Κατάληξη που δηλώνει βαθμό / μέγεθος και λέγεται όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση. Αφορά βαθούς μποφώρ, ρίχτερ, αλκοόλ, κελσίου, σχολικό βαθμό, κλπ. Λέγεται και για το 13άρι του προπό.

Άσχετα: δεκατεσάρ', εξάρες (τάβλι), παπάρι.

  1. Ίσα ρε μεγάλε που μου το παίζει ιστιοπλόος, φυσά οχτάρι και θες να πας με τη μηχανή!

  2. Πωπω κούνησε καλά, κανα εξάρι θα ήταν...

  3. Γουστάρω δεκατριάρες κρασόμπυρες!

  4. Αυτό το καλοκαίρι δεν είχαμε σαραντάρια, πάλι καλά.

  5. Νομίζω ότι η φιλόλογός μας αγαπάει Στέλιο, όλο δεκάρια του βάζει...

  6. Για να δούμε, θα το πιάσουμε το δεκατριάρι σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Να ζήσεις». Από το εις πολλά έτη.

  1. Σπολάτη, κυρά μου!

  2. ...αν όλα τα άλλα ήταν εντάξει, προσωπικά θα έλεγα σπολάτη γι'αυτό το πταίσμα. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάρα, να μη χρονίσεις, να σε πιάσει πούντα και να πεθάνεις.

αντίθ: σπολάτη

Από Ανδρίτσαινα μεριά, δεν ξέρω γι' αλλού.

Που να μείνεις αχρόνιαγος και ξεπουντουλωμένος, παναθεμά σε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνάχι. Την λέξη ανέφερε ένας κάτοικος του Μαχαλά (Ανδρίτσαινα).

Στα ρουμάνικα τουλάχιστον, levuri (πληθ.) είναι, αν κατάλαβα καλά, ένα είδος μυκήτων (οι ζυμομύκητες;;;) που σχετίζονται συχνά με λοιμώξεις. Όποιος καταλαβαίνει, ας δει και εδώ, νομίζω και αυτό το σάη είναι ρουμανικό.

Μη βαράτε, ελπίζω ο Μιτζνούρ, ο Αλίβε, ο Αίας και το Γαΐδουράγκαθος να έχουν κάτι να πουν γιατί δεν έβγαλα άκρη καλύτερα.

Με έχει πιάσει ένα λεβούρι...

Ούλτρα Λεβούρι (από allivegp, 03/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εσωτερικό μέρος του γονάτου, το μαλακό.

Από Ανδρίτσαινα, αλλά λέγεται και αλλού. Δίνει κάποια χτυπήματα στον γούγλη.

- Α να χαθεί που φορά κοντή φούστα και φαίνεται η κλιτσινάρα της!

βλ. και πατάτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό à la. Σημαίνει «σε στυλ» / «σε ύφος» / «με τον τρόπο» κάποιου, τ., κττ.

Ακούγεται σαν μία λέξη, αλλά κανονικά γράφεται χώρια. Παρόλ' αυτά συνηθίζεται και ως ενιαίο, «αλά». Πάντως όχι με 2 -λ- καθότι δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας αλλά, ούτε με το άλα.

  1. Παίξ' το χλίδας και βάλε κανα ματογυάλι α λα Ωνάσης.

  2. Να τσακίσουμε κανα φιλέτο με μανιτάρια α λα κρεμ ή να φάμε κάτι πιο υγιεινό, τι λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν λέμε «μικρό μου πόνι» εννοούμε τον κοντόκωλο άνθρωπο που, επί πλέον, έχει γεροδεμένα μπούτια.

Άλλως, τσολιάς.

Ρε συ, ο καθρέφτης φταίει ή είμαι πράγματι μικρό μου πόνι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντόκωλος γεροδεμένος άντρας. Βλ. και πόνι.

- Ωραίος γκόμενος!
- Ποιος, ο τσολιάς;

γαμώτη, μ\'έχει κόψει το καλσόν... (από MXΣ, 10/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για κάποιον / κάτι που έχει το μαύρο του το χάλι και δεν σηκώνει (και καλά) θεραπεία ή επισκευή, παρόλο που (για λόγους ηθικούς ή επειδή είθισται ή επειδή η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία) θα περάσει από το στάδιο αυτό προτού πάει στα αζήτητα.

Πολλές φορές είναι απλό πείραγμα (για να πούμε μετά στον άλλον «έλα μωρέ, πλάκα κάνω»), άλλες είναι αλήθεια.

  1. Άσε, αν αρχίσω με σπονδύλους, κλείδα, κεφάλι, λεκάνη, πόδι, μύτη κλ.π. γράφω ολόκληρο βιβλίο.... Γενική επισκευή και πέταμα.... ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!

  2. Έτυχε πριν από λίγο καιρό να βρεθώ σε μια συζήτηση φίλων οργανοποιών και με εξέπληξαν οι απόψεις τους για το θέμα αυτό. Αλήθεια υπάρχουν όργανα που σε ένα χρόνο από την κατασκευή τους χρειάζονται γενική επισκευή και πέταμα.

  3. Η ομάδα που έχει δεν είναι γερασμένη δεν είναι τελειωμένη δεν είναι για γενική επισκευή και πέταμα όπως έχει γραφτεί κατά κόρον πριν από δύο μήνες.

(ψαρεμένα με δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συσκευή που ψήνει καφέ ή άλλα τινά.

Σλανγκιστί σημαίνει άλλο ψήσιμο: το καλόπιασμα, την ψιλοεκβιαστική διπλωματία, το πέσιμο στον άλλον μπας και τον πείσουμε να κάνει κάτι για μας, επίσης το καμάκι (επειδή ψήνουμε τη γκόμενα μήπως μας κάτσει), τεσπα το κουραστικό μπίρι-μπίρι προς κάποιον προκειμένου αυτός να κάνει ό,τι του υποδεικνύουμε.

  1. Ο Πατρίς Εβρά ξεκίνησε το... ψηστήρι, προκειμένου να πείσει τον Σαμίρ Νασρί να συνεχίσει την καριέρα του στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και όχι στην συμπολίτισσά της, Σίτι, που μοιάζει να έχει τον πρώτο λόγο...

  2. «Ψηστήρι» σε Ρεν και Γιούνκερ πριν το Eurogroup Οικονομικά Θέματα.

  3. Άσε το ψηστήρι, ακόμα δε μπήκε η κοπέλα!!!

  4. Ο Γιαννάκης (Ζαμπέτας)

Γιαννάκη ομορφόπαιδο
Γιαννάκη λεβεντόπαιδο
παμπόνηρε και παραμυθατζή
Με το παραμύθι σου την έκανες την τύχη σου
και το ψηστήρι σου φιγουρατζή

όλα από το δίχτυ

Στην αρχή το λέει ο δεξιο-τέχνης Γ. Ζαμπέτας. (από Khan, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified