Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.

ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...

(από nick, 05/04/09)Γούντι Άλεν, «Μπανάνες» (1971) (από vikar, 27/07/11)

βλ. και παρκάρω με το αυτί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακράς διαρκείας χέσιμο.

Συνώνυμα:

  • συμβούλιο
  • αφιέρωση («ρίχνω μια αφιέρωση»)
  • διαλογισμός
  • σπονδή («κάνω σπονδή»)
  • οβολός («ρίχνω τον οβολό μου»)

Βλ. και όποιος συσκέπτεται δεν σκέπτεται

- Πού πας;
- Έχω μια σύσκεψη...
- Α, κατάλαβα.

(από nick, 05/04/09)(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επίσημοι που κάθονται στις αντίστοιχες εξέδρες των ποδοσφαιρικών αγώνων. Λέγονται έτσι επειδή κάθονται ακίνητοι και σοβαροί, ενώ το πλήθος γύρω τους ωρύεται και χτυπιέται. Ο όρος παραπέμπει και στις μαρμάρινες θέσεις των επισήμων στα αρχαία θέατρα.

Δες τα μάρμαρα ρε μαλάκα! Το γήπεδο καίγεται και αυτοί κουλ! Ρε ουστ!

(από ironick, 07/04/09)Δες τα μάρμαρα ρε μαλάκα! Η εξέδρα καίγεται και αυτοί κουλ! Ρε ουστ! (από Vrastaman, 07/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κακοφωνίξ σαξοφωνίστας, αυτός που εκτελεί στην κυριολεξία το κομμάτι του. Από το σαξόφωνο + φονιάς, αν έχετε απορία.

Ο σολίστ αρρώστησε και τον αντικατέστησε ένας άλλος. Εμείς όμως ξέραμε ότι πρόκειται περί σαξοφονιά κι έτσι δεν πήγαμε στη συναυλία.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Μένω από λεφτά.

  2. Μένω από ποτό. Βλ. και ξερός.

  1. - Θα πάτε πουθενά για Πάσχα;
    - Μπαα, δεν το βλέπω...
    - Πώς έτσι, εσείς δεν χάνετε ευκαιρία!
    - Στεγνώσαμε ρε συ, δεν υπάρχει σάλιο...

  2. Μια και θα το τραβήξουμε κι άλλο, να μην πάρουμε άλλο ένα; Στεγνώσαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρυθμός 3/4. Κατά το σου-τιέν, εκ-μέκ, κλπ.

- (πούτσα-τσα, πούτσα-τσα), χμμ, ωραίο κομματάκι αυτό, τι είναι;
- Ο Γαλάζιος Δούναβης.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. βλ. κουμπί και παιδί-κουμπί

  2. η κλειτορίδα (μπαμπαδισμός)

  3. το ευαίσθητο σημείο κάποιου. Έννοιες:

α. θετική (βρήκε το κουμπί μου = με κάνει ό,τι θέλει. Πιθανόν να υπονοείται μεταξύ άλλων και το 2)

β. αρνητική (μου πάτησε το κουμπί μου, όπως λέμε «μου πάτησε τον κάλο», δηλ. «με χτύπησε εκεί που πονάει» με αποτέλεσμα να με τινάξει στον αέρα λες και ήμουν μηχάνημα και μου πατήθηκε ένα κουμπί και πήρα μπρος)

  1. πατάω τα κουμπάκια μου: Βαφκαλιζόμενος /-η με κάποια πρόχειρη παραμύθα, θέτω εν ενεργεία όλο το απόθεμα της ψυχραιμίας μου ώστε, όχι μόνο να μην ανοίξω το στόμα μου σε μια δεδομένη στιγμή (κατά την οποία τα έχω πάρει στην κράνα, αλλά δεν με παίρνει ή δεν θέλω να αντιδράσω), αλλά και να δείχνω κουλ ή, ακόμα χειρότερα, χαρούμενος /-η. Έκφραση εμπνευσμένη από την ηδονή που μας προσφέρει η τεχνολογία (όχι πάντα...) όταν, με το πάτημα ενός κουμπιού, ταχτοποιούνται όλα μια χαρά και γρήγορα-γρήγορα.

  2. Τα πλήκτρα ηλεκτρονικών υπολογιστών, συσκευών, κλπ. Εξ ου και κουμπάκιας, δηλ. ο τεχνικός που τα χειρίζεται (υποτιμητικό).

  1. - Μανίτσα μου, σ' αρέσει που σου χαϊδεύω το κουμπί σου;
    - ...

3(α). - Σ' έχει καταφέρει πάντως ο Σάκης. Πώς έτσι;
- Με αγαπά.
- Άντε μωρέ, σε αγαπά και αηδίες τώρα! Έχει βρει το κουμπί σου, αυτό είναι όλο.
- Ναι, επειδή με αγαπά.

3(β). Με το που μου το είπε αυτό, λες και μου πάτησε το κουμπί μου, μαλάκα. Τρελάθηκα! Μού 'ρθε να τον σκοτώσω, τον μουνίκακα...

  1. - Και πώς κρατήθηκες και δεν τού 'κανες τη μούρη κρέας;!
    - Είχα πατήσει τα κουμπάκια μου και χαμογέλαγα. Τι νά 'κανα, πες μου συ. Άν άνοιγα τον βόθρο θα ήμασταν στα κρατητήρια τώρα.

  2. Ρε κουμπάκια, ξεκόλλα και πάμε για καναγκαφέ! Τελείωνε!

(από electron, 02/10/09)(από electron, 02/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τύπους που είναι στην αγαμία για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά αντί να τους πιάσει κατάθλιψη, μισανθρωπία και τάση απομόνωσης, παθαίνουν το ακριβώς αντίθετο, δηλ. ξεσαλώνουν, είναι μες την υστερία και το δήθεν κέφι, χτυπιούνται στα γέλια με το παραμικρό, μεθοκοπάνε σαν άβγαλτα σχολιαρόπαιδα, γελάνε ακατάπαυστα, παίζουν παντομίμα μέχρι τις 3 το πρωί, γίνονται ενοχλητικοί στον γείτονα, στον συγκάτοικο, στον φίλο, στην υποψήφια γκόμενα που βλέπει στο χάλι αυτό έναν σαραντάρη (γιατί το σύμπτωμα αυτό βαράει τέτοιες ηλικίες) και την στρίβει από την άλλη γωνία, κλπ.

- Τι γίνεται, πάλι σαββατοπαρέα έχει μαζέψει ο γείτονας;
- Γάμησέ τα...
- Ε ρε τον καψερό αγαμίες!
- Και το πρωί ξυπνάει και βάζει Μπετόβεν στο τέρμα... Και μετά Πρωτοψάλτη... και μετά ρεμπέτικα ή όπερα και τραγουδάει κι αυτός...Ό,τι νά 'ναι...
- Πωπωωω!
- Άσε που την έχει δει γκουρμέ μάγειρας και μας έχει μποχιάσει στα κάρυ, στα σκόρδα, στα ψάρια, στα μπρόκολα.
- ...
- Και το χειρότερο, έχει και wii και παίζει κανα δίωρο κάθε βράδυ με το που επιστρέφει από την δουλειά...
- Όχι ρε πστ!
- Τώρα καταλαβαίνεις τι εννοούσα όταν σου έλεγα ότι θα μας γαμήσει μέχρι να γαμήσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εξιλαστήριο θύμα των νεύρων μας. Ο για Την, Η για Τον, ο γονιός για το παιδί, το παιδί για τους γονιούς, ο υπάλληλος για τον εργοδότη, ο συνάδελφος για τον υπάλληλο και πάει λέγοντας...

Πάντως πρόκειται μάλλον για οικείο πρόσωπο, πάνω στο οποίο ξεσπάμε, μεταφορικά ή κυριολεκτικά, ωσάν να βαράγαμε έναν σάκο του μποξ.

- Πάψε πια να ξεσπάς τα νευράκια σου πάνω μου μωρό μου, τι είμαι για σένα, κάνας σάκος του μποξ;
- Μμμμναιιιιι...

Got a better definition? Add it!

Published

Μικρές νοστιμιές, κυρίως τζανκ. Μπορεί όμως και να είναι γκουρμέ καναπεδάκια, λόγου χάρη.

- Βγάλε ρε συ μωρό μου κάτι να τσιμπήσω...
- Θα περιμένεις λίγο, θέλει κανα εικοσάλεπτο ακόμα το φαγητό...
- Ε καλά, βγάλε τίποτα φαγουλάτα να στάξω το πρώτο, μη μου κάψει το στομάχι, και περιμένω όσο θες...

Got a better definition? Add it!

Published