Αυτός που διαδίδει φήμες. Χρησιμοποιείται στο ΧΑΑ.
- Φίλε αγόρασε ΚΛΩΝΑΤΕΞ, θα πας ταμείο.
- Πάλι κανένα παπαγαλάκι σου το 'πε; Σαν την άλλη φορά που πήραμε ΚΟΥΒΑΔΕΞ και βάρεσε κανόνι;
Αυτός που διαδίδει φήμες. Χρησιμοποιείται στο ΧΑΑ.
- Φίλε αγόρασε ΚΛΩΝΑΤΕΞ, θα πας ταμείο.
- Πάλι κανένα παπαγαλάκι σου το 'πε; Σαν την άλλη φορά που πήραμε ΚΟΥΒΑΔΕΞ και βάρεσε κανόνι;
Got a better definition? Add it!
Το αργώ εκνευριστικά. Ταλαιπωρώ εαυτόν και αλλήλους.
Συνεχίζω να μιλάω και να αναλύω χωρίς να υπάρχει λόγος.
Το γυρίζω χωρίς να το σφυρίζω.
Απλά, ο κουράσωφ.
- ... και με τα πολλά της λέω, πάμε σ' εκείνο το ταβερνάκι που έχει μπριζόλα στα κάρβουνα;
- Πια κάρβουνα ρε μαλάκα, το κούρασες, έπρεπε να τη φας τη γκόμενα επί τόπου ρε.
- Την κούρασε τη μπάλα πάλι ο Τζιοβάνι.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που το κουράζει υπερβολικά. Αυτός που πρέπει να σκεφτεί πάρα μα πάρα πολύ για να κάνει κάτι.
Από το γνωστό πρωταθλητή του σκάκι. Ο όρος χρησιμοποιείται και στην πόκα όταν κάποιος αργεί πάρα πολύ να παίξει.
- Άντε ρε Κασπάρωφ Θοδωρή, κέντα-χρώμα είναι το παιχνίδι τι το σκέφτεσαι;
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικό του πούτσος / πούτσα.
πούτσος -> πούλος -> σούλος.
Από τη τακτική του «αλλάζω ένα γράμμα για να διαφοροποιηθώ». Μπορεί να ειπωθεί και «κούλα»
Got a better definition? Add it!
Ακυρώνω, κανσελάρω. Συνήθως το ρίχνω. Σε σάιτ με ιδιωματισμούς, το χρησιμοποιείς για να θάψεις ένα λήμμα.
Μ’ ένα Χι
με διαγράφεις.
Μ’ ένα Χι
τα πάντα γκρεμίζεις.
Τη ζωή μου ολόκληρη σ' ένα λεπτό ακυρώνεις
μ' ένα Χι, μ’ ενα Χι.
(Νίκος Καρβέλας)
- Τελικά τι έγινε με τη Μαρία; Την έριξες;
- Μπα, μου έριξε χι.
Got a better definition? Add it!
Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)
Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.
Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.
Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση-αυτοκόλλητο σε κωλοπειραγμένα αμάξια τύπου Honda Civic Vti, Skoda Octavia 1000hp, Toyota Corolla κλπ που οδηγούν νεαροί κάγκουροι και καυλοτίμονοι.
Αποτρέπει τους συνοδηγούς από το να στήσουν το αμάξι τους με το συγκεκριμένο γιατί και καλά θα φάνε σκόνη.
(Σε φανάρι της παραλιακής)
- Στήσιμο;
- Άσετο...
(Ακολουθεί σπινιά για να πάρει μάτι ο θρασύς το αυτοκόλλητο και να κάνει τουμπέκα)
Got a better definition? Add it!
Ξεφτιλίζομαι, βλ. και τσόντα γίναμε.
Άσε ρε, πάλι τσιμπούκι έγινα. Ήμουνα με τη Μαρία πρώτο ραντεβού και εκεί που κάνω κίνηση να της σκάσω το γλωσσόφιλο, αφήνω μια κλανιά από την κλανιέμπα μου...
Got a better definition? Add it!
Από το also known as (a.k.a.)
Λέγεται προς αντικατάσταση του δηλαδή, λέγε με, βλέπε κλπ.
- Κάποιος, άκα εσύ, θα έχει το πρόβλημα τoυ με την ψηλή του όταν μάθει τα καμώματα μας χτες.
- Ρε, πώς θα πάμε το βράδυ;
- Άκα;
- Δεν έχω αμάξι, με άφησε η κουρέλα.
Βλέπε και ότι.
Got a better definition? Add it!
Πάω ταμείο, ή είμαι σε ρότα ταμείου.
Όταν όλα πάνε ή θα πάνε τόσο καλά, σαν να κινείσαι πάνω σε ράγες.
Σαν δόση υπερβολής έχει ακουστεί και «οδοντωτός».
- Να παίξω Μάντσεστερ ή θα με στείλει κουβά;
- Ναι ρε, τρένο θα πάει μην την φοβηθείς.
- Χτες πήγα τρένο με τη Μαρία.
- Τι παίχτηκε τελικά;
- Της έστειλα έναν επίλογο και πήρε τα χαμπάρια της ότι δεν τραβάει πια...
- Και πώς το πήρε;
- Κυριλέ, τρανκίλο...
Got a better definition? Add it!