Αργκοτικός σχηματισμός της προστακτικής ενικού στην ενεργητική φωνή, για (υπερδισύλλαβα) ρήματα που λήγουν σε -ώνω.

Τα πιο συνηθισμένα, που έχουν παγιωθεί ευρύτατα ώστε να στέκουν και εκτός αργκοτικών συμφραζομένων, είναι τα εξής: τσάκω από το τσακώνω, πλέρω από το πλερώνω/πληρώνω (να μη συγχέεται με το πλερώ), σήκω από το σηκώνω (να μη συγχέεται με το σήκω της μεσοπαθητικής φωνής).

Ο σχηματισμός εξηγείται πιθανά ως εξής: τσάκωσε/τσάκωνε > τσάκωσ'/τσάκων' (έκκρουση του έψιλον) > τσάκω (αποβολή και του συμφώνου για λόγους ευφωνίας).

  1. — Εσείς τι θα πάρετε κύριε;
    Ο τύπος γυρίζει το κορμί του, μονοκόμματα σαν το λύκο, πάνω στη καρέκλα του και μου ρίχνει την βόμβα!
    Τσάκω... μια πράσινη!!!
    (από το μπίαρ τζι αρ)

  2. [...] Πιάσε το βαζάκι. Κατέβασε το παντελόνι σου. Κατέβασε την κυλότα σου. Σκύψε. [...] Σήκω το καπάκι. [...] Βύθισε δύο δάχτυλα της επιλογής σου μέσα στη βαζελίνη. [...] (από το φόρουμ του χίπ χόπ τζι αρ)

  3. Πλέρω τώρα Πιτσιρίκε: Πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» για την εκπομπή του «πιτσιρίκου». (από ιστολόι)

  4. ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Προσποίηση, δεύτερη προσποίηση, τζάμπ σούτ... και τάπα!
    ΑΓΑΝΑΚΤΙΛΑΣ: Ε κάρφω το το γαμίδι ρε κρέας, τί τζάμπ σούτ και μαλακίες κάτ' απ' το καλάθι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόριο της αργκό και διαλέκτων της ελληνικής, που προτάσσεται σε ρήμα: α το κάνουμε, α σου δείξω εγώ, α δε ξέρεις μή μιλάς. Προέρχεται είτε από το θα ή το να, είτε από τον σύνδεσμο αν.

Ειδικά για την περίπτωση των θα/να

Στην εδραίωση του α στον προφορικό λόγο (σπάνια να το αναγνωρίσει ή να το σεβαστεί κανείς σε κείμενο) συνέβαλε φαίνεται δραστικά η πολύ συχνή σημασιολογική ταύτιση των θα και να, ωστε ενδεχόμενη αμφισημία του (τί δηλώνεται, μέλλοντας χρόνος ή υποτακτική έγκλιση;) να αποκλείεται:

— Τί θα κάνουμε τελικά αγάπη μου; Θα πάμε το βράδυ επίσκεψη στους Πρηξοβιολάκηδες;
— Α πάμε, ξέρωγω;...

Αυτός είναι και ο λόγος που σηκώνει, απ' ότι καταλαβαίνω, να το θεωρούμε αυτούσιο μόριο, διαφορετικό από τα άλλα δύο, αλλά και ισότιμο μ' αυτά.

Παραπέρα, χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις όπου η διάκριση μπορεί να κουβαλάει πληροφορία, οπότε το μπαλάκι πάει στα συμφραζόμενα. Για το θα:

— Άσ' τα, καήκαμε! Μπαγλάρωσαν τον Μήτσουλα χθές το βράδυ και τον είχαν στην ανάκριση μέχρι το πρωί.
— Μας έχει καρφώσει λές;
Στάνταρ...
— Πό πό... Και τώρα τί α κάνουμε;

Και για το να:

— Σοβαρά ρε ταλαίπωρε; Η Φώφη πηδήχτηκε με τον Φίφη;...
— Ναί φίλε μου, ναί. Κι' άς την κυνηγούσα επι μήνες. Τί α κάνουμε; Άμα ο άλλος έχει λεφτά πώς να του παραβγείς;...

Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περισσότερο για απλό αλλόμορφο του θα ή του να, και για σαφήνεια θα μπορούσε κανείς να το γράφει με απόστροφο: .

Ετυμολογικό σχόλιο

Είναι ενδιαφέρον οτι ο τύπος α ενώνει τους τύπους θα και να, τη στιγμή που έχουν ήδη πολύ στενή ετυμολογική σχέση: σε τυπικά λεξικά βρίσκουμε οτι το μεν προέρχεται από το θέλω ίνα και το δε βέβαια από το ίνα (άσχετο, αλλά συγκρίνετε και με την ετυμολογία του δεικτικού μόριου νά). Είναι λοιπόν πιθανό η τάση αντικατάστασης των θα και να από τον τύπο α να επικρατήσει κάποτε γενικά, και να κλείσει έτσι ένας μακρύς ετυμολογικός κύκλος.

Από την άλλη, ένα τέτοιο σενάριο σκοντάφτει ίσως στην περίπτωση σύνταξης με ρήμα που αρχίζει από φωνήεν: λέμε πιο εύκολα α πάω αντί για θα πάω, παρά α ανέβω αντί για θα ανέβω (όπου προτιμάμε την έκθλιψη, θ' ανέβω).

Ευτυχώς που δεν θα πεθάνουμε ποτέ βασικά, και έτσι θα δούμε τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον γι' αυτές τις λεξούλες, που όπου και α κοιτάξεις α τις δεις (τις γλυκές μου!...).

Σημείωση

Το ζήτημα αυτού του λήμματος –που είχα για μήνες στο πρόχειρο και το έφτιαχνα σιγά-σιγά (απομέσα προς τα έξω, που έλεγε κι' ο Γιάννης Νάστας για το στούντιό του μιά ζωή κι' ας έμενε όλο το ίδιο)– το έχει πιάσει πολύ όμορφα και ο εαυτομίσητος: παράλειψη των να και θα.

Παρόλα 'φτά (προσοχή στις απομιμήσεις!), είπα τελικά να τ' ανεβάσω κι' εγώ, μιά και το πιάνω κάπως διαφορετικά, κι' ελπίζω οτι αξίζει τον κόπο. Τα λήμματα άς διαβαστούν συμπληρωματικά.

Από το να/θα:

  • Άκου να δεις, πατέρα, εγώ για μπακάλης εν κάμνω. Ε ρέσει μου εμένα να μαλάζω τα τυριά και τις φρίσες και να σκυλοβρομώ το βράδυ, που πάγω να πιω ένα καφέ. Εγώ [...] 'α βγάλω το Γυμνάσιο κι α φύω... Κι ήβρα και πού 'α πάγω... 'Α πάγω στην Αραπιά και παράδες 'α κάμω και χωρίς τη γρίνα σου θα ζιω. (από χιώτικη αφήγηση, εδώ)

  • Ναι ρε, δεν θά 'χω άλλη δουλειά α κάμω στην Ικαριά, α ψάχνω α βρω ιντερνετ.. ή θαρρείς πως έχω laptop k α το πάρω μαζί μου... (από φόρουμ)

Από το αν:

  • Χαρές δεν είδα στη ζωή / Μοίρα πολύ μεγάλες / κι α φύγω ήντα άλλαξε / σα δε μπατήξω κι άλλες ; (κρητική μαντινάδα, από εδώ)

  • Λίγο ακόμα και να πιαστούνε απ' τα μαλλιά, να μαδήσει η μιά την άλλη. Μα δέν πιαστήκανε. Τα φανάρια είχανε πιά σβήσει, και οι δρόμοι ήτανε σκοτεινοί και έρημοι· και δέν κτυπιέται κανείς ένεκα το φιλότιμο ά δεν είναι κι' άλλοι νοματαίοι μπροστά. (Π. Πικρός, «Σά θα γίνουμε άνθρωποι»)

  • Δέν μπορείς να κυριαρχείς άλλων α δέν κυριαρχήσεις πρώτα τον εαυτό σου. (Σ. Δούκας, «Εις εαυτόν», Φιλιππότης-Ερίννη 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση αόριστου ή παρακείμενου χρόνου ως μέλλοντα, που εκφράζει την απόλυτη βεβαιότητα ή συμφωνία του ομιλητή για κάτι που αναμένεται ή προτάθηκε να γίνει. Για έμφαση συντάσσεται και με τα χρονικά ήδη, κιόλας.

