«Άσ' τα να πάνε», «άσ' τα βράσ' τα», «ναι, καλά», «κουκουρούκου», «καλά κρασιά», κλπ.
Σα να λέμε ότι φεύγουμε από την κουβέντα ή το επιχείρημα (ή δεν συμμετέχουμε καν και το παίζουμε τρελοί) δίνοντας χαιρετίσματα στον συνομιλητή μας.

- Καλά, χαιρετίσματα... Άμα είναι να συζητάμε έτσι, εγώ τιγκανά...
- Μα, μωρό μου...

Got a better definition? Add it!

Published

Η εξαιρετικά αδύνατη γυναίκα. Αυτή που είναι πετσί και κόκκαλο. Όχι απαραιτήτως όμως η ανορεξικιά, μπορεί να είναι και μια αδύνατη γριά.

Πώς μπορεί μωρέ ο Τάκης με αυτήν την κοκκάλω; Μες τις μελανιές πρέπει να είναι ο καψερός!

(από ironick, 27/04/09)(από Βασίλης-7, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Μπάμπης (και όχι Μπάμπι, πρώτον τι φταίει το ελαφάκι να παρομοιαστεί με άνθρωπο και δεύτερον η προφορά τού -μπ- δεν είναι η ίδια), Μπάμπης λοιπόν είναι ο Μπαμπινιώτης.

Το υποκοριστικό αυτό προσδίδει, στην αναφορά μας στον γνωστό καθηγητή, είτε λαϊκο-παρεΐστικη διάθεση (γεια σου ρε Μπάμπη με τα ωραία σου!), ή υποτιμητική (μην ακούτε τι λέει ο Μπάμπης, θα σας πω εγώ). Ή, απλά, χρησιμοποιείται για λόγους συντομογραφίας, παραλλασσόμενο με το καφκικό «Μπ.»

Καθημερινά πια αναφερόμαστε στον Μπάμπη, είτε συμφωνούμε μαζί του είτε όχι, απλά επειδή έχει καταστεί σύμβολο της πιο πρόσφατης απόπειρας για την διευθέτηση των γλωσσολογικών προβλημάτων της ελληνικής.

Παρακαλούμε όπως μην αρχίσει βερμουδιάρικο σεντόνι κι εδώ. Απλώς έπρεπε να γίνει η καταχώριση του λήμματος.

Ξαναδιαβάστε την τελευταία παράγραφο καλού-κακού...

Ο Χαλικού αποκαλύπτει... (από Hank, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου συμβαίνει αυτό που λέει ο φίλος Γκατς: αφλοκιστία, δηλαδή χύνω χωρίς να χύσω. Αποκλειστικό αντρικό σύμπτωμα. Σκέτη απελπισία ένα πράμα.

Το ανύπαρκτο προϊόν, καθώς και η όλη κατάσταση, λέγεται -εκτός από αφλοκιστία- και «ξερόχυμα».

- Ρε συ, τι εννοούσε η Μαρία όταν μου είπε ότι χθες ξερόχυσε ο Γιώργος;
- Πού να ξέρω, πρώτη φορά το ακούω. Ε ή θα την γάμησε καμιά εικοσαριά φορές και στέρεψε, ή θα της είπε καμιά δικαιολογία της πούτσας γιατί δεν του καλοσηκωνότανε. Ξέρω και γω μωρέ...

Ξερίλας, παραπόταμος Αλφειού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται μόνο για τις γάτες και είναι ο ήχος που βγάζουν (με κάποιον άγνωστο μέχρι τώρα τρόπο) από το σώμα τους, μέσω της μύτης τους, όταν τις χαϊδεύεις ή όταν γενικά είναι ευτυχισμένες και χαλαρές. Το κάνουν όμως και σε πολύ δύσκολες στιγμές, όταν είναι πονεμένες ή ετοιμοθάνατες, πράγμα ιδιαίτερα σπαρακτικό, μπορώ να σας πω. Το κάνουν επίσης οι θηλυκές γάτες όταν θηλάζουν και περιποιούνται τα μικρά τους. Ο ήχος αυτός, μαζί με την ελαφρά δόνηση που τον ακολουθεί, λειτουργεί καταπραϋντικά, και για τις ίδιες (επενεργεί ως αγχολυτικό), αλλά και για τον άνθρωπο που τις έχει στην αγκαλιά του, στα πόδια του, στο κρεβάτι του, πάνω στο σώμα του γενικά.

Πολύ σπανιότερα λέγεται και «ρονρονίζω», από την γαλλική (για τις γάτες πάλι) ονοματοποιία «ron ron» (ρ. ronronner). Επίσης λέμε «γουργουρίζω», αλλά έτσι συγχέεται με τον ήχο που βγάζει το στομάχι μας όταν πεινάμε ή έχουμε καούρες.

Ο ήχος λέγεται «χουρχούρ».

Σήμερα η γάτα μου κρύωνε και δεν ξεκόλλησε από πάνω μου, όλη μέρα ήθελε αγκαλιά και χουρχούριζε.

αυτοί είναι άντρες! (από ironick, 04/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ερωτευμένος, αυτός που νιώθει μεγάλη κάψα για το αντικείμενο του πόθου του. Όταν καψουρευόμαστε νιώθουμε «πεταλουδίτσες» στο στομάχι και, αν αυτές πετάνε με το παραπάνω, τότε το στομάχι μας φλέγεται, καίγεται. Απ' αυτή την αίσθηση του καψίματος νομίζω ότι προήλθε η λέξη «καψούρα», το βασικό συναίσθημα του καψούρη. Πολύ παλιά λέξη, αλλά δεν έχει εγκαταλειφθεί.

- Ρε συ, έχουν περάσει τρία λεπτά και ακόμα δεν μου έχει απαντήσει στο μήνυμά μου... Λες να με έστειλε; Τι να κάνω τώρα;... Να της ξαναστείλω ή θα με πει μαλάκα;
- Σιγά ρε καψούρη, εσύ δεν έλεγες ότι την θες για έναν πήδο και ότι φοβάσαι μη σου γίνει μετά τσιμπούρι όπως οι άλλες και και και;

(από kounelos66, 21/02/10)Και μετά ο ήλιος λάμπει και τα πουλάκια κελαηδούν και δε μπα να γαμηθεί το σύμπαν :) (από Galadriel, 02/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαρίλα, κατάσταση κηδεία, κατάσταση αδράνειας και αφόρητης βαρεμάρας, στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος ή μια παρέα, καθώς και μια υπηρεσία, μια γενικότερη φάση, κλπ. Είναι υπερθετικός του μουργέλα, είναι πιο κοντά προς το σαπίλα, καθότι η κατάσταση αυτή έχει ψοφήσει εδώ και καιρό και βρωμάει. Το «σαπίλα» όμως διαφέρει γιατί έχει κάποιο ίχνος κοινωνικής κριτικής μέσα, κάποια ένταση δηλαδή στο βάθος, ενώ το «ψοφιμίλα» είναι εντελώς τελείως ουδέτερο. Βαριέται κι αυτός που το λέει, δεν υπάρχει πάθος πουθενά.

  1. - Καιρό έχω να σε ρωτήσω, πώς πάει το τμήμα σου;
    - Τίποτα, ψοφιμίλα. Δεν κουνιέται πούστης, σου λέω.

  2. - Περάσατε καλά χθες;
    - Μπα, ψοφιμίλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διπλό, τριπλό, τετραπλό και πάει λέγοντας τζόιντ, κοινώς ο μπάφος, αυτό που για να το φτιάξουμε θέλει πολλά χαρτάκια και υπομονή και τέχνη, και το αποτέλεσμα αργεί και τελικά μοιάζει με καρότο γιατί, εκεί όπου μπαίνει η τζιβάνα στενεύει, ενώ στην ελεύθερη άκρη του είναι πιο φαρδύ.

- Τι πήγες κι έστριψες ρε παπάρα, μέχρι να το κάνουμε το καρότο θα ξημερωθούμε, δυο άτομα είμαστε!
- Σκάσε και πίνε.

(από ironick, 05/05/09)(από ironick, 05/05/09)το δικο μου ειναι μεγαλυτερο! (από BuBis, 05/05/09)Καροτοφάγος και μ\' αυτήν την έννοια. Το κλασσικό το \'πιανε το πραγμα παιδαγωγικά (από GATZMAN, 05/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ανοιχτό πουκάμισο, καδένα ή χαϊμαλί να ξεχωρίζουν, ελαφρώς γυρισμένα τα μανίκια να φαίνεται η ρολογιά, υπερσιδερωμένο τζηνοειδές, μοκασίνι απαραιτήτως, χωρίς κάλτσα, άρωμα σε σκίζω μωρό μου, καγκουράμαξο, μπάτσικο κούρεμα με τζελ, υπέρ το δέον περιποιημένος γενικά. Πηδάει λαϊκά πινεζοπαστάκια ή ψηλά μπουζουκομούνια. Με τη μάνα όλα ωραία, είναι το παλικάρι της. Δεν είναι κακό παιδί, ούτε άσχημο, αλλά δεν έχει δική του προσωπικότητα. Επίσης δεν γαμάει καλά.

Ο λαϊκογάμητος από τον λαϊκό, διαφέρουν ως προς το ότι ο δεύτερος είναι ωθέντικ, ενώ ο πρώτος είναι απλώς μια εκφυλισμένη κόπια του. Και πιστεύω πως είναι λάθος το ότι η λέξη λαϊκός έχει καταλήξει να χαρακτηρίζει τον λαϊκογάμητο.

- Μα γιατί δεν σου αρέσει ο Στέλιος;
- Καλό παιδί μωρέ, αλλά λίγο λαϊκογάμητος...

Βλ. και λαϊκάτζα(ς), λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πάμε παρακάτω», «στο επόμενο θέμα», «αλλάζουμε κουβέντα».

Το λέμε με ελληνική ανυπομονησία, δηλ. τραβάμε λίγο το -ε-: «Νεεεεεεεεεξτ!...» (κουνάμε και λίγο το πόδι) και το λέμε όταν έχουμε πήξει με κάποιο θέμα που έχει εξαντληθεί από την πολλή συζήτηση, ή όταν δεν μας συμφέρει αυτό που ακούμε.

Από το αγγλικό next = επόμενος, βεβαίως βεβαίως.

  1. - Μαλάκα, σκέφτηκα ένα λήμμα με θέμα τον φραπέ που θα σκίσει, να σου το διαβάσω να μου πεις,...
    - Νεεεεεεεεεεξτ! (pun intended)...

  2. Ρε συ Μαρία, πόσες φορές θα τα πούμε πάλι, αν δεν τον χωρίσεις αυτόν τον παπάρα άσπρη μέρα δεν θα δεις...
    - Νεεεεεεεεεξτ!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified