Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός
Πάρα πολύ. Συνώνυμo: σαν θεός
Για άλλες χρήσεις του πούστης με επιτατική σημασία, δες και δεν κουνιέται πούστης, του πούστη.
Got a better definition? Add it!
Δηλώνει έγκριση, επιδοκιμασία.
Επιτατικά:
και αρνητικά:
Συνώνυμα: αξίζει, μετράει.
- Τι σου είπε ρε η καινούργια του Σιφρέντι;
- Τι να μου πει, αφού ξέρεις ότι δεν είμαι του σοφτ σαδό.
- Όρμα ρε μαλάκα, στουπί είναι η γκόμενα! Άμα της τα ρίξεις θα πέσει σαν ώριμο σταφύλι.
- Δε λέει ρε μαλάκα, δεν βλέπεις τα βυζιά της, που 'ν' έτοιμα να πέσουνε σαν ώριμα καρπούζια; Να σου δώσει αυτή βυζοσκάμπιλο να σ' αφήσει σέκο...
Got a better definition? Add it!
(α) Το πέος (β) Γυναίκα νεαρής ηλικίας και ερεθιστικής ένδυσης.
- Πρώτη ώρα θρησκευτικά. Κι'εκεί που περιμένουμε να δούμε την αγάμητη κυράτσα με τα κομποσκοίνια, σκάει ρε μαλάκα το τρελό ξανθό κ α υ λ ά κ ι !... Και σκέφτομαι: «Τα πάντα εν σοφία εποίησας ρε μπαγάσα».
- Τόσο ρε μαλάκα;
- Άσε ρε μαλάκα, μού'γινε το καυλί κατάρτι...
Got a better definition? Add it!
Ελαφριά κουβέντα, κουτσομπολιό.
Βλ. και μουχαμπέτι.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Στη φράση το βάζω αμέτι μουχαμέτι, βάζω στόχο να καταφέρω κάτι (με κάθε θυσία), είμαι αποφασισμένος για κάτι.
Got a better definition? Add it!
Στέκομαι ιδιαίτερα ή και ανέλπιστα τυχερός, είμαι κωλόφαρδος. Παράγωγα: ξέκωλος (να μήν συγχέεται με το ξέκωλο), ξεκωλωμένος, ξεκωλωμάρα. Συνώνυμα: μου ανοίγει, μου γίνεται νάαα (ενν. ο κώλος).
Κάνω κάτι εντατικά και επίπονα. Συνώνυμα: τα φτύνω, ξεσκίζομαι, γαμιέμαι, με πάει πίπα-κώλο, μου βγαίνει το λάδι/ο πάτος.
Σε μία μέρα κερδίζει ενα χιλιάρικο στο στοίχημα, βρίσκει και δουλειά, και του κάθεται και η Μάρω... Ε ξεκωλώθηκε ρε ο πούστης...! Τα γαμάν αυτά τα παιδιά...
Να ξεκωλώνομαι μωρη σκρόφα απ' το πρωί ώς το βράδυ να σου πληρώνω τα κομμωτήρια και τις γούνες, και να μαθαίνω οτι μου τα φοράς εδώ κι' ένα χρόνο με τον Μάκη τον υδραυλικό...;
Σχετικά: διαολοδιώχτης, ευρύπρωκτος, φαρδυλέκανος.
Got a better definition? Add it!
Παραδίνομαι από μια προσπάθεια λόγω εξάντλησης, εξαντλούμαι.
Συνώνυμα: σπάω, τα παρατάω.
Δύο χρόνια που τον ξέρω δουλεύει απο τις οχτώ το πρωί ώς τις οχτώ το βράδυ, και μετά στα μπαράκια και τα πάρτι ώς τις μία και δύο. Πώς αντέχει και δέν κλατάρει αυτός ο άνθρωπος;
Got a better definition? Add it!
Κάποιος ή κάποια που κερδίζει την έγκριση, τον σεβασμό, τον θαυμασμό του ομιλητή, άξιος, μάγκας.
Χρησιμοποιείται πολύ συχνά και ειρωνικά, ή και ως φιλική προσφώνηση (αντί του μαλάκας).
— Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό ένα μήνα πρίν, κι' αυτή όχι μόνο δεν κλάταρε, αλλά πέρασε και τις πανελλήνιες.
— Πολύ άτομο η Κική, την παραδέχομαι.
Είκοσι χρονώ και έχει πηδήξει πάνω απο χίλιες γκόμενες...; Τί λέει ρε το άτομο, κατούρα και λίγο!...
— Όπ! Γειά σου ρε συ Τζίμη, τί λέει;
— Έλα ρε άτομο! Πού χάθηκες;...
Got a better definition? Add it!
Συμπεριφέρομαι έντιμα. Αντίθετα: ξηγιέμαι σκάρτα, ξηγιέμαι σκουληκιάρικα, δεν ξηγιέμαι καλά. Παράγωγα: ξηγημένος, -η, -ο, ξήγηση (και ξήγα).
Got a better definition? Add it!