Ο φύτουκλας, το φυτό ή σπασίκλας, επειδή λειτουργεί με χλωροφύλλη.

Κοίτα την χλωροφύλλη μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει!

Got a better definition? Add it!

Published

Το νικ του δημοσιογράφου Νίκου Χατζηνικολάου, κυρίως παλιότερα, που ήταν πιο κυριλέ. Τώρα το παίζει πιο λαϊκός. Τελικά έμεινε να σημαίνει έναν πολύ κυριλέ τύπο, που μιλάει όπως ο Ντέιτα του Στάρτρεκ, φοράει συχνά γιαλούμπες, έχει γραβάτα και είναι ξενέρωτος.

  1. - Κυρίες και κύριοι, αυτά ήταν για σήμερα τα νέα από το Μεγάλο Κανάλι...
    - Δεν μας χέζεις ρε Χατζηγραβάτα!

  2. - Για να περάσω το ίντερβιου και να πάρω την κωλοδουλειά, μέχρι και Χατζηγραβάτας θα γίνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για κάποιο λόγο το Χαρτούμ, η πρωτεύουσα του Σουδάν, θεωρείται ειδικά αυτό ως συνώνυμο για το μπάχαλο, το χάος και την τριτοκοσμικότητα. Πιθανόν επειδή κάνει ομοιοκαταληξία με το «αλαλούμ». (Βλ. παράδειγμα).

-Έχουμε γίνει Χαρτούμ τον τελευταίο καιρό.

Τραγούδι του Δάκη:

Αλαλούμ, αλαλούμ, αλαλούμ, αλαλούμ,
άλλη γλώσσα μιλάμε,
μάζεψέ τα να πάμε,
πιο καλά στο Χαρτούμ...

Βλ. και Ζιμπάμπουε, Ουγκάντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που σέρνει γύρω του μεγάλη συνοδεία από θηλυκά, αλλά αγνοείται αν προχωράει στο κάτι παραπάνω, ή αν είναι απλώς για μόστρα. Είναι πάντως ταγός, αρχηγός της μουνοθύελλας που τον περιτριγυρίζει, κι όχι απλός φίλος-παρατηρητής.

- Τι γίνεται μ' αυτόν τον Ανδρέα, κάθε φορά που ανεβαίνει στην μηχανή έχει και μια διαφορετική γκόμενα στην πλάτη!
- Κι όταν φτάνουμε στο κέντρο, συνοδεύει πέντε έξι.
- Ναι, αλλά γαμεί τίποτις ο χαρεμάκιας;
- Ποιος το ξέρει...

Σύγκρινε: γκομενοβοσκός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η σεμνή, ή ειρωνικά η σιγανοπαπαδιά, η παρθενοπιπίτσα.

Παίζει την χαμηλοβλεπούσα, αλλά είναι εξώλης και προώλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθισμένος τρόπος να πεις το φυτό, τον σπασίκλα.
Και «φυτουκλιάρης».

Μέχρι τελευταία στιγμή διαβάζει ο φύτουκλας!

(από Khan, 27/01/13)Τουκανοφύτουκλας (από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πρόσωπο ως συνώνυμο του φεύγα, του αλλού και του ψυχάκια. Κυρίως σημαίνει κάποιον που είναι στην κοσμάρα του, αλλά με ψυχοπαθολογική έννοια και περιμένουμε ότι είναι έτοιμος να ακούει φωνές κ.τ.λ.

Ήταν πάντοτε φευγιό ο Βασίλης, αλλά δεν περιμέναμε ότι θα άρχιζε να έχει και παραισθήσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Φεράρι κατά το Μερσεντικό και το Πορσικό.

Πού τα βρήκε τα μπικικίνια για να μας κάνει μόστρα κάθε πρωί με το Φεραρικό; Όχι πες μου πού! Αν δεν ήταν η Miesens, θα το είχε το Φεραρικό, όχι πες μου θα το είχε;

(από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η τσίπα ειδικά σε θέματα κοινωνικών αγώνων, διεκδίκησης των δικαιωμάτων των μεταναστών, των εργαζομένων, των φοιτητών κ.τ.ό.

Παράγωγο απ' την τσίπα και τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα.

Έχουν επαναστατήσει όλα τα δεκαπεντάχρονα, κι αυτοί αντί να χαρούν για τη νέα πολιτική αφύπνιση βγαίνουν ολημερίς στα κανάλια και διαμαρτύρονται για τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές των περιουσιών. Μα, καλά, δεν έχουν καθόλου τσίπρα πάνω τους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσάτσος.

Είσαι μεγάλο τσατσόνι, τελικά, που κατάφερες να έχεις πάντα τις καλύτερες υπηρεσίες, γύρευε με τι γλείψιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified