Για λόγους slangical correctness είναι νομίζω πάρα πολύ σημαντικό να βρεθεί και στα ελληνικά ένας όρος για τους ομοφυλόφιλους, ο οποίος να έχει μόνο θετικές και καμία αρνητική συνδήλωση, όπως ακριβώς το αγγλικό gay = χαρούμενος. Όπως είπε κι ο πούσταρχος Harvey Milk στην ομώνυμη ταινία: «We like to think ourselves as gay, not queer». Είναι επιτακτική, δηλαδή, η ανάγκη ενός όρου με καθαρά θετικές συνδηλώσεις. Ο πιο κοντινοί όροι στην χαρά του γκέι είναι τα πισωγλέντης και πισωγλεντζές, που δηλώνουν μεν την χαρά του γκέι, αλλά παραμένουν χλευαστικοί. Επίσης, θετικές συνδηλώσεις έχει το γκέης, κατά το «μπέης», το οποίο όμως παραμένει ελλιπώς ελληνικό.
Ενώ έψαχνα τους τελευταίους δύο μήνες έναν όρο, έλαβα έμπνευση από τον χρήστη Vrastaman, που στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων ανέφερε τις αρχαίες λέξεις αβροβάτης και αβροβόστρυχος ως σημαίνουσες τον γκέι με αβρή περπατησιά και κόμωση αντιστοίχως. Με βάση αυτό το ιστορικό προηγούμενο, θεωρώ ότι το «αβρός» είναι μια καλή λέξη για να ορίσει τον «γκέι», καθώς είναι μια λέξη με καθαρά θετικές συνδηλώσεις και με υπερδισχιλιετή ιστορία για την δήλωση της γκεοσύνης στην γλώσσα μας.
Κατά το Λεξικό Μπαμπινιώτη η λέξη αβρός στα αρχαία σημαίνει «όμορφος, κομψός, τρυφερός», αλλά ενέχει ένα στοιχείο θηλυπρέπειας (με την καλή έννοια). Υπάρχουν βεβαίως και ανδροπρεπείς γκέι, αλλά γενικά η λέξη αβρός έχει ως συνώνυμα τα: Τρυφερός, ανάλαφρος, απαλός, λεπτός, λεπτότροπος, ευγενικός, κομψός, διακριτικός. Συναφώς, η γκεοσύνη θα μπορούσε να δηλωθεί από τις λέξεις αβρότητα και αβροφροσύνη. Το εισηγούμαι, λοιπόν, στο σλανγκεπώνυμο πλήρωμα προς δοκιμήν.
Πέρι: Ήθελε να μου ξαναγεμίσει ο Μπρίλιος το ποτήρι με σαμπάνια, αλλά του είπα «ασ' τις αβρότητες, χρυσέ μου!».