Προφέρεται: 'γκαα-τάλαβα. Σημαίνει: «δεν κατάλαβα».
Στην έκφραση αυτή προφέρεται και η απόστροφος σαν κόμπος στο λαιμό, σαν μικρό σταμάτημα προτού ξεκινήσει η επόμενη λέξη. Αυτό συμβαίνει επειδή η απόστροφος αντικαθιστά τη λέξη δεν που, λόγω μαγκιάς, παραλείπεται. Ό,τι απομένει από το δεν είναι η προφορά του , γι αυτό και το κατάλαβα γίνεται γκατάλαβα. Η συλλαβή -γκα- τραβιέται λίγο στον χρόνο, με μάγκικη προφορά του -α- (λίγο προς /ε/). Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν κάποιος μας δουλεύει ή μας προσβάλλει και θέλουμε να του δείξουμε (προτού του σπάσουμε τα μούτρα) ότι δεν το δεχόμαστε.

- Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
- ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
- Σε σένα ρε αρχίδι!
(και γίνεται της πουτάνας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με καλυμμένα τα νώτα, με προσοχή μην τον φας καταλάθος...

- Τι λέει αυτό το μπαράκι;
- Για πουστόμπαρο το κόβω. Αν πας, το νου σου! Με τον κώλο στον τοίχο...

προσοχή στους τοίχους! (από BuBis, 13/09/09)

Βλέπε και τοίχο-τοίχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του όρου σιλικονάτο.

- Μαλάκα τι βυζί είναι αυτό! Τρελάθηκα!
- Σιγά ρε μαλάκα, κονάτο είναι, δεν την θυμάσαι πώς ήταν πριν με κάτι μπανανόβυζα μέχρι το πάτωμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης παλληκάρι. Ο παλληκαράς, ο για τον πούτσο, ο τσολιάς, ο εκπροσωπών τα τρία κακά του έθνους: μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και κώλος φινιστρίνι, που λέει και η τοις πάσι πλέον γνωστή ρήση.

(βαριέμαι και να σκεφτώ παράδειγμα για την πάρτη του. Αυτοσχεδιάστε παρακαλώ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή της οδού Ανθίμου Γαζή από κάποιον που αγνοεί πως πρόκειται για ένα μόνο άτομο. Παλιά ιστορία, η οποία ωστόσο συνεχίζεται επιτυχώς. Για παράδειγμα, υπάρχει και η οδός Καραγιώργη και Σερβίας, υπάρχουν και οι μουσικοί Μέντελσον και Μπαρτόλντυ, Ρίμσκυ και Κόρσακωφ, και ίσως άλλοι. Αυτό με κάνει να σκέφτομαι και άλλα άσχετα πράγματα, όπως την εμπνευσμένη μετάφραση (σε υποτιτλισμό ταινίας) "Η τράπεζα του ποταμού" (river's bank) ή "το κανόνι του Πάχελμπελ" (Pachelbel's canon) ή, ακόμα ακόμα (όπως λένε), ο Άγιος Πίτερσμπουργκ (Saint Petersburg). Το πρόβλημά μας βέβαια δεν είναι να κάνει κανείς τερατώδη λάθη. Το πρόβλημά μας είναι να κάνει τερατώδη λάθη ο οποιοσδήποτε 'δουλευτής' της γλώσσας (δημοσιογράφος, μεταφραστής, κλπ). Για να ξηγούμαστε.

- Πού θες να δώσουμε ραντεβού;
- Κέντρο, μωρέ...
- Κέντρο πού;
- Να, Ανθίμου και Γαζή γωνία.
- Οκ.

(από ironick, 13/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ωιμέ ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Κατάλοιπο της τουρκοκρατίας και αυτό, ναι ναι...

- Τί ζόρι τραβάς ρε μαλάκα με τον Αντρέα τώρα;
- Ά μωρέ τον μαλάκα, που θα τον έχω και κεχαγιά στ' αρχίδια μου... Τρεις μέρες τον φιλοξενήσαμε, έφαγε, ήπιε, έχεσε στη χέστρα μας, κι αντί να πει ευχαριστώ και να ξεκουμπιστεί, τον έχω να μου τη λέει κι από πάνω, όλο άποψη είναι, γιατί δεν βάζεις εκεί τον καναπέ, όχι δεν είναι καλό το χρώμα του τοίχου, η οθόνη του κομπιούτορα είναι κόντρα στο φως, κάνε τό' να, κάνε τ' άλλο, κάτσε τώρα να στη βάλω, άσε που μου τά 'χει κάνει σουμουντρούκουλου και με την Μαιρούλα... - Καλά, καλά, σκάσε πια ρε πστ!, κόφ' τη γκρίνια επιτέλους!

Δες και τσολιάς στ' αρχίδια μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι απείρως ενοχλητικότερο κι από την διαόλου κάλτσα (η οποία συνήθως είναι κάτι το χαριτωμένο). Κάτι / κάποιος που, κατά σατανικό τρόπο, βρίσκεται στο διάβα μας και τότε πάνε όλα σκατά.

  1. Οδηγός Α, φωνάζοντας έξαλλος σε αυτόν που τον τράκαρε άσχημα:
    - Άει μωρή πούτσα του διαόλου, πώς στο διεάολο πετάχτηκες έτσι, είχες στοπ, δεν το είδες;
    Οδηγός Β, εξίσου έξαλλος:
    - Εμένα είπες 'μαλάκα';
    ...

  2. - Τι κάνεις εκεί;
    - Παλεύω μ' αυτή την πούτσα του διαόλου που έφυγε από την θέση της και δεν ξέρω πώς να την ξαναφτιάξω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ουσία πρόκειται για το περίφημο ελληνικό πρωινό (greek breakfast). Ιδανικό για το στομάχι και για το στομαχάκι, καθότι είναι τόσο λιτό ώστε όλη μέρα τα υγρά κυκλοφορούν θορυβωδώς στο στομάχι και καταλήγει κανείς να τρώει τον αγλέουρα κατά τις 11 το βράδυ πια, λόγω μεγάλης πείνας. Δυστυχώς δεν έχει ακόμα περάσει στους καταλόγους room service των ξενοδοχείων, όπου εξακολουθούν ακόμα να σερβίρονται μόνο τα continental και english breakfasts, άντε και κανα δανέζικο pastry, δεν ξέρω γιατί.

Έκφραση την οποία πρέπει να καταθέσουμε εδώ, πού αλλού, καθότι πρέπει να μείνει στην ιστορία, δεν υπάρχει θέμα. Παρόλο που έχει ευρεία εφαρμογή, προέρχεται από αυστηρά συγκεκριμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο. Ήταν η συνηθισμένη κουβέντα ενός κλητήρα που, όποτε ερχόταν στη δουλειά ενός φίλου για να φέρει την χαρτούρα που έπρεπε, καθόταν στο γραφείο του φίλου αυτού, παράγγελνε έναν καφέ, και μόλις ο καφές ερχόταν έλεγε:
- Μμμμ, ωραία. Λοιπόν. Καφεδάκι. Τσιγαράκι. Τουαλέτα, και φύγαμε.

Η έκφραση είναι ιδίας λογικής με εκείνη την παλιά (από μια διαφήμιση άζαξ για τα τζάμια ή κάτι τέτοιο) που έλεγε: "Ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε". Βέβαια η τελευταία αυτή έκφραση έβριθε σεξουαλικών υπονοουμένων, άλλο θέμα αυτό. Το καφεδάκι κλπ είναι μια απλή, απροκάλυπτη, μεστή περιγραφικότητας έκφραση, που χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο λαό ο οποίος, αν δεν τα κάνει όλ' αυτά μαζί, δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η μέρα του πράγματι ξεκίνησε.

  1. - Σίμο...
    - Έλα μου.
    - Τα τελείωσα όλα. Τί άλλο έχουμε ακόμα;
    - Καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα -και φύγαμε.

  2. - Λοιπόν, έχω ετοιμάσει τις βαλίτσες, τα πάντα, έξω έχω αφήσει μόνο ό,τι είναι να φορέσουμε στο ταξίδι, και τέλος. Με το που θα ξυπνήσουμε, καφεδάκι, τσιγαράκι, τουαλέτα και φύγαμε!
    - Μωρό μου, είσαι τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χέσιμο + στούκας (τα μαχητικά αεροπλάνα της Βέρμαχτ).

Το φαγητό που προκαλεί γερό και άμεσο χέσιμο. Απαραίτητο συμπλήρωμα της καθημερινής μας διατροφής, αποτελεσματικό κατά της δυσκοιλιότητας.

- Αγάπη μου, τι μαγείρεψες σήμερα;
- Χωριάτικο λουκάνικο με αγκινάρες, και μελιτζάνες ιμάμ.
- Όχι ρε πούστη, πάλι χεστούκας θα φάμε; Αφού σου είπα ότι έχω προπόνηση το απόγευμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Τα κουνούπια που δεν χαμπαριάζουν Χριστό από αουτάν, πλακέτες, ψεκάσματα, κουρτίνες, σεντόνια, κουνουπιέρες, ανεμιστήρες και λοιπές προφυλάξεις και επιτίθενται καταπάνω σου την ώρα που κοιμάσαι βαθιά, με κάθετες εφορμήσεις και πολύ δυσάρεστο ήχο (που παραπέμπει στα αεροπλάνα της βέρμαχτ που έκαναν παρόμοιο θόρυβο). Το αποτέλεσμα είναι να πετάγεσαι από τον ύπνο σου αλαφιασμένος και, εννοείται, ήδη κατατρυπημένος.

- Πώς περάσατε στις διακοπές;
- Σκατά. Το δωμάτιο που νοικιάσαμε ήταν κοντά σε καλαμιώνες και κοιμόμασταν παρέα με εκατοντάδες στούκας. Ούτε μία νύχτα δεν κλείσαμε μάτι.
- Καλά ρε μαλάκα, γιατί δεν φεύγατε από κει;
- Νομίζεις ότι θα βρίσκαμε δωμάτιο δεκαπενταυγουστιάτικα στο κωλονήσι; Τέρμα, δεν ξαναπάω διακοπές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified