταύτα ο υπουργός είχε δηλώσει προ ολίγων ημερών, αναφερόμενος στο σκάνδαλο Ζίμενς, ότι δεν είχε διαπιστώσει οιανδήποτε σχέση μαύρου χρήματος με πολιτικά πρόσωπα και κόμματα…
    Βουλωμένο γράμμα διαβάζει ο υπουργός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως φορτίκ (πλούσιος) ή καραφορτίκ (πολύ πλούσιος), σε πιο μαγκιόρικη διάσταση του δρόμου.

Η Γεωργία είναι καλό γκομενάκι και φορτίκ, αλλά η Ελευθερία φίλε είναι εκτός συναγωνισμού: μούναρος και καραφορτίκ μαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αυνανισμός κατά τρόπο διαφορετικό από τον κλασσικό: το κέντρο της παλάμης τοποθετείται πάνω στη βάλανο, ενώ τα δάχτυλα τοποθετούνται στον κύριο κορμό περιμετρικά, δημιουργώντας ταλάντευση στο πάνω μέρος του πέους.

- Πού ήσουν ρε μεγάλε χαμένος, σε έψαχνα παντού;
- Έριξα μία φουφουλάτη φίλε, ξεγυρισμένη....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόστυχη έκφραση για την περιγραφή της παρά φύσιν σεξουαλικής πράξης, κοινώς γνωστή ως «από κώλο». Με σημείο αναφοράς την κωλοτρυπίδα, η οποία αποκαλείται σφιγκτήρας λόγω στενότητας και μικρού μεγέθους, πρόκειται για εκχυδαϊσμένο τρόπο για να εκφράσει κανείς την καθ' αυτού πράξη.

Αν ξανακάνεις ατομική προσπάθεια αντί για οργανωμένη επίθεση, θα σου χαλαρώσω τον σφιγκτήρα, παλιομαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως αποδεκτός και χρησιμοποιούμενος χαρακτηρισμός γυναίκας, η οποία επιδεικνύει εξαιρετικά δραστήρια σεξουαλική συμπεριφορά, χωρίς φόβο και πάθος.

Μεταφορικός χαρακτηρισμός από το ρήμα «ξεσκίζω», δια του οποίου τονίζεται η μανία και η επιθετικότητα με μοναδικό στόχο την τέλεση της ερωτικής συνεύρεσης.

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «ξεσκίστρω». Βλ. και πουτσοξέσκιστρα, ξεσκί.

  1. Η ξεσκίστρα κατά τους αρχαιολάτρεις οπαδούς:

ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ – ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ–Η

ΕΚ ΤΟΥ «ΕΚ» ΚΑΙ «ΣΚΙΖΩ». ΞΕΣΚΙΣΤΡΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΔΗΛΟΙ ΤΗΝ ΑΚΟΡΕΣΤΗΝ ΣΑΡΚΙΚΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑΝ Η ΟΠΟΙΑ ΕΙΣ ΠΡΩΤΟΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΞΟΡΜΑΕΙ ΕΙΣ ΑΤΟΜΟΝ ΚΑΙ ΣΚΙΖΕΙ ΤΑΣ ΣΑΡΚΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΠΡΟΚΑΛΩΝΤΑΣ ΑΠΟΤΟΠΟΘΕΤΗΣΙΝ ΑΥΤΩΝ. «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΟΣ» ΚΑΙ «ΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ» ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΟΣ ΠΑΘΗΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ.

  1. Περιγραφή με έντονο λυρισμό:

Έτσι και έγινε αφού κατάπιε σημαντική ποσότητα με τράβηξε στο κρεβάτι όπου αφού τις έγλειψα δάχτυλα των ποδιών τις γάμπες και τα μπούτια μου είπε να της κάνω «πινέλο» (βλ. και πινελάκι) στην κλειτορίδα. Χωρίς να το πολυκαταλάβω σε λίγο άδειαζα το δεύτερο φορτίο μου στα αχανή έγκατα του μουνιού της!
- Γάμα με όπως την ξεσκίστρα την αδελφή μου αγόοορι μου ααααα....
Χύυυνω.
Μετά γυρίζει στα τέσσερα και μου λέει :
-Από τον κώλο δεν το κάνω... θα σου κάνω όμως κάτι καλύτερο που το έχω κάνει σε όλα τα τεκνά και έχουν ξετρελαθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη άτομο γένους θηλυκού. Με λογική αντίστοιχη του παλιανθρώπου, χαρακτηρίζει τη γυναίκα ανάξια λόγου και ποιότητας, με την οποία δεν αξίζει να ασχολείται κανείς. Συχνάκις χρησιμοποιούμενο, το συνθετικό παλιο- στην αρχή της λέξης ενέχει χροιά αρνητική και απαξιωτική στη λέξη στην οποία προστίθεται, εν είδει ποιοτικού χαρακτηρισμού.

- Πού είσαι ρε Κωστάκη, χάθηκες, καιρό έχω να σε δω. Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλε, τρέχω με τη Νίνα πάλι, εκεί που φάνηκε ότι τα βρίσκουμε, πάλι μού κάνει νερά.
- Καλά, νόμιζα ότι τα συζητήσαμε αυτά τα ζητήματα και δώσαμε λύση. Σού είπα να μην ασχολείσαι με αυτό το παλιομούνι, δεν το αξίζει. Να οι γυναίκες, μπορείς να βρεις ό,τι γουστάρεις. Δεν αξίζει να αναλώνεσαι με τα παλιομούνια, πόσες φορές πρέπει να σού το πω;

Χαρακτηριστική περίπτωση homo paliomunicus (από krepsinis, 05/02/09)

Δες ακόμη -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με προκλητική εμφάνιση και έντονο ερωτισμό, σε βαθμό τέτοιο που να παραπέμπει σε ιερόδουλο. Για κοπέλες μικρότερης ηλικίας εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ο όρος «βιζιτάκι».

Ωραία κοπέλα η Άννα, αλλά έτσι προκλητικά που ντύνεται και βάφεται, τονίζοντας πάντα το μεγάλο της στήθος, παραπέμπει σε βιζιτού.

Βλ. και σχετικό λήμμα βίζιτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified