Τα σκατά.

Είτε από το γαλλικό caca, ή επειδή πρόκειται πράγματι για κάτι κακό (περιττό, περίττωμα), βρωμερό και τρισάθλιο (αυτό δεν ισχύει βέβαια για κάτι παιδάκια που τα τρώνε... Ακόμα χειρότερο από όσα τρώνε χώμα ή ασβέστη, όπως η-δεν-θυμάμαι στα Εκατό χρόνια μοναξιάς).

ΥΓ. Δείτε και το σχόλιο του βράστα που δίνει άλλη ετυμολογία.

  1. - Μαμάααααααααααα! Κακά μουοοουουουυ!
    - Τώρα, έρχομαι!
    ...

  2. Έκανε κακάκια το μωρούλι μου, ε;;;;
    ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ούρα.

Προφάνουσλυ από το τσιςςςςςςςςςςςςςςςςςς που κάνουν όταν πέφτουν όπου.

Δεν είναι τόσο σικ όσο το πιπί (ορ. 2.).

Πάλι έκανες τσίσα σου βρε παιδάκι μου στο κρεβάτι; Πότε θα μεγαλώσεις επιτέλους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κερνάω δείπνο ή μεσημεριανό φαγητό σε εστιατόριο ή μαγειρεύω ένα καλό γεύμα στο σπίτι μου για κάποιον γκόμενο / -α, κάποιες υποχρεώσεις, κανα πεθερικό, τους καλούς μου φίλους.

Το τραπέζωμα λαμβάνει χώρα είτε επειδή τό 'χω με τη μαγειρική και γουστάρω να καλώ κόσμο ή, αντιθέτως, επειδή μου αρέσει να τρώω έξω και κανονίζω να έχω πάντα παρέα.

Μπορεί όμως και να το κάνω με δόλο ή με στόχο:
α. να ρίξω γκόμενο / -α
β. να καλοπιάσω κάποιον
γ. να κλείσω κάποια συμφωνία εργασίας (πχ business lunch)
δ. να ανταποδώσω κάποια εξυπηρέτηση
ε. να ξεπληρώσω κάποια κατάσταση
στ. να κάνω επίδειξη πλούτου και σαβούρα-βίβρ με στόχο την κοινωνική μου καταξίωση
ή, απλά
ζ. να κεράσω για τη γιορτή μου / τα γενέθλιά μου / μια επέτειο
η. να ανταποδόσω ένα κέρασμα.

Γενικά ο όρος έχει ένα χμού σαρκασμού και υποτίμησης, αλλά χρησιμοποιείται εξίσου και χωρίς αρνητικό υπονοούμενο.

  1. - Τώρα που χειμωνιάζει και απαγορεύεται το κάπνισμα στα εστιατόρια και τις ταβέρνες, τι θα κάνουμε ρε πστ, δεν θα βγαίνουμε έξω, κομμένο δηλαδή; Δεν θα βλέπουμε άνθρωπο;;;
    - Ηρέμησε αγάπη μου, προς τι το άγχος, θα αρχίζουμε τα τραπεζώματα στα σπίτια μας, σιγά!

  2. - Τι έγινε, υπογράψατε με τον Χ;
    - Μπα... Ο μαλάκας όλο μας καλεί για φαγητό για να μας καλοπιάσει. Τζάμπα την θέλει τη δουλειά... Νομίζει ότι θα μας ξεπληρώσει με τα τραπεζώματα που μας κάνει...

(από Vrastaman, 20/09/09)ε και και που την τραπέζωσα, της τράβηξα και ένα επιδόρπιο... (από BuBis, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το αντίθετο του ντεφορμέ.

Είμαι στις φόρμες μου, είμαι γαμάω, είμαι σε άψογη σωματική (κυρίως), ψυχολογική (άμεσο επακόλουθο) και διανοητική (το επιστέγασμα όλων) κατάσταση, λες κι έχω πάρει Τις αμφεταμίνες. Δεν πιάνομαι, δεν παλεύομαι.

Από την αγγλική λέξη fit.

- Πω πω έχω κάτι κομμάρες σήμερα, δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου... Ο καιρός φταίει...
- Πάρε μια έξτρα βιταμινούλα που έχω να σου δώσω και σε είκοσι λεπτά θα είσαι φιτ!
- Βιταμινούλα;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός, όπως την αποκαλούν όσοι σνομπάρουν το επάγγελμα, τους μετανάστες, τις κοντές γυναίκες, τους ευγενικούς, χαμογελαστούς, χαλαρούς και χαμηλών τόνων ανθρώπων, τα πάντα όσα δεν είναι σαν αυτούς (/-ές).

Βλ. και πάκι (2), πακίνι, αλβανό / αλβανά...

Ντισκλέιμερ περιττό, ελπίζω.

Εμ βέβαια, χρυσή μου, πώς να μάθει το παιδί σου σωστά ελληνικά με την Φιλίππα που του έχεις για νταντά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψομουνιά, κλαψομουνίαση, κλαψομούνιασμα: η τάση που έχουν οι γυναίκες να κλαίγονται με το παραμικρό. Λέγεται και για άντρες.

Από το κλάμα > κλάψα και μουνί (=γυναίκα). ρ.: κλαψομουνιάζω

παράγωγα: κλαψομούνης, κλαψομούνα, κλαψομούνικο, κλαψομούνιασμα, κλαψομουνέικος

Ανάλυση-σχόλιο

Κάποτε οι γυναίκες εξέφραζαν το αδιέξοδό τους με κομιλφό λιποθυμίες. Τώρα που οι καιροί άλλαξαν προς το φεμινιστικότερο δικαίωμα στο να τα πρήζουμε τα του άλλου απροκάλυπτα, το «αααααχ!» της λιποθυμίας αντικαταστάθηκε με γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια. Στο μεταξύ, ευθαρσώς πως, η λέξη «γυναίκα» αντικαταστάθηκε με τη σειρά της με τη λέξη «μουνί», άρα η γυναικεία κλάψα έγινε τελικά «κλαψομουνιά» ή «κλαψομούνιασμα» ή «κλαψομουνίαση» (το τελευταίο ακούγεται και σαν αρρώστια, όπως και είναι -από μια άποψη).

Πλην αλλ΄όμως, ωιμέ και φευ!, η κλαψομουνιά χαρακτηρίζει και τον άντρα. Και κει τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Κλαψομούνης άντρας είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει. Δεν ξέρεις με τί έχεις να κάνεις και πώς κι από πού να τον πιάσεις. Γιατί ο κλαψομούνης δεν το κάνει για να κερδίσει κάτι, όπως η γυναίκα. Το κάνει επειδή είναι κλαψομούνης, είναι εκ γενετής ανικανοποίητος και ακαταστάλακτος, έχει την κακιά πλευρά της γυναίκας μέσα του. Να πω επίσης ότι σε κάθε άντρα, όταν αρρωσταίνει με μια απλή γριππούλα ή έναν πονόδοντο, η κλαψομουνιά είναι εκ των ων ουκ άνευ (καλία ήταν αυτό).

Τώρα τι εστί κλαψομουνιά ακριβώς: είναι όταν μας φταίνε όλα, όταν τίποτα δεν μπορεί να γίνει όπως το θέλουμε επειδή και καλά όλοι στέκονται εμπόδιο μπροστά μας, είναι τεσπα μια επιφανειακή εκδήλωση απόγνωσης και του αισθήματος του ανικανοποίητου, είναι αφόρητη γκρίνια, συχνά συνδυασμένη με φάση γούτσου και πιθανόν και με ορμονικές εμπλοκές, τύπου προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου (σκέτο μεγαλείο).

Είναι αληθινή κλαψομουνιά όταν το μυαλό δεν μπορεί να σταθεί παρά μόνο στο παράπονο και είναι ψευτοκλαψομουνιά όταν θέλουμε να μας κάνουν το χατήρι ή βαριόμαστε να κάνουμε αυτό που είναι να κάνουμε, ή τεσπα το παίζουμε έτσι γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος που διαθέτουμε ώστε να μας δώσουν σημασία. Κλαψομουνιάζουμε επίσης όταν ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε ότι είμαστε ευτυχισμένοι και όλα μας πάνε καλά. Νομίζουμε έτσι ότι παραέξω δίνουμε ένα προφίλ που δεν θα ξεσηκώσει τον φθόνο του άλλου και το οποίο θα μας εξισώσει με κάποιους λιγότερο ευτυχείς από μας ή θα μας καταστήσει θύμα της ζωής στα μάτια των άλλων, άρα πιο μάγκα, πιο ρεμπέτη, πιο άξιο /-α της προσοχής των.

Η κλαψομουνιά είναι δυστυχώς δομικό στοιχείο του χαρακτήρα όποιας /-ου την φέρει, άρα και δυσκολότατο να την αποβάλει. Προκύπτει από το μέγα αμάρτημα κατά του εαυτού μας: την αδυναμία μας να εντοπίσουμε μέσα μας το μερίδιο ευθύνης που φέρουμε όταν οι καταστάσεις δεν έρχονται όπως θα τις επιθυμούσαμε. Είναι, ως γνωστόν, πιο εύκολο και καθόλου επώδυνο να φταίνε πάντα και μόνο οι άλλοι, άρα και να τους ζητάμε (τα ρέστα ή τα πάντα). Πρόκειται καθαρά για σύμπτωμα ναρκισσιστικού χαρακτήρα.

Γενικά οι γυναίκες θεωρούμαστε κλαψομούνες από φύση. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι πολεμική τακτική παρά τρόπος ζωής. Ε, μια και δυο, γίνεται και τρόπος ζωής. Και η αλήθεια είναι ότι πολλοί λυγίζουν μπροστά στην κλαψομουνιά, είτε επειδή τους πείθει ή επειδή θέλουν να ξεμπερδεύουν (νομίζουν) και κάνουν τα χατήρια, μπας και το «θύμα» συχάσει.

Τέλος, η κλαψομουνιά είναι επίσης παρεξηγημένο παράπονο, όταν δηλαδή ο άλλος αντιλαμβάνεται το αίτημά μας μόνο ως τέτοιο. Αυτό συμβαίνει επειδή α. δεν θέλει να παραδεχθεί ότι πράγματι είμαστε ενοχλημένοι από το αντικείμενο του παράπονού μας, β. επειδή δεν μπορεί (φύσει και θέσει) να διακρίνει την παραπάνω αλήθεια, γ. υπεκφεύγει γιατί δεν μπορεί να μας ικανοποιήσει / παρηγορήσει / βρει λύση και το ρίχνει στο ότι αυτό που λέμε είναι κλαψομούνικο.

Η αλήθεια είναι ότι δεν πείθει η κλαψομουνιά ούτε καν αυτόν που την εκφράζει.

Και να μην ξεχνάμε τι είπαν κάποιοι για τον πόνο:

«Οι μικροί πόνοι φλυαρούν, οι μεγάλοι σιωπούν» - Curæ leves loquuntur, ingentes stupent (Σενέκας), και

«Όποιος μπορεί να πει ότι καίγεται έχει απλώς αρπάξει λίγο» -Chi puo dir com'egli arde è in picciol fuoco (Πετράρχης).

Από τον Montaigne και το «Περί Θλίψης» δοκίμιό του όλ' αυτά.

ΥΓ: Οι κακές γλώσσες λένε ότι είμαστε κλαψομούνικος λαός. Το αφήνω στην κρίση σας.

από το ΔΠ, νονός allivegp

βλ. και μπαρμπουνομουρμούρα

  1. - Τι έγινε, πώς πάει;
    - Ε, πώς να πάει μωρέ... Φτώχεια, ανεργία, το κράτος... Σπίτι όλη μέρα και πουλοβαράω...
    - Πάψε ρε πούστη πια, όλο τα ίδια και τα ίδια, πες επιτέλους ότι έχεις και τρως τα έτοιμα και ότι την ξύνεις κανονικά και κόφ' την κλαψομουνιά, έλεος!

  2. - Τι έγινε, πώς είσαι;
    - Να, εδώ, μόνη σαν το λεμόνι, τηλέφωνο δεν χτυπάει, δεν έχω με ποιον να πάω μια βόλτα, όλη μέρα μέσα στο σπίτι κλεισμένη, μαγειρεύω για τον εαυτό μου, βλέπω λίγη τηλεόραση, ε, πώς να πάει...
    - Ρε συ σου έχω πει χίλιες φορές, τράβα γράψου σε κανα γυμναστήριο να γνωρίσεις κανα γκόμενο, καμιά φιλενάδα...
    - Απαπα, δεν μπορώ να φοράω φόρμες και αθλητικά εγώ...
    - Ε άρχισε ζωγραφική, κεραμική, κάποια τέτοια τέχνη...
    - Απαπαπαπα, εκεί πάνε όλες οι τρελές. Εξάλλου μια χαρά ζωγραφίζω μόνη μου...
    - Γράψου στο κολυμβητήριο να κάνεις και τα μπανάκια σου.
    - Απαπαπα, θα μου χαλάσει το μαλλί, αστειεύεσαι;
    - Ε μα τι θες τέλος πάντων για να κόψεις την κλαψομουνιά;
    - Έναν γκόμενο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό μου, με λεφτά, ελεύθερο, να μην είναι αδελφή, να μην είναι χωρισμένος, να μην θέλει παιδιά, να μην είναι μαμάκιας, να γουστάρει ταξίδια και θέατρα και εστιατόρια, να είναι καλός οδηγός και να έχει γαμώ τ' αμάξια, να είναι ωραίος, ψηλός, γυμνασμένος, καλοντυμένος, καλόγουστος, να έχει το δικό του σπίτι, να μη θέλει γάμο, να μην κοιτάει άλλες και να με έχει στα ώπα-ώπα.
    - Α μάστα. Και τι του δίνεις εσύ για όλ' αυτά;
    - Ε τι του δίνω... Ένα ρετιρέ και την ομορφιά μου!

(πραγματικός διάλογος...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολλάω με κάτι / κάποιον που με προβληματίζει ή πού δεν μπορώ να θυμηθώ ή που μου αρέσει ιδιαίτερα. Ως εκ τούτου διακόπτεται η φυσιολογική πορεία των πράξεων ή σκέψεών μου.

  1. - Τι κάνει ο Γιώργος;
    - Τώρα τελευταία έχει σκαλώσει άσχημα με μια γκόμενα και δεν μιλάει για τίποτ' άλλο. Άρα καλά είναι.

  2. Ρε συ, κάπου τώρα δεν είναι τα γενέθλια της Αντωνίας; Έχω σκαλώσει και δεν μπορώ να θυμηθώ...

Got a better definition? Add it!

Published

Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...

Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.

Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...

Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας

- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...

Ο Λευκορώσσος αμυντικός Alexander Hleb με τη φανέλα της Άρσεναλ. Επί του παρόντος, αγωνίζεται στη Μπουντεσλίγκα με τη Στουτγάρδη. (από allivegp, 23/09/09)χλεμπόν χλεμπόν (από BuBis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα περίεργα αυτά παπούτσια (από σανδάλια μέχρι μπότες) που οφείλουν την ονομασία τους στην τεράστια σόλα τους, την μονοκόμματη, άκαμπτη και πολύ μεγάλου πάχους, που θυμίζει την μη σλανγκ πλατφόρμα (εξέδρα, αποβάθρα κλπ), δηλ. ένα τεράστιο επίπεδο, τσιμεντένιο, βαρύ κι ασήκωτο μονομπλόκ.

Τα παπούτσια πλατφόρμες έχουν ιδιαίτερη ιστορία. Η πρώτη τους μορφή έσκασε μύτη στα αρχαία ελληνικά χρόνια (κόθορνοι), χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν στην Βενετία τον 16ο αιώνα όπου έφτασαν μέχρι τα 60 εκατοστά περικαλώ, υπάρχουν και σε άλλους πολιτισμούς εξαπανέκαθεν (Ιαπωνία, Κίνα, αρχαία Ρώμη) και επανήλθαν στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα. Από τότε όλο και ξαναβγαίνανε στη μόδα, μέχρι που, η δεκαετία του 70, με την γενιά των λουλουδιών, τα κατέστησε σύμβολο της χειραφετημένης γυναίκας («Giovanni, scrive puttana», βλ. σχόλια εδώ) και των γκλαμ ροκ αστέρων ή άλλων (David Bowie, KISS, Elton John, Marilyn Manson, Spice Girls, Prince).

Το υλικό κατασκευής της πλατφόρμας είναι από φελλό (ω μνήμες...), ξύλο, πλαστικό.

από Βίκυ, εδώ και εδώ

Ακολουθεί υποκειμενικός ορισμός...

Όπως λέει και ένας φίλτατος συσλανγκιστής που δεν θέλησε να αποκαλυφθεί: «Δεν ανέλαβες λήμμα. Ανέλαβες την θανατική καταδίκη της πίστης σου στην ύπαρξη κόσμου πέρα από τα φαινόμενα...»

Ο δε νονός του λήμματος, Πάτσης, έφη: «Είδος γυναικείου παπουτσιού. Λήμμα που δεν προσφέρεται για πολλά αστεράκια, επομένως ζητείται κατά προτίμηση σλανγκίστρια με ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και αυταπάρνηση».

Ναι, δεν ήταν όμως μόνο θέμα καθήκοντος και αυταπάρνησης, κυρίες και κύριοι. Είναι ότι η υποφαινομένη γεννήθηκε την εποχή τής πλατφόρμας (ε, κει κοντά). Είναι ότι πρωτο-είδε με τα μάτια της τον κόσμο μέσα από το φριχτό φελλένιο πέδιλο της μαμάς τού παιδικού της φίλου, πρώτα το παπούτσι και μετά η μαμά, αυτομάτως χαρακτηρίστηκε η μαμά τού μικρού Νικόλα (ναι έτσι τονε λέγανε) στο μυαλό τής υποφαινομένης ως κάτι το μη πρέπον, δεν υπήρχαν ακόμα όλα τα λόγια σε κείνη την ηλικία βλέπετε, δεν υπήρχε το σλανγκρ αγαπητοί, δεν ήταν ζωή αυτή, πώς να μιλήσεις και να πεις τι νιώθεις για το πατούμενο αυτό και τα όλα όσα έφερε πάνω του...

Η μοίρα του καημένου του Νικόλα ήταν προδιαγεγραμμένη και το φελλένιο αυτό πράμα τον κλώτσησε μακριά μια μέρα και τον πέταξε στις αγκαλιές των παππούδων του γιατί και ο πατέρας είχε πάει για τσιγάρα - και η υποφαινομένη έχασε τον παιδικό της φίλο, όλ' αυτά για ένα παπούτσι, για μία πλατφόρμα.

Και μετά το πράμα ξεχάστηκε και ξαφνικά ήρθαν τα ενενήντας και νά 'σου πάλι το παπούτσι αυτό στις βιτρίνες...

Και μετά ήρθε το σλανγκρ και η επιταγή του νονού-Πάτση. Πώς να μην αναλάβω λοιπόν αυτή την παιδική εικόνα... Κι απ' ό,τι ψυχανεμίζομαι, πολλούς στιγμάτισε η πλατφόρμα. Και τους φέροντες αυτήν και τους υποφέροντες (από) αυτήν.

- Μωρό μου, δες τι παπούτσια αγόρασα σήμερα... Πλατφόρμεεεεεεεες, γιές! Ξαναγίνανε της μόδας!!!!!!
- (ΓΚΝΤΟΥΠ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατασκευαστής ιστοσελίδων / ιστοτόπων. Αυτός ο αξιοζήλευτα χρήσιμος άνθρωπος των ημερών μας.

Από το αγγλικό site, βεβαίως βεβαίως.

- Γεια σου Μιχαλάκη μαααας... Τι κάνει το καλό το παιδί;
- Καλά.
- Μεγάλωσες, ομόρφυνες, φτυστός ο πατέρας σου έγινες.
- ...
- Και δε μου λες, Μιχάλη μου, δουλεύεις τώρα, εργάζεσαι;
- Ναι.
- Και τι δουλειά κάνεις;
- Στήνω ιστοσελίδες.
- Τι κάνεις;!
(πετιέται ο αδελφός)
- Σαϊτάς είναι ρε θεία, σα-ϊ-τάς!
- ...

Got a better definition? Add it!

Published