Ως μεταβατικό ρήμα, αυτοκτονώ κάποιον: (α) φέρνω κάποιον στα πρόθυρα αυτοκτονίας, στα όριά του, (β) σκοτώνω (λέγεται ως αστείο).

  1. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, βρε κολόνα του σπιτιού μου, τί διαζύγια μου λες; Να με αυτοκτονήσεις θέλεις;

  2. Παίξτε μπάλα ρέεεεεεεε!... Ψόφιοιοιοιοι!... Κουνηθείτε ρέεεεε!... (γυρνάει στον διπλανό) Θα μας αυτοκτονήσουν οι μαλάκες έτσι όπως παίζουνε σήμερα.

  3. Άμα ξαναπιείς απ' τον καφέ μου θα σε αυτοκτονήσω!...

Μερικές φορές αποτελεί αίτημα του θύματος. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση κόβω (τις) φλέβες (μου) (για κάτι): λατρεύω, αγαπάω, είμαι απόλυτα αφοσιωμένος, ποθώ. Συνώνυμα: χύνω κασέρια.

Η Φιφή είναι ο έρωτας της ζωής του. Κόβει φλέβες για πάρτη της. Μην του πείς κουβέντα για τη Φιφή, σε σκότωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήττω αφόρητα ή καταθλίβομαι.

  1. - Είχε βιντεοβραδιά ο Κωνσταντίνος χθες. Κόβαμε φλέβες πάλι, μιλάμε...
    - Όχ, κατάλαβα. Βαρεμάρα κιέτσι; Τί έφερε πάλι; Τεό;
    - Όχι, αυτή τη φορά ήθελε να μας αυτοκτονήσει. Πώς τηνε λέγαν την ταινία να δείς... «Ρέκβιεμ και ένα όνειρο»;...

  2. Άσε ρε, πίκρα. Σκοτώθηκε χθές η κόρη των αποπάνω, αυτοκινητιστικό, κι' όλη μέρα τους ακούω να ουρλιάζουν. Πάμε για καμιά μπίρα, αλλιώς με βλέπω να κόβω φλέβες.

(από jesus, 14/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι απόλυτα βέβαιος (για αυτό που ισχυρίζομαι). Συνώνυμα: βάζω το χέρι μου στη φωτιά, κόβω το κεφάλι μου.

- Ρε είσαι σίγουρος ότι τους είδες μαζί;
- Κόβω τις φλέβες μου!... Ρώτα και το Μικέ, μαζί ήμασταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ενθουσιασμένος, έχω πωρωθεί. Παράβαλλε και κόβω τις φλέβες μου

- Τελικά εσένα σ' άρεσε το τελευταίο των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς;
- Ε, εντάξει... Δεν τραβάω και τα βυζιά μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιταλός.

- Και όλα τα πλήρωσε ο Μάσιμο δηλαδή;
- Ναι ρε, τον μακαρονά... Δέν το περίμενα νά 'ναι τόσο ξηγημένος.
- «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα» που λένε...

(από electron, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξανά, για πολλοστή φορά (επιτατικό). Συνώνυμα: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.

- Τάκη;
- Ναι Τούλα;
- Πώς είπαμε βάζουμε τα κανάλια στη μνήμη;
- Άιντε ξανά μανά τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Γερμανός, από το γερμανικό όνομα Φριτς (Fritz).

- Άντε πάλι ξανά μανά καλοκαίρι...
- Ε τι, δεν χαίρεσαι;
- Τι να χαίρομαι; Που θα γεμίσει πάλι ο τόπος συγκαμένους φρίτσηδες;

(από σφυρίζων, 30/07/13)

Βλέπε και φρίτσουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασιάτης.

- Ήρθε για ένα εξάμηνο μια σχιστομάτα με Εράσμους φίλε, και έχω πάθει πλάκα.
- Θα της την πέσεις;
- Να της την πέσω, αλλά...
- Αλλά τι;
- Άμα κολλήσω μετά και φύγει και δεν ξεκολλάω;
- Ε εντάξει μωρέ. Χαρακίρι.

Ακόμη: κιτρινιάρης, μουνομάτης, τζαπόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρόσφυγας από Μικρά Ασία, και κατεπέκταση, αυτός που κατάγεται από τη Μικρά Ασία.

Χαλάλι και οι περιουσίες μας, με τις οποίες το ελληνικό κράτος –η γλυκιά «μητέρα-πατρίδα»– πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές. Εντάξει, λίγο την Ανταλλάξιμη Περιουσία μας έκλεψαν, λίγο μας πέταξαν στο υπόγειο ως τουρκόσπορους και αούτηδες. Αλλά δεν πειράζει. Έθνος μας είναι, αίμα μας! (απο το Indymedia)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified