Συνέρχομαι, καθαρίζει το μυαλό μου.

Έριξα ένα υπνάκι μπας και ξελαμπικάρω, αλλά τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Η εμφατικότερη μορφή της έκφρασης αρχίδια.

Συνώνυμο: πούτσες μπλε, μαλακίες, μπούρδες, παπαριές κλπ

- Έγινε τίποτε τελικά;
- Μπα, πουτσίδια, τα ίδια και τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published

Παραλλαγή της λέξης πούτσες από κάποιον που δεν θέλει ή δεν μπορεί να την πει ή που δεν θέλει να την καταλάβουν κάποιοι άσχετοι.

- Τι έγινε, πέρασες τις εξετάσεις;
- Φίτσες, του χρόνου πάλι εδώ θά' μαστε...

Got a better definition? Add it!

Published

Ξενέρωτη αστεΐστικη παραλλαγή της λέξης πούτσες.

Θυμόσαστε εκείνο το παμπάλαιο ηλίθιο ανέκδοτο με την έκφραση «Πίτσες από την Βιλγαρία»; Από κει είναι η λέξη. Όποιος θυμάται το ανέκδοτο θα καταλάβει καλύτερα. Επίσης μπορεί να το προσθέσει εδώ γιατί δεν το θυμάμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.

  1. - Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
    - Δεν πειράζει, καλή είναι.

  2. - Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατά συρροήν κλάσιμο.

- Έφαγα το μεσημέρι κάτι που με πείραξε και μ' έχει πιάσει ένα κλασίδι...

βλ. και κλανίδι, κλανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έμπλαστρο.

- Πιάστηκα άσχημα με τα βάρη που σήκωσα και σήμερα έβαλα ένα μπλάστρι να μου περάσει ο πόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τραβάω μαλακία.

  2. Κάνω άχρηστα πράγματα, δεν είμαι συνεπής, κλπ.

  1. - Πώς πάει ο μικρός;
    - Πώς να πάει, μεγάλωσε και μου φαίνεται ότι έχει αρχίσει να τον πουλοπαίζει.

  2. - Γιατί αργεί τόσο ο μαλάκας;
    - Ξέρω γω, κάπου θα είναι και θα πουλοπαίζει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το υπερβολικό μακιγιάζ.

Δείχνει να έχει ωραίο δέρμα. Αν όμως βγάλει τον σοβά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάρε-δώσε μεταξύ βουλευτών ή μεταξύ βουλευτών και ρουσφετολόγων. Από τα βουλήκαι εμπόριο, παράφραση της λέξης δουλεμπόριο.

- Το βουλεμπόριο παίρνει και δίνει...
- Αν παίρνει, λέει...

Got a better definition? Add it!

Published