Συνήθως το ναρκωτικό ecstasy, αλλά χρησιμοποιείται και για άλλα ναρκωτικά σε μορφή χαπιού.

  1. Θα βρούμε κανένα κουμπί για το πάρτυ ή θα πάμε ξενέρωτοι;

  2. - Καλά ρε, κουμπωμένος ήρθες στην σχολή πρωί-πρωί;
    - Είχα πάει σε ένα πάρτυ χτες το βράδυ και ήρθα κατευθείαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοκαΐνη ή αλλιώς κόκα. Συνήθως την μετράνε σε gr, δηλαδή γραμμάρια.

  1. Θα πιούμε την κοκό μας και θα πάμε στο πάρτι.

  2. Τρία gr κοκό φτάνουν.

Σχετικά: κοκορέτσι, κοκόρι, κοκακόλα, αναψυκτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για να δείξουμε μεγάλη τρομάρα. Χρησιμοποιείται και ως κλάνω πατάτες / φασκόμηλο / μαλλί / μπάμιες με την ίδια σημασία.

Με το που είδα τι γομάρι ήταν έκλασα μέντες και του ζήτησα συγνώμη.

Με το καινούργιο Τζέημς Μποντ έκλα-Sam Mendes! (από Khan, 19/11/12)

Βλ. και κλάνω πετούγιες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».

Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ακούει punk μουσική και πρέπει να το αποδεικνύει συνεχώς με την εμφάνιση αλλά και την συμπεριφορά του. Συνήθως συναντάται στα Εξάρχεια (στην Αθήνα) και στην Ναυαρίνου (στην Θεσσαλονίκη). Υιοθετεί την στερεότυπη εικόνα του punk, επιβιώνει μόνο με μπύρα και ρετσίνα και οι κοινωνικές του ανησυχίες περιορίζονται στο «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι».

Πήγα να δω συναυλία των Exploited που τους άκουγα μικρός αλλά ξενέρωσα. Γεμάτο μεθυσμένους κατσαπάνκηδες ήταν το μέρος. Μοϊκάνες, δερμάτινα μπουφάν και ύφος «σας γαμάω όλους».

(από patsis, 15/04/13)

Βλ. και πανκιό, χαοτικός πάνκης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.

Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάω επίμονα, κοζάρω.

Ρε η γκόμενα σε καρφώνει τόση ώρα, πρέπει να γουστάρει, θα πας να της μιλήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρτυρώ, λέω ένα μυστικό.

Κάποιος με κάρφωσε στην δασκάλα ότι έβαλα εγώ την πινέζα στην καρέκλα της γιατί μετά το μάθημα μου είπε να πάω στο γραφείο της! Αυτός ο σπασίκλας ο Γιώργος θα ήταν, είμαι σίγουρος!

Δες και καρφώνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυριάρης, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος. Αυτός που λέει τα μυστικά ή καταδίδει άλλους.

- Θα πούμε στον Γιώργο πως θα κάνουμε κοπάνα; - Τι σε αυτό το καρφί; Όχι βέβαια, αυτός θα πάει να το πει σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε μεταφορικά για κάποιον που γλείφει για να πετύχει τον σκοπό του.

— Τελικά την πήρε ο Αντώνης την προαγωγή.
— Αφού έκανε πίπες στο αφεντικό, πώς να μην την πάρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified