Αυτός που πηγαίνει σε εκδηλώσεις, συναυλίες κλπ. που δεν έχουν είσοδο, όχι γιατί τον ενδιαφέρουν πραγματικά, αλλά επειδή είναι τζάμπα και πάει να χαζέψει.

- Ρε συ πάμε αύριο στους Magic de Spell; Έχει δωρεάν είσοδο!
- Είσαι και πολύ τζαμπατζής ρε! Αφού δεν ξέρεις τίποτα από ελληνικό ροκ, έτσι για την πλάκα θες να πας.

(από Khan, 06/11/13)

Σχετικά: τζαμπέισον, τζαμπαντάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι δεν είναι καθόλου επαρκές.

- Πώς να ζήσεις σαν άνθρωπος με μισθό 700 Ευρώ, ρε συ; Αυτά δε φτάνουν ούτε για το ζήτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεφτά, ο παράς.

Ρε μαλάκα φέρ' τα πράσινα τώρα αμέσως αλλιώς θα τσακωθούμε άγρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι προσκολημμένος στη μαμά του και πλήρως εξαρτημένος απ' αυτή, ο φλώρος, ο άβγαλτος.

- Καλά είσαι τελείως μαμάκιας, να δω τι θα κάνεις στο στρατό που δε θα έχεις τις ανέσεις της μαμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάθεται συνέχεια σπίτι και σπάνια βγαίνει έξω για βόλτα ή γενικότερα.

- Σταύρο, θα έρθεις μαζί μας σήμερα για ταινία;
- Μπα, δεν έχω όρεξη ρε. Θα μείνω στο σπίτι.
- Πάλι σπίτι; Πολύ σπιτόγατος είσαι τελευταία! Δε βαριέσαι συνέχεια κλεισμένος στους 4 τοίχους;

"Θα κάτσω σπίτι", Λουκιανός Κηλαηδόνης  (από Hank, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνδυασμός ζαριών άσσου και δύο στο τάβλι. Σε γενικές γραμμές θεωρείται η χειρότερη ζαριά.

Υπάρχει και το παιχνίδι ασσόδυο, είδος ταβλιού, το οποίο πήρε το όνομά του από τη ζαριά, γιατί εκεί έχει τη μεγαλύτερη αξία (για περισσότερα ανατρέξτε στους κανόνες του παιχνιδιού).

  1. - Πω ρε φίλε, πάλι ασσόδυο έφερα! Φαίνεται δε με θέλει το ζάρι σήμερα.

  2. - Σταύρο, παίζουμε κανα ασσόδυο για αλλαγή; Όλο πόρτες παίζουμε τελευταία.
    - Μπα, δεν το συμπαθώ το συγκεκριμένο παιχνίδι... θα προτιμούσα ένα πλακωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τo χαρακτηρισμό των γυναικείων βυζιών, το λέμε για έναν άνδρα όταν το στήθος του μεγαλώνει, συνήθως λόγω πάχους ή αγυμνασιάς, ή όταν σταματήσει τη γυμναστική μετά από μακροχρόνια λήψη κρεατίνης, αναβολικών κλπ και «κρεμάσει» στο στήθος.

- Ρε συ ο Νάσος μας το 'παιζε τρανός μποντιμπιλντεράς, αλλά τώρα που σταμάτησε τη γυμναστική έβγαλε βυζάκια! Προφανώς έπαιρνε αναβολικά.

(από Vrastaman, 06/12/08)Πας μια βόλτα κι από τα Βυζάκια, να πιεις έναν καφέ βρε αδερφέ... (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός των μπάτσων σαν σύνολο, λόγω του μπλε χρώματος της στολής. Είναι παρόμοιο με το «κίτρινη φυλή» που λέγεται για τους ταξιτζήδες.

- Ρε συ μην πάμε από τον κεντρικό δρόμο, τώρα εκεί είναι μαζεμένη όλη η μπλε φυλή. Κόψε καλύτερα από κανα στενό γιατί δεν έχω όρεξη να τους βλέπω τους βλάκες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καρπαζοεισπράκτορας, που τις τρώει από όλους.

- Ο Κώστας ήταν το παιδί της σφαλιάρας στο σχολείο. Καλά του κάνανε όμως, γιατί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του όλο μαλακίες πέταγε!

(από Desperado, 31/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οπαδός της σκοτεινής ατμοσφαιρικής μουσικής και γενικά της gothic κουλτούρας, ο γκοθάς. Βγαίνει από την αγγλική λέξη dark (σκοτεινός).

- Τι λες, πάμε Rebound σήμερα;
- Μπα, δε γουστάρω, έχει πολύ μελαγχολική ατμόσφαιρα και είναι γεμάτο νταρκάδες. Θα προτιμούσα πιο εύθυμο περιβάλλον.

Jeanne d\'Arc (από Hank, 01/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published