Προέρχεται φαίνεται από το υποθετικό σχήμα «πες/θεώρησε ότι (αυτό που ειπώθηκε) έγινε/έχει γίνει», με αποκοπή του κύριου μέρους για λόγους συντομίας.

Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά αργκοτικό, ούτε και καινούργιο (βλέπε πρώτο παράδειγμα), αλλά στην αργκό χρησιμοποιείται πολύ πιο γενικευμένα.

  1. Όπως είπαμε, φεύγω εγώ πρώτος κι' ακολουθείς στα πέντε μέτρα, εντάξει;
    Έγινε.

  2. — Κατα τί ώρα θά 'ρθετε λέτε;
    Φύγαμε κιόλας ρέ σε ένα τεταρτάκι θά 'μαστε κεί.

  3. — Πάμ' τα πιούμε το βραδάκι;
    Έχουμε ήδη πάει κι' έχουμε γίνει και ντίρλα μή σου πώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (ΛΝΕΓ) του Γιώργου Μπαμπινιώτη, από το Κέντρο Λεξικολογίας. Μετωνυμία από το Μπάμπης.

Το ΛΝΕΓ έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα σε τρεις εκδόσεις (1998, 2002 και 2008), και είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία, η οποία ενμέρει οφείλεται στις ποικίλες χρηστικές καινοτομίες του, όπως το ενιαίο λημματολόγιο (αρκτικόλεξα, κύρια ονόματα και λοιπά, ενσωματωμένα στο κύριο λημματολόγιο), συνοδευτικά σχόλια για τη χρήση των λέξεων, γλωσσικοί πίνακες, συστηματική ετυμολόγηση και άλλα (Γ. Τράπαλης 2007).

Ανάμεσα στις επιλογές του ήταν η ακραία ιστορική ορθογράφηση, που οδήγησε σε τύπους όπως αγώρι, τσηρώτο και άλλα, η οποία έγινε αντικείμενο οξείας κριτικής και πολεμικής (ένα παράδειγμα, αυτό το κείμενο του Σαραντάκου).

Ο Μπάμπης, με όλες του τις ιδιαιτερότητες, παραμένει ένα από τα κυριότερα βιβλία αναφοράς στις συζητήσεις του σλανγκ τζι αρ, μαζί με τον Τριαντάφυλλο.

  1. κάποιες από τις αργκοτικές λέξεις μπαίνουν στα μεγάλα λεξικά (οι πολύ αποδεκτές, πχ. σκατά, μαλάκας και τέτοια αντίστοιχα σε κάθε γλώσσα. ο Μπάμπης έχει ακόμα και το μουρόχαβλος, για παράδειγμα) (σχόλιο της ιρονίκ εδώ)

  2. Επάνω χρησιμοποιούμε με παρόμοιο τρόπο τη λέξη σεργιάνι ή και συργιάνι. Τα λεξικά (ΛΚΝ & Μπάμπης) ορίζουν το σεργιάνι ως ο περίπατος, η βόλτα - τελεία. Και δεν διευκρινίζουν ότι σεργιάνι είναι η βόλτα σε μέρος που έχει κόσμο - σεργιάνι στην ερημιά δεν νοείται. (σχόλιο του πονηρόσκυλου εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (ΛΚΝ) του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, από το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη. Λογοπαίγνιο με το Τριανταφυλλίδης.

Το ΛΚΝ κυκλοφόρησε το 1998, λίγους μήνες μετά το ΛΝΕΓ του Μπαμπινιώτη, ενώ δέκα χρόνια πριν (1987) είχε κυκλοφορήσει ένα τεύχος-δείγμα για τα γράμματα Ζ, Η, Θ και Ι. Ανάμεσα στις βασικές του καινοτομίες ήταν η συστηματική δήλωση της προφοράς και οι πίνακες κλιτικών υποδειγμάτων, ενώ επιλογή αρχής ήταν η μη ετυμολόγηση των αρχαίων λέξεων ή των ξένων δανείων (Γ. Τράπαλης 2007). Μεγάλο ρόλο στη δημοφιλία του ΛΚΝ έπαιξε η ψηφιοποίηση και δωρεάν διαδικτυακή του διάθεση στον Ηλεκτρονικό Κόμβο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας.

Ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης αποτελούν τα βασικότερα βιβλία αναφοράς στις λεξικογραφικές συζητήσεις του σλανγκ τζι αρ.

  1. Πρόκειται πράγματι για καραμπινάτη περίπτωση, όπου το γεγονός οτι Μπάμπης και Τριαντάφυλλος έχουν γνώση, ουδόλως πρέπει ως σλανγκ.γκρ να μας απασχολήσει. Η έκφραση είναι αρκούντως «βρόμικη» / ζόρικη / μαγκιόρικη κλπ και διατηρεί σχεδόν ακέραιο τον αντισυμβατικό λαϊκό χαρακτήρα της. Κάνενα λεξικό της αργκό δεν δικαιούται να την αγνοεί. (σχόλιο του τζονμπλάκ εδώ)

  2. Και το σλανγκρ πιάνω κότσο και ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης το έχουν με όμικρον. Αυτοί ξέρουν. (Από κότσο κομμώσεως μάλλον). (σχόλιο του Χαν εδώ)

(από dryhammer, 01/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το χέρι, χειροκίνητα, σε αντιδιαστολή προς κάτι που γίνεται αυτόματα· απόδοση του αγγλικού manually. Κατεπέκταση, για κάτι που γίνεται πρόχειρα και όχι επίσημα ή οργανωμένα.

Δες ακόμη: πατέντα, -άτος.

  1. Ε, λοιπόν, το μπάχαλο που υπήρχε εδώ, μπορεί και να μην το έχω ξαναδεί. Οι παλιοί, ίσως να το έζησαν την εποχή που τα αποτελέσματα έβγαιναν «χεράτα». Άλλα αντι άλλων αποτελέσματα, έναρξη των ημερίδων έως και 45 λεπτά μετά την αναμενόμενη ώρα, διεξαγωγή λιγότερων ή και περισσότερων γύρων από αυτούς που είχαν ανακοινωθεί. (από ιστολόγιο για μπριτζ)

  2. Σε linux-firefox το μόνο πρόβλημα που εντόπισα είναι οτι δεν δουλεύει το select για την επιλογή καταλόγου, αν το κάνεις χεράτα, όλα μια χαρά. (από φόρουμ)

  3. — προς στατικούς-ελέγχοντες υφισταμένων κλπ: τα τευχη τα παλιά τα κοιτάτε καθόλου αν σας τα δίνουν ή περνάτε το φορέα και λυνεται με παλιους κανονισμούς και ότι βγάλει; οταν λέω τευχη, εννοώ τα παλιά, τα χεράτα.
    — Αν υπάρχει, ναι. [...] Το κοιτάς για υλικά-φορτία-διαστάσεις (π.χ. μείωση διατομών στύλων καθ'ύψος κ.λ.π.) Αν εννοείς το κοιτάς αν είναι σωστό απλό πλευράς υπολογισμών, όχι. Πάντως κάθε περίπτωση είναι και διαφορετική. Αν έχεις κάποιο φορέα και κάτι δεν σου πάει καλά, τότε το ψάχνεις και λίγο. Τα χεράτα ήταν πραγματικά χεράτα και παίζει ρόλο και τι ώρα τα γράψανε οι παλιοί συνάδελφοι μας.
    (από φόρουμ μηχανικών)

  4. Θα πρέπει να αποδώσω τις ελάχιστες εισφορές που αναλογούν στις ελάχιστες μηνιαίες αποδοχές ή τις εισφορές θα τις υπολογίσω επί των αποδοχών που δικαιούται για τις μέρες που εργάστηκε ο μηχανικός; Ρωτάω γιατί οι εισφορές όπως υπολογίζονται από την εφαρμογή του ΤΣΜΕΔΕ «Αρχείο εισφορών» είναι οι ελάχιστες. Θα πρέπει όντως να αποδώσω αυτές ή να τις βάλω χεράτα στην εφαρμογή; (από φόρουμ λογιστών)

  5. Μικρό μειονέκτημα η λίγη θέρμανση με φυσική κυκλοφορία όταν ανάβει μόνο το μπόιλερ [...], και η ανάγκη να κλείνει χεράτα η στήλη της θέρμανσης το καλοκαίρι (από φόρουμ ηλεκτρομηχανολόγων)

  6. Στο μεταξύ, όπως αναμενόταν, ο Πατέρας μοίρασε στους παίκτες το πριμ. Αν και στον δήμο τα λεφτά ήταν με επιταγή οι παίκτες πληρώθηκαν… χεράτα, παίρνοντας τα λεφτά που τους αναλογούσαν σε φακελάκια! (από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στρατόπεδο.

Ετυμολογικά

Η παλιομοδίτικη, σπάνια αυτή λέξη (στο διαδίκτυο δεν την βρήκα πουθενά, με αρκετή αναζήτηση) έφτασε πιθανότατα στην ελλάδα από την ομόσημη γερμανική λέξη Kaserne. Όσο για την ετυμολογία της τελευταίας, η γερμανική Βικιπαίδεια πιθανολογεί ότι Kaserne < al-Qasr (αραβικά) < castrum (λατινικά) < κάστρο > κάστρο. Άλλη εκδοχή, λέει πάλι η γερμανική Βικιπαίδεια, από το ιταλικό casa d'arma («οπλοστάσιο»).

Η πιο διαδεδομένη πάντως εκδοχή, που συναντά κανείς και σε άλλα λεξικά, είναι πάνω-κάτω ότι Kaserne < cazerna (προβηγκιανά, «τετράδα ανθρώπων») < quaterna/quaderna (λατινικά, «τετράδα ανθρώπων», «φρουρά τεσσάρων στρατιωτών») < quater («τέσσερις φορές»).

Ενδιαφέρον ότι το λατινικό τέσσερα –συγκεκριμένα, το «τέταρτος», quartus– έχει δώσει λέξεις με παρεμφερή σημασία και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως για παράδειγμα το ισπανικό «στρατόπεδο» cuartel (καμία σχέση με το καρτέλ < cartel (γαλλικά) < cartello (ιταλικά) < charta (λατινικά) < χάρτης) και το γαλλικό «στρατιωτικό διοικητήριο, επιτελείο» quartier. Τέτοια σύνδεση στα ελληνικά του αριθμού τέσσερα με το στρατό, αν υπάρχει, μου διαφεύγει. Το φαινόμενο πιθανά θα βασίζεται στο θεσμό του ρωμαϊκού στρατού μία φρουρά να απαρτίζεται από τέσσερις στρατιώτες, μαρτυρίες για τον οποίο βρίσκει κανείς εύκολα στο διαδίκτυο (πολλές απ' αυτές παραπέμπουν στον ιστορικό Πολύβιο και το εδάφιο vi 33).

Και που λές παλικάρι, είχε ήδη βραδιάσει, το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Καλή η γκόμενα κι' οι έρωτες· αλλα άντε περπάτα δέκα χιλιόμετρα στο χιόνι να γυρίσεις στην κασέρνα. Και να σε μυριζόταν ο λοχίας; κάηκες. Άλλα χρόνια τότε... Μιά βδομάδα μ' έψηνε ο πυρετός. Πρώτη και τελευταία φορά που την έκανα τη δουλειά.

(από Vrastaman, 13/03/10)

βλ. και καζάρμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανεσταλμένη συγχορδία τετάρτης ή σπανιότερα δευτέρας. Από την αγγλική συντομογραφία sus < suspended (ενν. chord), που συνοδεύει το σύμβολο της συγχορδίας στη διεθνή σημειογραφία. Για παράδειγμα, η λα σους (Asus) αποτελείται από τις νότες λα-ρε-μι (ανεσταλμένη τετάρτης).

Οι σους παραδοσιακά (και σύμφωνα με την κλασική αρμονία) λύνονται στην αντίστοιχη μείζονα ή ελάσσονα συγχορδία, εξού και η ονομασία (αναστέλλουν τον μείζονα ή ελάσσονα ήχο αντίστοιχα), αλλά σε ροκ και τζαζ ιδιώματα χρησιμοποιούνται αυτόνομα χάρη στον ουδέτερο, ούτε ματζόρε ούτε μινόρε ήχο τους, είτε στοχεύοντας ακριβώς σε ανοιχτό, αμφιταλαντευόμενο ύφος, είτε για ν' αφεθεί επιπλέον χώρος στο σολίστα να ερμηνεύσει τη συγχορδία όπως του καπνίσει.

Όσο για την προφορά, οι πιτσιρικάδες της γενιάς μου λέγαμε και ακούγαμε συνήθως «σους», χωρίς καν να ξέρουμε την ετυμολογία. Τους λίγους που λέγανε «σας» τους είχαμε –δικαίως συνήθως– για ελληνικόφοβες ψωνάρες: θά 'ταν οι ίδιοι που θα σ' την έλεγαν που λες «φλάντζερ» αντί για «φλέιντζερ» ή «αλέσις» αντί για «αλίσις»...

  1. Για τις sus (θα προσπαθήσω να είμαι πιο σύντομος) θα μπορούσαμε να τις πουμε εκτεταμένες ή επεκτειμένες ή κάπως έτσι τέλος πάντων [...] [σ.ς.: Εδώ ο γράφοντας συγχέει τις ανεσταλμένες συγχορδίες με τις επεκτεταμένες· στις τελευταίες έχεις τη βασική συγχορδία, συμπεριλαμβανομένης της τρίτης, μαζί με επεκτάσεις (πιχί, έβδομη, ένατη, ενδέκατη, δέκατη τρίτη).] Να θυμάστε ότι η ομορφιά στις εν λόγω συγχορδίες είναι ότι δεν ξέρεις αν είναι ματζόρε ή μινόρε (αυτές είναι οι πιο συνηθισμένες sus2 και sus4) κι αυτό γιατί την τρίτη της συγχορδίας (που αν είναι μεγάλη τότε φτιάχνουμε ματζόρε και αν είναι μικρή τότε φτιάχνουμε μινόρε) την αντικαθιστούμε με τη 2η ή την 4η βαθμίδα αντίστοιχα. Παράδειγμα:
    C = 1η-3η-5η = C-E-G
    Csus2 = 1η-2η-5η = C-D-G
    Csus4 = 1η-4η-5η = C-F-G
    (από φόρουμ)

  2. — Όχι, όχι, όχι, όχι, γαμώ το κέρατό μου γαμώ το κεφάλι σου γαμώ μέσα!...
    — Μπαρδόν;
    Ρε παλικάρι, τελειώνουμε σε σούς, πώς να σ' το πώ να το καταλάβεις πιά;
    — Εφού δέ κολλάει ρε φίλε, το παίζεις και κάτι περιμένεις να γίνει μετά...
    — Ρε να πάρει, ξεκόλλα 'π' το ωδείο γαμώτο σου. Σούς δέν σημαίνει «πρίν τη ματζόρε ή τη μινόρε»· είσαι ήδη εκεί, πώς το λένε;
    — Πού;
    — Φφφ... Ρε αγόρι μου, σκέψου το εξής. Έχεις πιεί τα κέρατα κι' η γκόμενα το ίδιο, όκέι;
    — Τί σχέση έχει αυτό;
    — Ρε όκέι;...
    — Καλά, όκέι.
    — Την πάς σπίτι και έχει λιώσει η τύπα, αλλα εσύ μαλακογκαύλης –ένεκα το πιόμα– ναί;
    — Ε εντάξει.
    — Και σου λέει η γκόμενα, «θές ν' ανέβεις για μια μπίρα;»
    — Θέλω.
    — Τί «θέλω» βρε βλάξ, άμα 'νέβεις θα σου βγεί σε μινόρε, μαλακογκαύλη!
    — Α αυτό εννοείς.
    — Άρα τί της λές;
    — Τί της λέω;
    — Της λές, «γλυκάκι, σόρι, αλλα θα το πιάσουμ' απο 'δώ που τ' αφήσαμε μεθαύριο· αύριο πιάνω δουλειά πρωί και δέ γουστάρω μισές δουλειές».
    — ...Μα άν την αφήσεις εκεί, μισή δουλειά δέν θά 'χεις κάνει;
    — Όχι ρε φίλε, ακριβώς, θα τό 'χεις παίξει σούς!
    — Α μάλιστα... Και δέ μου λές, πόσο καιρό εχεις να πηδήξεις;... Γιατ' είναι και μια άλλη μπάντα που ψάχνει δεύτερο κιθαρίστα ξές...

Άλλο ένα μάθημα απο γιουτιούμπ. (από vikar, 12/03/10)Από το http://musiced.about.com/od/lessonsandtips/qt/sus2andsus4.htm. (από vikar, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κιθαριστική ζαργκόν, πρόκειται για την ελλειπτική συγχορδία που αποτελείται από ένα διάστημα καθαρής πέμπτης και πιθανόν και οκτάβας (συνεπώς, καθαρής πέμπτης και καθαρής τετάρτης), για παράδειγμα, μι-σι ή μι-σι-μι, και παίζεται κατά κανόνα στις μπάσες χορδές. Η συγχορδία λέγεται και πάουερ κορντ (power chord), απευθείας από τα αγγλικά.

Οι πέμπτες, όπως και η σους, έχουν ουδέτερο ήχο, με την έννοια ότι δεν είναι ούτε μείζονα ούτε ελάσσονα συγχορδία εφόσον λείπει το διάστημα τρίτης. Σε αντίθεση όμως με τις σους, προτιμούνται σε ροκ και μέταλ ιδιώματα σε συνδυασμό με παραμόρφωση και συχνά με μπουκωτές, χάρη στον βαρύ και σοβαρό τους ήχο, χαρακτηριστικό των καθαρών διαστημάτων σε μπάσες συχνότητες. Eναλλακτικά μάλιστα, οι πέμπτες παίζονται συχνότατα και ανεστραμμένες, ως διαστήματα καθαρής τετάρτης δηλαδή, ή απλά τετάρτες, με παρόμοιο ηχητικό αποτέλεσμα.

Μουσικοκοινωνικό σχόλιο

Καθώς η συγχορδία έχει απλούστατη δακτυλοθεσία –δύο δάχτυλα αρκούν, μάλιστα σε εδραιωμένα εναλλακτικά κουρδίσματα, όπως στο λεγόμενο ντροπ ντι όπου η έκτη χορδή κουρδίζεται ένα τόνο χαμηλότερα στη ρε, ένα δάχτυλο αρκεί–, είναι συνήθως από τα πρώτα πράματα που μαθαίνει να παίζει ένας πιτσιρικάς στην κιθάρα, γεγονός που συνάδει με την τάση των αρχάριων κιθαριστών αυτής της ηλικίας να στρέφονται σε πανκ, ροκ και μέταλ ύφη όπου οι πέμπτες στην κιθάρα δεσπόζουν. Είναι συνηθισμένο να αλλάζει στιλ ο κιθαρίστας άρδην με το που μαθαίνει το μπαρέ, το οποίο σταδιακά οδηγεί σε χίλια δυο δαχτυλοστραμπουλήγματα και το πράμα αρχίζει να θυμίζει σκάκι.

Αυτά, για τους άπενους. Γιατί ένας μικρός Μάλμστιν δεν θα νιώσει απαραίτητα την ανάγκη να την ψάξει με περίεργα πιασίματα όταν έχει ν' ασχοληθεί με το πώς ν' ανεβοκατέβει την ταστιέρα με αρπέτζια στους χίλιους χτύπους το λεπτό (η ζήλια να 'ταν ψώρα...).

  1. — ΟΙ ΠΕΜΠΤΕΣ Η ΑΚΟΡΝΤΑ ΠΕΜΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΑ ΑΚΟΡΝΤΑ.ΔΗΛ.ΠΑΙΖΟΥΝ 2 ΧΟΡΔΕΣ. Η Ε ΚΑΙ Η Α.ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΚΟΡΝΤΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΗ Ε ΧΟΡΔΗ ΚΑΙ ΒΑΖΕΙΣ ΤΟ 3ο ΔΑΧΤΥΛΟ 2 ΤΑΣΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΤΗ Α. [...]
    Ρε, για τα ακόρντα πέμπτης δεν παίζεις απαραίτητα 2 χορδές... ακόρντα πέμπτης ή power chords ή δυναμικές συγχορδίες (ή no3rd καλύτερα) λέγονται τα ακόρντα που τους έχεις αφαιρέσει την τρίτη που τα αποτελεί. Αυτήν που καθορίζει αν 8α είναι ματζορε ή μινορε η συγχορδία...Έτσι δεν είναι ούτε ματζόρε,ούτε μινόρε αυτο που παίζεις. χρησιμοποιούνται συνεχώς στη rock...για να βγει καλύτερος ο ήχος με την παραμόρφωση. [...]
    (από το Κιθάρα βού)

  2. Πολλές φορές όταν χτυπάω κάποια ρυθμικά (πέμπτες δλδ , στη 5η-4η-3η χορδή ) και υπάρχει κίνδυνος να χτυπήσω και την 6η , χωρίς να το θέλω ακουμπάω με τον αντίχειρα τν 6η και την μπουκώνω .Ετσι έχω πλήρη έλεγχο . (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακριβώς (χρονικό ή τοπικό), από το αγγλικό just.

Επίρρημα που φαίνεται να εισχωρεί στην καθομιλουμένη όλο και περισσότερο, και με περισσότερες σημασίες, πάντα παρμένες αυτούσια από τα αγγλικά (πιχί «απλά», βλέπε τέταρτο παράδειγμα).

  1. Ένας άντρας πάει σε μια καφετερία, έρχεται το γκαρσόν να πάρει παραγγελία.

— Τι θα θέλατε κύριε;
— Θα ήθελα ένα καφέ, ούτε πολύ γλυκό ούτε πολύ πικρό, τζαστ στο κέντρο, και το ποτήρι να μην είναι ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, τζαστ στο κέντρο, και επίσης θέλω και κουλουράκια ούτε πολύ γλυκά ούτε πολύ αλμυρά, τζαστ στο κέντρο.

Περνάει πολλή ώρα αλλά η παραγγελία δεν έρχεται. Κάποια στιγμή ο άντρας λέει στο γκαρσόν: «Εε, έχω παραγγείλει ένα καφέ και ακόμη δεν έχει έρθει». Και το γκαρσόν απαντά: «Δεν σε έγραψα ούτε στο δεξί ούτε στο αριστερό, τζαστ στο κέντρο»!
(από το ζου τζι αρ)

  1. Έστειλα λοιπόν το πρωί της Πέμπτης το ακόλουθο μήνυμα. «ΣΗΜΕΡΑ Βραδυνύ Τύπυ & Κώστας Λεμονίδης Live. 5/4 stage. Φιλίππου 14, Μικρολίμανο, Ελληνικός και αλλοδαπός ηλεκτρικός ήχος... στις 23:00 τζαστ!» Και μου έρχεται η απάντηση... «ΑΥΡΙΟ Πρωυνύ Τύπυ Live στην οικοδομή! Ηλεκτρικοί ήχοι από σβουράκι, κόφτη, και έκτακτη συμμετοχή πρέσα μπετού! Εγερτήριο 5:30 τζάστΘεός ο τύπος...! (από ιστολόι)

  2. δες τη βασική του θέση ότι «το ελληνικό κράτος προέκυψε από συρρίκνωση του έθνους ενώ το τουρκικό είναι τζαστ στα όρια που έπρεπε». Πόσο εθνίκι πρέπει να είσαι για να αγνοείς ότι τόσο το ελληνικό όσο και το τουρκικό κράτος επεκτάθηκαν όσο τα έπαιρνε σε προεθνικά υποστρώματα (χριστιανοί και τούρκοι) τα οποία κατοικούσαν (και στις δύο περιπτώσεις) από το Δούναβη μέχρι τον Ευφράτη; Κοινώς ότι και οι Τούρκοι έχουνε χαμένες πατρίδες, στις οποίες μάλιστα ήταν ανώτερη τάξη και όχι ραγιάδες που τα κουτσοβολεύανε; (σχόλιο σε ιστολόι)

  3. — Τι θεωρείτε σεξυ σε εναν αντρα;
    — Οσον αφορά εμένα τζαστ δεν θυμαμαι παει πολυ καιρο να φλερταρω η να με φλερταρουν για να θυμαμαι τι εβλεπα σεξυ σε εναν ανδρα αλλα βασικα μου αρεσουν οι ομορφοι αντρες και οι εξυπνοι. (από ιστολόι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified