Το κοίλο μέρος του ναργιλέ ή του τσιμπουκιού (με την πρωταρχική έννοια, αμάν πάλι στο πονηρό πήγε το μυαλό σας!), όπου τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. Επίσης, η σύριγγα με την οποία καπνίζεται το όπιο και το χασίς. Είναι τουρκική λέξη.

-Όταν γκαπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν πρέπει να μιλάς, κοίταξε τριγύρω οι μάγκες, κάνουν όλοι, κάνουν τουμπεκί.

Άρτσι μπούρτσι και λουλάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας εύσχημος τρόπος να υπαινιχθείς, ότι κάποιος είναι μαλάκας, ιδίως σε γραπτό και επίσημο λόγο.

-Ο κύριος Τοσοδούτσικος είναι ένας βλάκας με κεφαλαίο...
-Βήτα;
-Όχι, μι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγια φράση, που σημαίνει την πεμπτουσία του κουλέζικου και άνετου στυλ. Θέλει να πει ότι δείχνεις επίτηδες λίγο απρόσεκτος, για να μην σε περάσουνε για κάνα φύτουκλα του λάιφ-στάιλ, αλλά φροντίζεις ταυτόχρονα να είσαι πολύ μοδάτος.

Ήρθε ο Αντρέας με ένα και καλούα επιτηδευμένα ατημέλητο υφάκι, με το ρολόι πάνω απ' το πουκάμισο κτλ, για να μας το παίξει ότι είναι μπίζνεσμαν και δεν έχει χρόνο για να προσέχει τέτοιες λεπτομέρειες.

Δες και σπρετσατούρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιταλικός και διεθνής όρος για την επιτηδευμένη ατημέλεια. Είναι «το να κάνεις τα δύσκολα να φαίνονται εύκολα», ένα είδος αυτο-ειρωνείας στο εμφανισιακό σου στυλ. Κλασική σπρετσατούρα ας πούμε είναι να έχεις λίγο λυμένη την γραβάτα, και το ρολόι πάνω απ' το μανίκι του πουκαμίσου.

Στα '60ς ο Τζιάνι Ανιέλι εισήγαγε την σπρετσατούρα στο ιταλικό λάιφ-στάιλ, εμπνέοντας τον Τσερούτι και πολλούς άλλους. Ήθελε να δείξει ότι σαν μπίζνεσμαν δεν είχε χρόνο να αφιερώσει στο στυλ του, ενώ στην πραγματικότητα το στυλ του ήταν αποτέλεσμα εξαιρετικά προσεγμένου σχεδιασμού από ειδικούς στυλίστ.

Όλα τα λεφτά είναι το ρολόι του Ανιέλι πάνω απ\' το πουκάμισο! (από Lafkadio, 27/01/09)

Δες και κυβερνοσπρετσατούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι». Είναι urban legend για έναν σατανικό περιπτερά που τρυπά τα προφυλακτικά με ένα βελόνι, αποτελώντας έμπνευση για πολλά θρίλερ.

Συνώνυμο: Προφυλακτικό για την πούτσα (γιατί, τα άλλα για τι είναι;).

Άσε, φίλε, να κάνεις τον σταυρό σου να μην σου τύχει ο σχιζοφρενής περιπτεράς με το βελόνι στον δρόμο σου!

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό «poulain», δηλαδή «πουλάρι», είναι ο/η φέρελπις προστατευόμενος/η. Οπότε και το πιπίνι, που το έχουμε μη στάξει και μη βρέξει, ή κάτι σαν το «σκυλάκι» μας.

Κάπως πιο κυριολεκτικά είναι και το άλογο στο οποίο ποντάρουμε στον ιππόδρομο.

Ερευνάται ακόμη αν η έκφραση έχει λάβει και παρετυμολογία από τον πούλο, στο στυλ «πήρα το πουλέν» κ.ο.κ. (βλ. και αμελί πουλέν).

.

- Η Ευλαμπία είναι το νέο πουλέν του διευθυντή. Την βλέπω να παίρνει προαγωγή σύντομα.
- Το πουλέν θα πάρει κι αυτή!

Αντίστοιχο: μανάρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πιο επίκαιρος και σινεφίλ τρόπος να πεις «πουλέν», βλ. αντίστοιχο λήμμα.

-Η Δανάη έχει εξελιχθεί στο καινούργιο πουλέν του!
-Πού θα πάει; Θα την βαρεθεί κι αυτήν!

Έχει το όνομα! Έχει και την χάρη; (από Lafkadio, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το τηλεοπτικό παράθυρο σλανγκιστί.

Μαζεύτηκαν πάλι όλοι οι μαϊντανοί στα παραθύρια κι έγινε το μάλε βράσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημιστικά ο μαϊντανός, που ξημεροβραδιάζεται στα παραθύρια και τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες.

-Με συγχωρείτε, κύριε Ευαγγελάτο, αλλά θα πρέπει να με αποδεσμεύσετε από την συζήτηση, γιατί πρέπει να είμαι και σε μια συζήτηση σε παραδίπλα παραθύρι.
Θεατής: Πω πω, πολύ τηλεπερσόνα την έχει δει ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός παιδικός τρόπος να την πεις σε κάποιον. Η κλασικη φράση είναι: «Όταν έβρεχε ο Θεός μυαλά, εσύ είχες πάει στο περίπτερο για τσίχλες». Άλλες βερσιόν στα παραδείγματα.

Όταν έβρεχε ο Θεός μυαλά, εσύ είχες πάει στο περίπτερο για τσιγάρα.

Όταν έβρεχε ο Θεός μυαλά, εσύ κρατούσες ομπρέλα.

Όταν έβρεχε ο Θεός σούπα, εσύ κρατούσες πηρούνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified