Ο μεγάλος εμπνευστής για σλανγκολήμματα. Μιλάμε κυρίως για επώνυμους τεχνίτες του λόγου, αν και οι πραγματικοί ήρωες είναι οι σλανγκομάζες, που λέει κι ο Μάο, και ο πραγματικός σλάνγκαρχος είναι ο άγνωστος Σλάνγκος. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για χρήστη του slang.edu από συσσλαγκιστή σε στιγμές σπεκουλαδορίας ή ειλικρινούς «προσκυνώ την πορδούλα σου!».

Προτείνω ως σλάνγκαρχοι να αναγνωριστούν οι:

Παναγιώτης Χατζηστεφάνου, Τζίμης Πανούσης, Χάρρυ Κλυνν, Λύο Καλοβυρνάς, Ηλίας Πετρόπουλος, Γιάννης Μηλιώκας, Γιώργος Μητσικώστας, Σταμάτης Κραουνάκης, Ημισκούμπρια.

Ανθυποσλάνγκαρχοι: Ανίτα Πάνια, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Καρβέλας, Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Ζουγανέλης, Μάρκος Σεφερλής, Κώστας Ζουράρις, Μαλβίνα Κάραλη.

Συμπληρώστε ή διαφωνείστε ελεύθερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον τιραμισουρεαλισμό, το μπλε δηλώνει επίσης:

  • Την φάση όπου κάποιος έχει πάρει πολλά Βιάγκρα, επειδή υποτίθεται ότι μια από τις παρενέργειες, αν πάρεις πολλά, είναι να τα βλέπεις όλα μπλε. (Σ.ς.: Δεν ξέρω, δεν τα έχω ανάγκη). Γενικά, μπλε είναι η Βιαγκρο-νιρβάνα, Βιαγκρο-μαστούρα. Βλ. και έκφραση «τα βλέπω όλα μπλε».

  • Αγγλιά για την μελαγχολία. Από τα blues, blue mood, κ.τ.λ.

Τα είδε όλα μπλε με την Καυλάουρα ο Επαμεινώνδας. Θεός σχωρέστονε! Και τού 'λεγα: «Δεν είναι κουφέτα τα Βιάγκρα, Νώντα μου!». Δεν μ' άκουγε ο μακαρίτης!

Σχετικό: μπλε περίοδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φορτική και κουραστική γκρίνια στο κρεβάτι μεταξύ συζύγων / συντρόφων, το Γκραν Γκρινιόλ. Αν και το κρεβάτι θα έπρεπε να είναι ο χώρος του έρωτα, της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, δυστυχώς γίνεται το πεδίο της κρεβατομουρμούρας.

Άσε ρε συσσλαγκιστή, με έπιασε χτες στην κρεβατομουρμούρα η Λυσισλάνγκη, «τι κάνουν αυτές οι Σλανγκοφοριάζουσες και σας έχουν μαγέψει, και τι καλύτερο έχουν δηλαδής από 'μάς» κτλ... Δεν μ' άφησε να κλείσω μάτι όλη νύχτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μικροτσούτσουνος σύμφωνα με το σύνηθες ρατσιστικό στερεότυπο.

Στα πλαίσια σλανγκάζ, είναι το σημαίνον που απέχει περισσότερο απ' τον αράπη. Αν η ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ είναι η «μεγάλη και σίγουρη», τότε η ΙΝΤΕΡΚΙΝΕΖΙΚΑΝ είναι η «μικρή και αβέβαιη».

- Πώς πήγε η συνέντευξη της Κοντολίζα Ράις με τον Κινέζο ομόλογό της;
- Δες το μήδι για να καταλάβεις!

ΚόντοΛίζα (από Hank, 26/03/09)Κινέζος υπερβάλει! (από Vrastaman, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσαρίνα της πούτσας. Ο όρος μπορεί να εκληφθεί με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω έννοιες:

  1. Ποσοτικώς: Η ψωλού.
  2. Ποιοτικώς: Η μαστόρισσα στον χειρισμό της πούτσας.
  3. Γεωγραφικώς: Η Τατιάνα ή Λαρίσα, γενικώς το μιγκ (σ.ς.: Όχι αυτό που τράκαρε την Mes μας).
  4. Πολιτισμικώς: Αυτή που έχει ζηλώσει την δόξα της Αικατερίνης της Μεγάλης, η οποία έχει μείνει θρύλος για τα ερωτικά της κατορθώματα.

Η λέξη χρησιμοποιείται και ως παιγνιώδες χαϊδευτικό για την πούτσα.

Φοβερή πουτσαρίνα η Νατάλια Βοντιάνοβα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαχλή μπούρδα, ανοησία.

Ετυμολογία:

σαχλαμπούχλα < σάχλα + μπούχλα με αφομοιωτική επίδραση της λέξης σάχλα από το < μπούρδα < γαλλικό bourde = ανοησία < αρχαίο γαλλικό behourder = παίζω, ευχαριστώ < φραγκονικό **bihourdan*.

Ευτυχώς υπάρχουν και κάποιοι που κρατάνε το slang.edu σε κάποιο επίπεδο, γιατί οι περισσότεροι το έχουν ρίξει στις σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published

Η βάλανος του πέους. Βλ. όπου θέλεις πάνε ρώτα, το κεφάλι μπαίνει πρώτα (εκτός αν αναφέρεται στον περιπτερά). Συνήθης έκφραση είναι «σκέφτεται με το κάτω κεφάλι», για κάποιον που συμπεριφέρεται παρορμητικά έχοντας ως μοναδικό κριτήριο το τι του καυλώνει.

Έχουν ταιριάξει ο Μένιος κι η Λάουρα: και οι δυο δεν έχουν μυαλό στο κεφάλι τους. Ο Μένιος σκέφτεται μονίμως με το κάτω κεφάλι. Κι η Λάουρα δεν έχει μυαλό, αλλά έχει πόδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του ρουμάνου, για να μπορεί ένας χρήστης να αρχίσει να βαθμολογεί, πρέπει πρώτα οι μόδιστροι να έχουν εγκρίνει τουλάστιχον δύο λήμματά του μαυρίζοντάς τα, δηλαδή να έχουν επιτελέσει το λεγόμενο διπλομαύρισμα. Αυτή η έγκριση σημαίνει ότι ο νεοκλής σλανγκιστής έχει διέλθει με επιτυχία το στάδιο της τρολοκαραντίνας και ανήκει πλέον στις υγιείς δυνάμεις του σάιτ. Σημαίνει ότι έχει αφήσει πίσω του τις τρολεατζίδικες συμπεριφορές και ότι έχει χρηστά σλανγκικά ήθη μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Για τον λόγο αυτό, το διπλομαύρισμα ονομάζεται και πιστοποιητικό σλανγκοηθείας. Δηλονότι κατά το πιστοποιητικό χρηστοηθείας, που αποτελούσε τεκμήριο ότι ο φέρων διαθέτει χρηστά ήθη, έτσι και το πιστοποιητικό σλανγκοηθείας σημαίνει ότι ο Σλάνγκος που το επιδεικνύει έχει αποδείξει τον σλανγκισμό και την χρηστότητα του σλανγκικού ήθους του.

Το πιστοποιητικό σλανγκοηθείας λειτουργεί για πολλούς Σλάνγκους ως η «πράσινη κάρτα» με την οποία μπορούν πλέον να πραγματοποιήσουν το ρουμανικό όνειρό τους, παραμένοντας στην χώρα των ονείρων τους, την Ρουμανία. Όχι ότι είναι εύκολο! Ουρές νιούμπηδων Σλάνγκων σχηματίζονται έξω από τα γραφεία των ιστομαστόρων που χορηγούν το πολυπόθητο διπλομαύρισμα. Πολλοί καταφεύγουν σε λευκούς γάμους με Σλανγκοφοριάζουσες, προκειμένου να πραγματοποιήσουν το ρουμανικό τους όνειρο. Άλλοι υποδύονται για δύο μόνο λήμματα τον σλανγκοηθή, και μετά αποκαλύπτουν τον τρολεατζή, που πάντοτε υπήρξαν. Για τον λόγο αυτό, κατά την τελετή του διπλομαυρίσματος ο νεωστί μυηθείς Σλάνγκος καλείται να δώσει σχετικό όρκο:

«-Απετάξω τον τρολισμόν; -Απεταξάμην. (Τρις). -Και έμπτυσον αυτόν. -Πτου. (Τρις). -Και συνετάξω τω σλανγκισμώ; -Συνεταξάμην.».

Ου παντός λημματοδοτείν εν slang.edu.

(Από ποίημα του Κωνσταντίνου Σλανγκάφη):

Εις τον Λαίουρα παραπονιούνταν
μια μέρα ο νιούμπης σλανγκιστής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα πηδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου λήμμα είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Σλανγκ η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Λαίουρας· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις της Σλανγκ την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε διπλομαυρίσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Σλανγκοθέτας
που δεν γελά κανείς μπαγαποντοδότης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για λόγους slangical correctness είναι νομίζω πάρα πολύ σημαντικό να βρεθεί και στα ελληνικά ένας όρος για τους ομοφυλόφιλους, ο οποίος να έχει μόνο θετικές και καμία αρνητική συνδήλωση, όπως ακριβώς το αγγλικό gay = χαρούμενος. Όπως είπε κι ο πούσταρχος Harvey Milk στην ομώνυμη ταινία: «We like to think ourselves as gay, not queer». Είναι επιτακτική, δηλαδή, η ανάγκη ενός όρου με καθαρά θετικές συνδηλώσεις. Ο πιο κοντινοί όροι στην χαρά του γκέι είναι τα πισωγλέντης και πισωγλεντζές, που δηλώνουν μεν την χαρά του γκέι, αλλά παραμένουν χλευαστικοί. Επίσης, θετικές συνδηλώσεις έχει το γκέης, κατά το «μπέης», το οποίο όμως παραμένει ελλιπώς ελληνικό.

Ενώ έψαχνα τους τελευταίους δύο μήνες έναν όρο, έλαβα έμπνευση από τον χρήστη Vrastaman, που στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων ανέφερε τις αρχαίες λέξεις αβροβάτης και αβροβόστρυχος ως σημαίνουσες τον γκέι με αβρή περπατησιά και κόμωση αντιστοίχως. Με βάση αυτό το ιστορικό προηγούμενο, θεωρώ ότι το «αβρός» είναι μια καλή λέξη για να ορίσει τον «γκέι», καθώς είναι μια λέξη με καθαρά θετικές συνδηλώσεις και με υπερδισχιλιετή ιστορία για την δήλωση της γκεοσύνης στην γλώσσα μας.

Κατά το Λεξικό Μπαμπινιώτη η λέξη αβρός στα αρχαία σημαίνει «όμορφος, κομψός, τρυφερός», αλλά ενέχει ένα στοιχείο θηλυπρέπειας (με την καλή έννοια). Υπάρχουν βεβαίως και ανδροπρεπείς γκέι, αλλά γενικά η λέξη αβρός έχει ως συνώνυμα τα: Τρυφερός, ανάλαφρος, απαλός, λεπτός, λεπτότροπος, ευγενικός, κομψός, διακριτικός. Συναφώς, η γκεοσύνη θα μπορούσε να δηλωθεί από τις λέξεις αβρότητα και αβροφροσύνη. Το εισηγούμαι, λοιπόν, στο σλανγκεπώνυμο πλήρωμα προς δοκιμήν.

Πέρι: Ήθελε να μου ξαναγεμίσει ο Μπρίλιος το ποτήρι με σαμπάνια, αλλά του είπα «ασ' τις αβρότητες, χρυσέ μου!».

(από joe909, 04/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified