Στρατιωτικό παράγγελμα που σημαίνει απλά «στρωθείτε μπρούμυτα!», αλλά ο λοχίας κι οι ανώτεροί του θεωρούν απαραίτητη αυτήν την βλαχολόγια εκφορά, όχι απολύτως σωστή. Η θέση «πρηνηδόν» λειτουργεί βέβαια ως μεταφορά για το ότι τα φανταράκια θα εκτελέσουν κίνηση τον πούλο αρμ.

Λειτουργεί και ως στρατιωτικό συνώνυμο του την τρίζει την όπισθεν.

  1. Λοχίας Στρατοκαυλόπουλος: - Εκ του πρηνηδόν θέσεις λάβατε!
    Φανταράκια μεταξύ τους: - Ωχ! Κατάλαβα! Τον πούλο αρμ, πάλι! Έχει πρωινές καύλες ο Στρατοκαυλόπουλος!

2
- Τι γίνεται με τον Σάκη; Την εγείρει την σημαία;
- Όπως τα λες! Την παίρνει την θέση εκ του πρηνηδόν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι σε στύση. Κλασική μεταφορά, που είναι πρόσφορη για λογοπαίγνια στο στρατό, στον κόσμο της φωτογραφίας (με τις παλιές μηχανές τουλάχιστον) κτλ.

Ο Βάγγελας όπλισε κι ετοιμάστηκε να σκοράρει.

Got a better definition? Add it!

Published

Υπερθετικός του τον παίρνει, με την έννοια του συνουσιάζεται ως παθητικός ερώμενος, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που θεωρούμε τελειωμένο, τόσο που η σεξουαλική πρακτική έχει επιπτώσεις και στην ανατομία του. Βεβαίως είναι και βρισιά εμφατική του «τον παίρνεις», στο β' πρόσωπο.

  1. - Μου φαίνεται ότι ο Σάκης το κανελώνει το ρυζόγαλο. Λες να τον παίρνει;
    - Μωρ' τον παίρνει και γέρνει!

  2. (κατά την διάρκεια βρις-οφ):
    - Τον παίρνεις!
    - Τον παίρνεις και γέρνεις!

(από Khan, 29/06/12)

Δες και γέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προχωρημένος, ο αβαν-γκαρντ, ο πρωτοποριακός. Από σύντμηση του «προχωρημένος». Φαντάζομαι ότι καθώς αφήνεται να πλανάται ότι μπορεί να εννοείται και προ-χώνω, ή κάτι τέτοιο, δίνεται μια πιο επιθετική χροιά στην σημασία.

  1. Προφανώς, κάποια άτομα θεωρούν ότι είναι πολύ προχώ, να λες «προχώ», αντί για «προχωρημένος»!

  2. (από βλόγιον):

Γιαπωνέζοι!! Πολύ «προχώ» ρε παιδί μου...
Αυτό που βλέπετε (μύδι 1) δεν είναι see- through φούστα. Είναι η νέα μόδα της Ιαπωνίας. Τυπώνουν στις φούστες το σχέδιο αυτό, να μοιάζει ότι φαίνεται το εσώρουχο.

  1. (Απ' το φόρουμ του Πουτσ... εμ, συγγνώμη του Κοσμοπόλιταν):

ετσι ειναι....ετσι.....μεγαλειοτης παιδι μου....οχι αστεια....οχι απλα προχω.... .χιλιομετρα μπροστα....εμεις και το σπερμα του ενα πραγμα....ασε. ..

  1. (Από φόρουμ):

-Επ' αυτού θέλω να πω τον πόνο μου, έλεγαν κάποιοι και καλά προχώ ότι η Έφη Σαρρή είναι μιλφ και ήθελα να τους πω ότι δεν έχει παιδιά, αλλά λέω, άσε, στο κενό θα πέσει...
-Πάντως και παιδιά να είχε, MILF δεν τη λες... (αν κρίνω απ' αυτά που είδα όταν γκουγκλάρισα το MILF).

(απορία: Στο slang.gr τον έστειλε το google;)

  1. Ο ήρωας του μυθιστορήματος αυτού του Μανώλη Μανωλικού δεν είναι ένας ήρωας, ούτε υπερήρωας και τέτοια πασέ. Είναι αντιήρωας, ένας ήρωας αυτοσαρκαζόμενος, που του τυχαίνουν όλο αναποδιές και δεν διστάζει να αυτοεξευτελίζεται. Πολύ προχώ φάση!

Πολύ προχώ φούστα! (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος άλλος είπε πρώτος αυτό που θέλαμε να πούμε. Μόνο που στην σλανγκική εκδοχή της χρησιμοποιείται κυρίως όταν ο λόγος είναι περί παργαλάτσου, με ευκόλως εννοούμενο υπονοούμενο για στοματικό σεξ. Κι επειδή λίγοι έχουν την τιμιότητα να βγούνε τόσο ευθαρσώς από την ντουλάπα, ή, αν είναι γυναίκες, να παραδεχτούν ότι είναι τέτοιες ασύστολες τσιμπουκλόβιες, η έκφραση χρησιμοποιείται συνήθως στο τρίτο πρόσωπο για να καυτηριάσουμε/ στιγματίσουμε κάποιον/α που τον θεωρούμε τελειωμένο/η.

(Στο ρεππαπαπαθανασιούργημα «Safe Sex» παρουσιάζεται ριάλιτι σόου με θέμα τον πληρωμένο έρωτα. Συμμετέχουν ένας «συνοδός» και μια γριά πόρνη έμπειρη από εκπομπές Μικρούτσικου, πλην ο νεαρός συνοδός δεν γνωρίζει τις επίσημες ονομασίες των σεξουαλικών πρακτικών. Λέει «τσιμπούκι», οπότε ο παρουσιαστής κόβει επί τόπου την εκπομπή, κι ακολουθεί ο διάλογος):

Νεαρός: Καλά, και πώς να πω το τσιμπούκι;
Παρουσιαστής: Πεοθηλασμό!
Γριά: Απ' το στόμα μου το πήρες!

(από Khan, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια σύγκριση των δύο οπών, όπως και στο «από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι», αλλά εδώ ο συσχετισμός είναι χρονικός (και αξιολογικός) αντί για τοπικός. Η φράση βέβαια αφορμάται απ' το γνωστό δίλημμα περί του κολπικού ή πρωκτικού σεξ (τα διλήμματα βέβαια είναι καλύτερο να λύνονται με την πραγμάτωση και των δύο σκελών). Οπότε ο κώλος παρουσιάζεται να υπερτερεί ως πιο αβανγκάρντ, πιο προχώ. Και ταυτόχρονα μπαίνουν στην ίδια κατηγορία, για να καμφθεί η αντίσταση της εφεκτικής ερωμένης. Είναι σαν να της λες, «το ίδιο πράγμα είναι, μόνο που το άλλο είναι πιο πρωτοποριακό», ή «αφού θα γίνει στο μέλλον, που θα γίνει, γιατί δεν το κάνεις μια ώρα αρχύτερα;». Ενδέχεται τέλος, η έκφραση να έχει εκπορευτεί και από κύκλους γκέι, ή μπάι κολομπαράδων.

Μου ξίνιζε τα μούτρα της η Μαριλού, «θα πονέσω και θα πονέσω, και ξέρεις, απ' τον κώλο», «ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος», την διέκοψα και την αποστόμωσα!

Μπανεράκι ή και T-shirt. (από patsis, 21/10/10)Από indymediatrolls.com. (από patsis, 12/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανησυχητικό φαινόμενο που εξαπλώνεται ραγδαία στις μεγαλύτερες γενιές της Ελλάδας. Σημαίνει το να πιάνει μηδέν το σλανγκόμετρό σου, να έχεις αδυναμία να εκφραστείς στην σλανγκικήν, και να σου λείπει απελπιστικά ο σλανγκικός λεξιλογικός πλούτος.

Χαρακτηριστικά συμπτώματα: Να λες μόνο «πούστης» κι όχι κάποιο άλλο από τα εκατοντάδες συνώνυμα στο slang.gr. Να χρησιμοποιείς τον όρο «μαλάκας» μόνο με την σημασία του καλού μαλάκα κι όχι με τις εκατοντάδες άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις, που κυμαίνονται μέχρι και την οικειότητα και τον θαυμασμό. Να ξέρεις μόνο το «κλαψομούνα», κι όχι τα υπόλοιπα σύνθετα του -μουνα. Να λες μόνο «πουλί» ή «τσουτσούνι», κι όχι λ.χ. μπαργαλάτσος. Να λες, τέλος, με μεγάλη περηφάνια μπαμπαδίστικες εκφράσεις, όπως «σωβρακολογείς;» και να περιμένεις από αυτές να ανέβει κατακόρυφα το σλανγκόμετρο.

Η λέξη σχηματίζεται κατά το «λεξιπενία», και προφέρεται με ύφος Γιανναρά, όταν απελπίζεται για την «μείωση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας στην Ελλάδα»...

- Ανησυχώ πολύ για τον πατέρα μου! Συζητάγαμε χτες για τον Γαβαλά, κι αυτός «πούστη» τον ανέβαζε, «πούστη» τον κατέβαζε! Λες και δεν υπάρχουν άλλες λέξεις! Έχει φοβερή σλανγκιπενία!
- Κι ο δικός μου τα ίδια! Λες και δεν του πλήρωσα ειδικό σλανγκά για να του αυξήσει το λεξιλόγιο με λήμματα του slang.gr! Είναι θλιβερό! Σε τι κόσμο θα γηροκομήσουμε τους γονείς μας Γιώργο Τσαμτσίκα;
- Έτσι όπως τα λες, Νίκο Ευαγγελάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Λεξικό Μπαμπινιώτη στις εκφράσεις «βγάζω στη φόρα» και «βγαίνω στην φόρα», δεν έχουμε την γνωστή φόρα, όπως στο «ήτανε και κατηφόρα, έβαλα και λίγη φόρα» της Δόμνας Σαμίου (φόρα < φορά < φέρω), αλλά πρόκειται για επιβίωση του λατινικού forum πληθ. fora, δηλαδή της αγοράς (μπορεί κι η λατινική λέξη να είναι κι αυτή βέβαια απ' το fero ή φέρω). Οπότε η σημασία της έκφρασης «βγάζω στην φόρα», σημαίνει «βγάζω στην αγορά», δηλαδή δημοσιεύω. «Παρτίδα » είναι στα εμπορεύματα το μέρος ενός συνόλου.

Οπότε νομίζω ότι, ετυμολογικώς, το «τα βγάζω όλα φόρα παρτίδα» σημαίνει «απλώνω την πραμάτεια μου σε δημόσια αγορά».

Κι έρχομαι τώρα στις σλανγκικές τροπές:
Ως «πραμάτεια» μπορεί να εννοηθούν τα οποιαδήποτε «προσόντα», οπότε αν μιλάμε για κορασίδα, τα μπαλκόνια, οι εξώστες κ.ο.κ. Δηλαδή λέγεται συχνά για κορασίδα που εκχωρεί τα περιουσιακά της στοιχεία στο Δημόσιο. Ή και για άντρα που κάνει το ίδιο, είτε από αμέλεια, είτε από φουστιά με αηδιαστικά σε κάθε περίπτωση αποτελέσματα.

Έχει όμως κρατήσει και την έννοια ότι, κοινοποιώ μυστικά χωρίς διάκριση. Εδώ η έκφραση έλαβε νέα τροπή με την άνθηση της επικοινωνίας στο ιντερνέτι στα λεγόμενα φόρα, φόρουμς ή φόρουμ (βλ. εδώ). Υπάρχουν εκεί διάφοροι αγοραίοι τύποι που επιμένουν να βγάζουν τα σώψυχα και τα σώβρακά τους στην φόρα, ή μάλλον στα φόρα, χωρίς να τους ρωτήσει κανείς. Οπότε λέμε ότι τα «βγάζουν όλα φόρα παρτίδα» με το «φόρα» να εννοεί εδώ τα φόρα του Διαδικτύου.

Έτσι βλέπουμε συχνά Αχιλλείς απ' το Κάιρο να βγαίνουν από την ντουλάπα σε φόρα του Διαδικτύου, χωρίς να τους έχει ζητήσει κανείς από τους συνομιλητές τον λόγο για το γκεϊλίκι τους. Σε ακραίες περιπτώσεις έχουν συμβεί ακόμη και αυτοκτονίες σε ζωντανό διαδικτυακό χρόνο!

- Κοίτα εκεί το πιπίνι πως τα έβγαλε όλα φόρα παρτίδα, κι έχει μείνει μόνο με τον κορδονούρη της!

- Άσε ρε, ήμουν χτες σε ένα φόρουμ κι ένας άγνωστος άρχισε να βγάζει τα σώψυχα και σώβρακά του όλα φόρα παρτίδα! Χωρίς να τον ρωτήσει κανείς!
- Και τι έλεγε, δηλαδή;
- Ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει πια σεξουαλικά, ότι αρχίζει να φοβάται μήπως είναι γκέι ή έστω στρέι...
- Έλα ρε! Έβγαινε απ' την ντουλάπα;
- Δεν ξέρω. Πάντως το απέδιδε στο ότι δεν είναι με την σωστή γυναίκα. Έχει φορτωθεί μια καυλωτική γκόμενα, αλλά του κάνει κούκου μόνο για την φίλη της!
- Σαν κάτι να μου θυμίζει αυτό! Λες να ήταν ο Μένιος;

"Φόρα παρτίδα": Not to be confused with "ήτανε και κατηφόρα, έβαλα και λίγη φόρα".  (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκαλύπτω σε φίλο τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα μου, προκειμένου να ξαλαφρώσω, ή να μου πει την γνώμη του. Πολλοί αγοραίοι τύποι το κάνουν και στο ιντερνέτι. Επειδή πολλά από τα σώψυχα που λέμε συνήθως αγγίζουν ευαίσθητες λεπτομέρειες της σεξουαλικής μας ζωής, η έκφραση από «λέω τα σώψυχά μου» εξελίχθηκε σε «λέω τα σώψυχα και τα σώβρακά μου».

Καυλάουρα: - Άσε με βρε Λίλιαν, δεν τα πάω καλά με τον Μένιο τον τελευταίο καιρό!
Λίλιαν: - Τι είναι Λαουράκι μου; Πες μου τα σώψυχα και τα σώβρακά σου να ξαλαφρώσεις! Γι' αυτό είναι οι φίλες!
Κ.: - Να, χτες που είχαμε βάλει το Ντι-Βι-Ντι του Ασκητή και κάναμε πρόβα για το εξήντα εννιά, αυτός μού είπε να αλλάξουμε στάση και να το γυρίσουμε σε 96.
Λ.: - Αχ, πόσο σε λυπάμαι, Λαουράκι μου, μα δεν τον ξέρεις; Έτσι είναι ο Μένιος!...
(κι από μέσα της σκέφτεται η πονηρά κορασίς: (ο Μένιος δεν είναι παρά μία από τις πολλές μουνότριχές μου!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την εφεύρεση του Ιντερνετιού έχει ανθίσει μια νέα μορφή επικοινωνίας στα φόρα ή φόρουμς . Πρόκειται για λατινική λέξη, που ορισμένοι αρχαιόκαυλοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να μεταφράσουν ως «αγορά». Από την τελευταία όμως απέλπιδα προσπάθεια, επέζησε ο χαρακτηρισμός «αγοραίος» για τον τύπο που συχνάζει σε τέτοια φόρα.

Έτσι ενώ ο όρος «αγοραίος», λ.χ. στο Λεξικό Μπαμπινιώτη, ορίζεται ως σημαίνων τον «κοινό, χυδαίο, πρόστυχο», επειδή δηλώνει αυτόν που συχνάζει στην αγορά και τον όχλο για αμφίβολες εμπορικές ή πολιτικές δοσοληψίες, στην νέα σλανγκική διάσταση έχει εν μέρει διατηρήσει τα παραπάνω στοιχεία, αλλά κυρίως δηλώνει τον ύποπτο μήπως κάτι δεν πάει καλά, μήπως έχει λασκάρει κάποια βίδα και πρόκειται για ψυχάκια ή ψυχάκερ.

Ομοίως, ενώ ο όρος «αγοραία γυναίκα» δηλώνει παραδοσιακά την πόρνη ή πορνοειδή (και «πόρνη» εξάλλου σημαίνει στα αρχαία «πουλημένη», ομόρριζο με τον «έμπορο», οπότε υπάρχει συσχέτιση με την «αγορά»), η σλανγκική απόχρωση σημαίνει την γυναίκα ή άντρα που βγάζει τα σώψυχα ή τα σώβρακά του, φόρα παρτίδα στα φόρα.

Χαρακτηριστικό του ψυχάκια αγοραίου τύπου είναι ότι τρώγεται με τα ρούχα του και ξεσκίζεται για να ακούσει από τους διαδικτυακούς συνομιλητές του έναν επιβραβευτικό χαρακτηρισμό, όπως «ωραίος!», «Ναζωραίος!», «Ζαγοραίος!». Αλλά τελικά ακούει συχνά μόνο τον χαρακτηρισμό «αγοραίος!», που είναι μέση λέξη δυνάμενη να σημάνει είτε απλώς τον χυδαίο και πρόστυχο, είτε και τον ωραίο, όπως οι παραπλήσιες ομο(ί)ηχες λέξεις. Γενικά, ο αγοραίος τύπος είναι αυτός που αναλώνει την ζωή του με μοναδικό σκοπό, για να παραφράσω το ποίημα του Καβάφη, να λάβει «τον έπαινο του Δήμου και της Αγοράς, τα σπάνια και ανεκτίμητα εύγε»! (στην περίπτωσή μας «τον έπαινο του Δήμου και των σλανγκιστών, τους σπάνιους και ανεκτίμητους αστερίες, βλ. αστρολαγνεία ).

Trivia: Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: αυτοί που σχηματίζουν τον πληθυντικό του φόρουμ σε φόρα και την έχουν ψωνίσει ότι ξέρουν καλά αγγλικά / λατινικά, και αυτοί που τον σχηματίζουν σε φόρουμς, και είναι οι πιο αγοραίοι τύποι...

- Πώς πάει το φόρουμ, Λαλάκη;
- Άσε με μωρέ, μου την έχει πέσει ένας αγοραίος τύπος, και μου κολλάει πολύ τώρα τελευταία...
- Εντάξει, πες του ένα «αγοραίος!» και τέλειωσε μαζί του!

Αγοραίος Κολωνός (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified