Ο Γερμανός, από το γερμανικό όνομα Φριτς (Fritz).
- Άντε πάλι ξανά μανά καλοκαίρι...
- Ε τι, δεν χαίρεσαι;
- Τι να χαίρομαι; Που θα γεμίσει πάλι ο τόπος συγκαμένους φρίτσηδες;
Ο Γερμανός, από το γερμανικό όνομα Φριτς (Fritz).
- Άντε πάλι ξανά μανά καλοκαίρι...
- Ε τι, δεν χαίρεσαι;
- Τι να χαίρομαι; Που θα γεμίσει πάλι ο τόπος συγκαμένους φρίτσηδες;
Βλέπε και φρίτσουλας.
Got a better definition? Add it!
Ξανά, για πολλοστή φορά (επιτατικό). Συνώνυμα: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
- Τάκη;
- Ναι Τούλα;
- Πώς είπαμε βάζουμε τα κανάλια στη μνήμη;
- Άιντε ξανά μανά τα ίδια...
Got a better definition? Add it!
Ο ιταλός.
- Και όλα τα πλήρωσε ο Μάσιμο δηλαδή;
- Ναι ρε, τον μακαρονά... Δέν το περίμενα νά 'ναι τόσο ξηγημένος.
- «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα» που λένε...
Got a better definition? Add it!
Είμαι ενθουσιασμένος, έχω πωρωθεί. Παράβαλλε και κόβω τις φλέβες μου
- Τελικά εσένα σ' άρεσε το τελευταίο των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς;
- Ε, εντάξει... Δεν τραβάω και τα βυζιά μου...
Got a better definition? Add it!
Είμαι απόλυτα βέβαιος (για αυτό που ισχυρίζομαι). Συνώνυμα: βάζω το χέρι μου στη φωτιά, κόβω το κεφάλι μου.
- Ρε είσαι σίγουρος ότι τους είδες μαζί;
- Κόβω τις φλέβες μου!... Ρώτα και το Μικέ, μαζί ήμασταν.
Got a better definition? Add it!
Πλήττω αφόρητα ή καταθλίβομαι.
- Είχε βιντεοβραδιά ο Κωνσταντίνος χθες. Κόβαμε φλέβες πάλι, μιλάμε...
- Όχ, κατάλαβα. Βαρεμάρα κιέτσι; Τί έφερε πάλι; Τεό;
- Όχι, αυτή τη φορά ήθελε να μας αυτοκτονήσει. Πώς τηνε λέγαν την ταινία να δείς... «Ρέκβιεμ και ένα όνειρο»;...
Άσε ρε, πίκρα. Σκοτώθηκε χθές η κόρη των αποπάνω, αυτοκινητιστικό, κι' όλη μέρα τους ακούω να ουρλιάζουν. Πάμε για καμιά μπίρα, αλλιώς με βλέπω να κόβω φλέβες.
Got a better definition? Add it!
Στη φράση κόβω (τις) φλέβες (μου) (για κάτι): λατρεύω, αγαπάω, είμαι απόλυτα αφοσιωμένος, ποθώ. Συνώνυμα: χύνω κασέρια.
Η Φιφή είναι ο έρωτας της ζωής του. Κόβει φλέβες για πάρτη της. Μην του πείς κουβέντα για τη Φιφή, σε σκότωσε.
Got a better definition? Add it!
Ως μεταβατικό ρήμα, αυτοκτονώ κάποιον: (α) φέρνω κάποιον στα πρόθυρα αυτοκτονίας, στα όριά του, (β) σκοτώνω (λέγεται ως αστείο).
Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, βρε κολόνα του σπιτιού μου, τί διαζύγια μου λες; Να με αυτοκτονήσεις θέλεις;
Παίξτε μπάλα ρέεεεεεεε!... Ψόφιοιοιοιοι!... Κουνηθείτε ρέεεεε!... (γυρνάει στον διπλανό) Θα μας αυτοκτονήσουν οι μαλάκες έτσι όπως παίζουνε σήμερα.
Άμα ξαναπιείς απ' τον καφέ μου θα σε αυτοκτονήσω!...
Got a better definition? Add it!
Είμαι μπασίστας ή ντράμερ (ροκ αργκό, από δημοφιλές ανέκδοτο).
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.
- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...
Got a better definition? Add it!