Αποχαιρετισμός σαν το «τα λέμε», αλλά πιο μάγκικος.

Φεύγω, πάω για καφέ με τον Νίκο. Τα λέγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσουρέκια: τα πρησμένα αρχίδια. Όταν κάποιος σε εκνευρίζει ή σε ταλαιπωρεί με αυτά που κάνει ή με αυτά που λέει.

Θα μου πεις επιτέλους τι σου είπε για μένα; Άντε τσουρέκια μου τά 'κανες τόση ώρα που σε παρακαλάω.

(από xalikoutis, 30/10/08)(από dryhammer, 16/05/14)

Σχετικά: κρεμμυδασκέλες, μπαλόνια, νταούλια, αερόστατα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει πώρωση με τον στρατό.

Φοράει στρατιωτικά ρούχα, έχει όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως μαχαίρια, στρατιωτική ταυτότητα, αρβύλες ακόμα και όπλα. Επίσης οι συμπεριφορά του και οι κουβέντες του γυρίζουν γύρω από θέματα του στρατού.

- Καλά δεν ξανακάνω το λάθος να πάω για καφέ με τον Γιώργο τον στρατόκαυλο... Όλη την ώρα μας έλεγε για τα Ο.Υ.Κ., πόσο γαμάτα είναι και πως τους εκπαιδεύουν κτλ. Λες και δεν ξέρουμε πως αυτός στον στρατό ήταν μάγειρας!!

Όταν είσαι κάγκουρας και στρατόκαυλος πρέπει να το δείχνεις με κάθε τρόπο #eklapsa  (από soulto, 19/03/15)Πάει ασορτί με το δίπλα κάγκουαρ να το φοράει η καγκουρίνα του στρατόκαυλου! (από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται από αυτούς που παίζουν στοίχημα, για να πουν πως έχασαν κάποιο ή κάποια από τα παιχνίδια που είχαν παίξει.

Πάλι στον κουβά ρε γαμώτο! Δυο εβδομάδες τώρα δεν έχω πάρει ούτε ευρώ! Μήπως να κόψω το στοίχημα και να αρχίσω το Kino;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο ρέστος.

- Δικέ μου έχεις κανένα κατοστάρικο να ταΐσουμε κανένα φλιπεράκι;
- Τι κατοστάρικο ρε 'συ; Αφού το ξέρεις, είμαι στεγνός εδώ και δυο μέρες. Ούτε τσιγάρα δεν έχω. Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.

Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκ, σουκού, σου κου

Το Σαββατοκύριακο.

Περίμενα πώς και πώς να έρθει το σου κου να πάω για κανένα μπάνιο, και Παρασκευή μεσημέρι μου λένε πως θα δουλεύω και Σάββατο και Κυριακή! Φταίω εγώ που τους διαολόστειλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο στεγνός.

-Πήγα το πρωί και πλήρωσα εφορία, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο και κάτι γραμμάτια και έχω μείνει ρέστος. Να δω πώς θα βγει ο μήνας πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω, την κάνω. Από το παίρνω τον πούλο.

Εγώ την πουλεύω, γιατί είχα πει στην Τόνια πως θα πάω να δω τους γονείς μου και αν με δει εδώ, θα γκρινιάζει μέχρι αύριο.

(από Khan, 12/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παραδοσιακό ελληνικό σουβλάκι (αν και οι ρίζες του είναι ανατολικές), τυλιγμένο σε πίτα. Συνήθως με τζατζίκι και κρεμμύδι, αλλά υπάρχουν διάφορες παραλλαγές στα διάφορα μέρη τις Ελλάδας.

- Τι κρέπες και μαλακίες μωρέ; Πάμε να φάμε τίποτα πιτόγυρα, να πιούμε και μια δυο μπύρες να χορτάσουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified