Ο Γερμανός, από το γερμανικό όνομα Φριτς (Fritz).

- Άντε πάλι ξανά μανά καλοκαίρι...
- Ε τι, δεν χαίρεσαι;
- Τι να χαίρομαι; Που θα γεμίσει πάλι ο τόπος συγκαμένους φρίτσηδες;

(από σφυρίζων, 30/07/13)

Βλέπε και φρίτσουλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξανά, για πολλοστή φορά (επιτατικό). Συνώνυμα: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.

- Τάκη;
- Ναι Τούλα;
- Πώς είπαμε βάζουμε τα κανάλια στη μνήμη;
- Άιντε ξανά μανά τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιταλός.

- Και όλα τα πλήρωσε ο Μάσιμο δηλαδή;
- Ναι ρε, τον μακαρονά... Δέν το περίμενα νά 'ναι τόσο ξηγημένος.
- «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα» που λένε...

(από electron, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ενθουσιασμένος, έχω πωρωθεί. Παράβαλλε και κόβω τις φλέβες μου

- Τελικά εσένα σ' άρεσε το τελευταίο των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς;
- Ε, εντάξει... Δεν τραβάω και τα βυζιά μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι απόλυτα βέβαιος (για αυτό που ισχυρίζομαι). Συνώνυμα: βάζω το χέρι μου στη φωτιά, κόβω το κεφάλι μου.

- Ρε είσαι σίγουρος ότι τους είδες μαζί;
- Κόβω τις φλέβες μου!... Ρώτα και το Μικέ, μαζί ήμασταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήττω αφόρητα ή καταθλίβομαι.

  1. - Είχε βιντεοβραδιά ο Κωνσταντίνος χθες. Κόβαμε φλέβες πάλι, μιλάμε...
    - Όχ, κατάλαβα. Βαρεμάρα κιέτσι; Τί έφερε πάλι; Τεό;
    - Όχι, αυτή τη φορά ήθελε να μας αυτοκτονήσει. Πώς τηνε λέγαν την ταινία να δείς... «Ρέκβιεμ και ένα όνειρο»;...

  2. Άσε ρε, πίκρα. Σκοτώθηκε χθές η κόρη των αποπάνω, αυτοκινητιστικό, κι' όλη μέρα τους ακούω να ουρλιάζουν. Πάμε για καμιά μπίρα, αλλιώς με βλέπω να κόβω φλέβες.

(από jesus, 14/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση κόβω (τις) φλέβες (μου) (για κάτι): λατρεύω, αγαπάω, είμαι απόλυτα αφοσιωμένος, ποθώ. Συνώνυμα: χύνω κασέρια.

Η Φιφή είναι ο έρωτας της ζωής του. Κόβει φλέβες για πάρτη της. Μην του πείς κουβέντα για τη Φιφή, σε σκότωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μεταβατικό ρήμα, αυτοκτονώ κάποιον: (α) φέρνω κάποιον στα πρόθυρα αυτοκτονίας, στα όριά του, (β) σκοτώνω (λέγεται ως αστείο).

  1. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, βρε κολόνα του σπιτιού μου, τί διαζύγια μου λες; Να με αυτοκτονήσεις θέλεις;

  2. Παίξτε μπάλα ρέεεεεεεε!... Ψόφιοιοιοιοι!... Κουνηθείτε ρέεεεε!... (γυρνάει στον διπλανό) Θα μας αυτοκτονήσουν οι μαλάκες έτσι όπως παίζουνε σήμερα.

  3. Άμα ξαναπιείς απ' τον καφέ μου θα σε αυτοκτονήσω!...

Μερικές φορές αποτελεί αίτημα του θύματος. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι μπασίστας ή ντράμερ (ροκ αργκό, από δημοφιλές ανέκδοτο).

— Θέλω να φτιάξω καινούργια μπάντα εδώ και μισό χρόνο ρε να πάρει, έχω πρώτη κιθάρα –τρελός σολίστας ο τύπος, σου μιλάω, παίζει τις κάλτσες του· έχω βρει και τύμπανα· ένας παπάρας μπασίστας μου λείπει.
Κλασικά. Δύσκολο να βρεις άνθρωπο να κάνει παρέα με μουσικούς το σήμερον ημέρα.

(από jesus, 26/11/09)παρά τις αυτοκτονίες (βλ.σχόλια) τα κυρήγματα μίσους συνεχίζονται (από xalikoutis, 24/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified