Το λέμε για κάποιον που μόλις έχει ξυπνήσει και είναι ακόμα νυσταγμένος, σαν κοτόπουλο.

- Καλά εσύ είσαι τελείως καμμένος! Είσαι με την τσίμπλα στο μάτι και άνοιξες αμέσως το PC να παίξεις WoW!

Απαράδεκτοι, στο 5:18. (από patsis, 01/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ νυσταγμένος, αυτός που μόλις ξύπνησε και είναι σαν χαμένος, ή αλλιώς με την τσίμπλα στο μάτι.

- Πάμε μια βόλτα εδώ κοντά;
- Κάτσε ρε φίλε να πιω πρώτα τον καφέ μου γιατί μόλις ξύπνησα και είμαι σαν κοτόπουλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για άτομο που δεν του δίνουμε σημασία, που δε μας αφορούν τα λόγια του και οι πράξεις του. Συνήθως το λέμε επειδή για κάποιο λόγο υποτιμάμε τον άλλο. Επίσης μπορεί να απευθύνεται και στο β' ενικό («σε έχω χεσμένο»).

- Ρε συ είναι αλήθεια αυτά που μου έλεγε χθες για σένα ο Λάκης;
- Τον έχω χεσμένο το Λάκη! Μην τον παίρνεις στα σοβαρά, όλο βλακείες και ψευτιές λέει.

Το έχουν χεσμένο. (από Galadriel, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απολίτιστος, άγριος, αντικοινωνικός άνθρωπος που δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, που η συμπεριφορά του είναι χύμα και λέει ή κάνει ασυνάρτητα πράγματα.

- Καλά τι κουφές ασυναρτησίες μου έλεγε πριν αυτός ο τύπος;
- Τι προσπαθείς να συνεννοηθείς με αυτόν ρε συ, χέστον, αυτός είναι Ζουλού!

Βλ. και σχετικά λήμματα ουγκ, ούγκανος, μουντρούχαλος, μουντρούχος, ο, μαμούχαλος, ο και μούχλας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που υπολειτουργεί, δεν έχει οργάνωση, και έχει γενικά τα χάλια του. Συνήθως το λέμε για τις (Ελληνικές) δημόσιες υπηρεσίες.

- Σταύρο εσύ θα στείλεις το παιδί σου σε φροντιστήριο;
- Εμ γίνεται κι αλλιώς; Αφού ξέρεις ότι η παιδεία στην Ελλάδα είναι μπουρδέλο... πού να τα βγάλει πέρα χωρίς αυτό.

(από joe909, 01/08/11)

Βλ. και σχετικό λήμμα τριμπούρδελο. Σε άλλες γλώσσες: casìno (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπίτι πολύ ακατάστατο και βρώμικο. Μπορούμε να το πούμε και για κάποιο χώρο ή για περιοχή.

1.Ρε φίλε κάνε μια φασίνα, συγγνώμη που θα σου το πω, αλλά το δωμάτιό σου είναι μπουρδέλο!

  1. - Τι θα 'λεγες να νοίκιαζες ένα σπίτι στον Ταύρο; Ίσως σου ερχόταν φθηνά.
    - Μπα, με τίποτα. Δε γουστάρω να ζήσω εκεί, η περιοχή είναι πολύ μπουρδέλο.

(από Khan, 26/01/14)

Σε άλλες γλώσσες: casìno (ιταλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταλλάς, ο οπαδός της metal μουσικής. Συνήθως το λέμε για αυτούς που και στην εμφάνιση (ντύσιμο, μακριά μαλλιά κλπ) δείχνουν metal.

- Με ποιούς ήσουν χθες μαζί στα μπουζούκια και γλεντούσες;
- Ε ξέρεις, με τη συνηθισμένη παρέα... μόνο ο Νίκος έλειπε, αυτός είναι κάργα μέταλλο και δεν τα γουστάρει με τίποτα αυτά.

Βλ. και σχετικά λήμματα: μεταλλοπατέρας, μέταλ του μπιμπερό, μέταλ, metal και βλακ μέταλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σε μεγάλη ποσότητα. Συνήθως το λέμε για το κέρδος.

- Ο Γιάννης είναι μυαλό, έχει γίνει σημαντικό στέλεχος της εταιρείας και βγάζει λεφτά με τη σέσουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάτι μάταιο, που δεν έχει αποτέλεσμα, απογοητευτικό.

- Κατάφερες να συνδεθείς στο ασύρματο δίκτυο;
- Μπα, τόση ώρα προσπαθώ εδώ αλλά... μπλουμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυώδης και ογκώδης άνθρωπος. Βλέπε και ντουλάπα.

- Είδες τελευταία καθόλου το Χρήστο; Άσε, από τα πολλά βάρη και τις κρεατίνες έχει γίνει τούμπανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified