Άνθρωπος σε πολύ κακή σωματική κατάσταση, ανάπηρος. Μπορούμε να το πούμε και μεταφορικά, με την έννοια πολύ κουρασμένος.

  1. - Ο παππούς σου ζει;
    - Ναι.
    - Και πώς δεν σε επισκέπτεται καθόλου;
    - Δυστυχώς είναι τελείως σακάτης ... ο πόλεμος τον άφησε ανάπηρο και είναι συνέχεια στο κρεβάτι.

  2. - Έλα Γιάννη, πάμε για καμιά μπύρα έξω;
    - Σόρι, αλλά θα μείνω μέσα να ξεκουραστώ ... όλη μέρα δουλειά σήμερα, σακάτης κατάντησα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διάβολος, ο σατανάς. Συνήθως λέγεται από χριστιανούς που δε θέλουν να αναφέρουν καν το όνομά του. Όπως είναι προφανές βγαίνει από τις λέξεις έξω + από + εδώ (δηλαδή με άλλα λόγια, «μακριά από μας»).

(θρήσκος πατέρας προς το γιο του)
- Σταμάτα πια να ακούς Rolling Stones! Αυτή είναι μουσική του εξαποδώ!

(από mariahomorfi, 30/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός κάποιου συγκροτήματος metal (ή ακόμα και rock) επειδή έχει αντιχριστιανικούς στίχους ή αναφέρει το σατανά στους στίχους του. Βέβαια, πολλές φορές, συνήθως οι μεγάλοι σε ηλικία μπορεί να το λένε για την metal μουσική γενικότερα, γιατί έχουν την εντύπωση ότι στη σκηνή αυτή είναι όλοι σατανιστές.

Το λήμμα αυτό έχει τις ρίζες του στο rock του '60-'70 με τα «ανάποδα» σατανιστικά μηνύματα σε δίσκους των Led Zeppelin αλλά και σε τραγούδια συγκροτημάτων όπως Black Sabbath και AC/DC που αναφέρουν το σατανά, την κόλαση κλπ. Βέβαια τα «σατανιστικά» θέματα έφτασαν στο αποκορύφωμα το '90 με ακραίες black/death metal μπάντες όπως Darkthrone, Deicide, Dimmu Borgir κλπ.

(Γιαγιά προς εγγόνι την ώρα που χτυπιέται με π.χ. Slayer)
Παιδί μου, πάψε να ακούς αυτούς τους σατανάδες! Θα σε κάνουν αγριάνθρωπο!

Πολύ σκληρός χέβυ ντιούτυ αντισατανάς. (από patsis, 19/11/11)(από Khan, 27/01/13)

βλ. και σατανίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός και δυνατός, το γομάρι. Μπορεί να το πει κανείς όμως και για κάποιον που είναι απλά πολύ χοντρός.

- Ρε κόψε λίγο τους γύρους και τις μπύρες, Οβελίξ έχεις γίνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάθεται συνέχεια σπίτι και σπάνια βγαίνει έξω για βόλτα ή γενικότερα.

- Σταύρο, θα έρθεις μαζί μας σήμερα για ταινία;
- Μπα, δεν έχω όρεξη ρε. Θα μείνω στο σπίτι.
- Πάλι σπίτι; Πολύ σπιτόγατος είσαι τελευταία! Δε βαριέσαι συνέχεια κλεισμένος στους 4 τοίχους;

"Θα κάτσω σπίτι", Λουκιανός Κηλαηδόνης  (από Hank, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαιμός. Το λέμε συνήθως για ασθένεια (έχω τα λαιμά μου).

- Ο Νίκος μου είπε ότι δε θα έρθει σήμερα στην εταιρεία γιατί έχει τα λαιμά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τον έξυπνο, που νομίζει ότι λέει σωστά πράγματα αλλά στην πραγματικότητα λέει όλο μαλακίες.

- Χέσε μας με τις θεωρίες σου πρωί-πρωί ρε εξυπνίδη!

Συνώνυμα: τάκης. Δες ακόμη -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπολογιστής Mac (Macintosh) της Apple, γι' αυτούς που θέλουν να βάλουν και λίγο slang στις geeky συζητήσεις τους.

- Τι PC και μαλακίες, εγώ το μάκη μου τον έχω 2 χρόνια και δε μου έχει παρουσιάσει το παραμικρό πρόβλημα. Apple και πάλι apple!

Δες και πισί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι δεν είναι καθόλου επαρκές.

- Πώς να ζήσεις σαν άνθρωπος με μισθό 700 Ευρώ, ρε συ; Αυτά δε φτάνουν ούτε για το ζήτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που δε θέλουμε να έχουμε πια επαφή, πιθανότατα επειδή στο παρελθόν μας έχει παίξει πουστιά.

- Να πάρω τηλέφωνο και τον Κώστα να έρθει;
- Τι λες μωρέ, αφού ξέρεις ότι δε μιλιόμαστε πια. Από μακριά κι αγαπημένοι...

Got a better definition? Add it!

Published