Ο απόλυτος εγωισμός.

Της ψωλής μας ο χαβάς ανασταλτικός παράγων για την πρόοδο της κοινωνίας. (παλιό αναρχικό σύνθημα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αερολογίες, κάτι το ανύπαρκτο που μας το αναφέρουν μόνο για να δημιουργήσουν εντυπώσεις.

- Με την Κάτια πώς πάει;
- Άσε με τώρα... Τέρμα, δεν μπορώ άλλο. Άρχισε πάλι να μου λέει για την οικογενειακή περιουσία που είχαν και που την έχασαν και πράσιν' άλογα. Έφριξα άσχημα.

Πράσινο άλογο κατά την ημέρα του αγίου Πατρικίου στην Ιρλανδία (από Khan, 16/03/15)Το ίδιο. (από Khan, 16/03/15)

Βλ. και πράσινα άλογα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρισίδι, η βωμολοχία που προκύπτει από θυμό, πχ σε καυγά.

- Σήμερα η μάνα μου με εκνεύρισε τόσο που την άρχισα στα χεσίδια, παρεξηγήθηκε, δεν μου μιλάει και έχω γίνει κώλος, δεν ξέρω πώς να την πλησιάσω τώρα...
- Ε μάθε και συ ρε μαλάκα να ζητάς καμιά φορά συγνώμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαζός. Από το αρπακτικό μπούφος το οποίο μόνο χαζό δεν είναι, αλλά έτσι θέλει να το βλέπει ο άνθρωπος.

- Ρε μπούφο, πόσες φορές πρέπει να το σου το πω μέχρι να το καταλάβεις;
- Ποιο;

(από GATZMAN, 27/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ειρωνικά: ο χαζός.

  2. Κυριολεκτικά: ο πανέξυπνος, το λαμπρό μυαλό.

  1. Τι αστέρι αυτό το παιδί... Του είπα να συμπληρώσει την αίτηση και να μου τη δώσει να υπογράψω, και αυτός την έστειλε ανυπόγραφη...

  2. -Ο Αντρέας είναι αστέρι παιδί... Ακατέβατο άριστα στα μαθηματικά σε όλο το λύκειο και δεν είναι σπασίκλας, είναι γαμώ τα παιδιά!
    -Και είναι και ωραίος γκόμενος...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που αφοσιώνεται στη μελέτη επειδή πρέπει και δεν κερδίζει τίποτα από τις γνώσεις που κατέχει, ούτε τις ευχαριστιέται, είναι παθητικός μαθητής του άριστα και αντικοινωνικός, συνήθως άσχημος και αντικείμενο κοροϊδίας για όλους.

Θηλυκό: σπασίκλας ή σπασίκλω. Υποκοριστικό: σπασικλάκι.

Ο Κωστής ήταν πάντα μεγάλος σπασίκλας και κανείς από τους καλούς μαθητές δεν ήθελε να τον παρομοιάζουν μαζί του.

Δες και σπάω.

Σε άλλες γλώσσες: nerd (αγγλικά), Streber (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το UFO (ελληνιστί: ΑΤΙΑ). Ο βλάκας λόγω αφηρημάδας, τόσο που λες πως δεν ανήκει στον γήινο και ανθρώπινο κόσμο.

Πληθ.: ούφα. Υπερθετικός: ουφάρα, ουφάκλα.

Είσαι μεγάλη ουφάρα! Πότε θα πάψεις να χαιρετάς αγνώστους στον δρόμο νομίζοντας ότι είναι γνωστοί;...

(από patsis, 06/03/11)

Βλ. και ούφο με σκούφο - και με φλογέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο βλάκας, κυρίως με την έννοια του ανεπίδεκτου μαθήσεως.

  2. Η κοτσάνα, η βλακώδης κουβέντα.

  1. Η Νατάσα, μεγάλο τούβλο. Οι γονείς της έχουν ξοδέψει μια περιουσία σε ιδιαίτερα και σε φροντιστήρια, αλλά δίνει τρίτη φορά εξετάσεις και δεν περνά...

  2. Και κει που συζητούσαμε σοβαρά, άρχισε να μου πετάει κάτι τούβλα, την χέσαμε τελείως την κουβέντα, πάει.

βλ. και μπετόβεργα, στόκος, γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω τα νεύρα.

Ήρθε να μου σπάσει το καυλί με τις μαλακίες της και έφυγε χαρούμενη λες και δεν τρέχει τίποτα. Τι να πω, με αυτή τη γυναίκα τα έχω χάσει τελείως...

Δες επίσης και σπάστης, σπασαρχίδης,o, σπασικαύλιος / σπασικάβλιος, ο,

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χρειάζομαι.

Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...

(από jesus, 08/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified