Επίσης: συνώνυμο της καραμέλας (ορισμός 2).

Όταν μας κάνουν πλύση εγκεφάλου, πιπιλάνε το ίδιο πράμα ολημερίς κι ολονυχτίς, εμείς το χάφτουμε, και κατόπιν το κάνουμε εμείς πιπίλα, για μας και για τους άλλους.

Από τη μονοτονία και την επαναληπτικότητα της κίνησης που κάνουμε όταν πιπιλάμε. Αν αυτό δεν σε καβλώσει, σε αποχαυνώνει.

  1. οχουυ βαρέθηκα την πιπίλα με το Slash..νταξ Ναούμ..καλός ο Slash αλλα τα καλύτερα τους ο izzy τα έγραφε,όταν ο slash μπεκρούλιαζε και τσακωνόταν με τον Rose.....

  2. Τι σημαίνει αυτό το «fast track» που πιπιλάνε όλη μέρα οι μπατσόκοι;
    Υφίσταται αυτός ο όρος; Ή είναι άλλη μια επινόηση, στα πλαίσια της νέας μπατσοκικής γλώσσας;

Got a better definition? Add it!

Published

Φάτσα κάρτα, απλώς λίγο πιο μάγκικο και όχι τόσο διαδεδομένο.

Το απροκάλυπτο -που έρχεται απότομα μπροστά στα μάτια μας (με φόρα;).

  1. εγω ειμαι της σχολης, οτι το «φατσα-φορα» δεν ερεθιζει τοσο οσο το «μισοκρυμενο»...
    ...η φαντασια ερεθιζεται πιο πολυ απο το μισοκρυμενο και η φαντασια παιζει πρωτο ρολο στη διεγερση...

  2. και πώς να σταματήσω τώρα, να φρενάρω ξαφνικά
    μ' έχεις φέρει φάτσα φόρα στον παράδεισο μπροστά
    (στίχοι: Μελίνα Τανάγρη, Ιάσων Γρηγορίου - «Ραντεβού»)

από το νέτι

Φάτσα με φάτσα: φάτσα κάρτα, φάτσα μπάτσα, φάτσα παρτίδα, φάτσα φιγούρα, φάτσα φόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίζει, στα ποδανά. Η πιο χαρακτηριστική λέξη στην ιδιόλεκτο αυτή. Χρησιμοποιείται απ' όλους και αντέχει στο χρόνο. Για λόγους λυνξ επίσης, πιστεύω ότι έπρεπε να καταχωριστεί μόνη της.

Άρνηση: δε ζειπαί.

- Πάμε στη συναυλία μεθαύριο;
- Ξέχνα το, δεν ζειπαί, εξαντλημένα.

Got a better definition? Add it!

Published

Μην τα ξαναλέμε, μπαντιέρα (ή παντιέρα) σημαίνει σημαία.

Οι εκφράσεις είναι:

Σηκώνω μπαντιέρα = επαναστατώ (επειδή κάθε επανάσταση εκκινεί τύποις με το σήκωμα της σημαίας της).

Αλλάζω μπαντιέρα = αλλάζω άποψη, στάση, φρόνημα, στρατόπεδο, τακτική, όλ' αυτά -και σας γαμώ. Πρβλ. σηκώθηκαν τα αγγούρια να γαμήσουν τον μανάβη. Αλλάζω τροπάριο, δηλαδή.

Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι και συνώνυμο με το το γυρίζω (από τη μη σεξιστική άποψη είναι, ούτως ή αλλέως).

Κάνω (κάτι) μπαντιέρα: το καθιστώ σύμβολο και, ξεφτιλίζοντας την (όποια) αξία του, το υψώνω φάτσα φόρα στα μούτρα του άλλου και του κάνω πλύση εγκεφάλου. Κάπως συνώνυμη είναι η πιπίλα, ή η καραμέλα.

Παντιέρα ρόσα: κόκκινη σημαία, παραπέμπει στον κομμουνισμό. Είναι και τραγουδο-ύμνος, τ. Αβάντι πόπολο, Μπέλα Τσάο, Διεθνής κλπ.

Γενικά, μπαντιέρα είναι η άποψη, η κοσμοθεωρία, τα πιστεύω κάποιου.

  1. ...και κει που τον είχαμε για ήσυχο, σήκωσε μπαντιέρα κι έγινε της κατακαριόλας!

  2. Σήκωσε «μπαντιέρα» ο Κόκε
    «Τριγμοί» στο εσωτερικό του Άρη, λίγο πριν τη μεγάλη κόντρα με την Μάντσεστερ Σίτι για το Europa League...

  3. «Παντιέρα» τραπεζιτών κατά. μνημονίου!!!
    Η χθεσινή ημέρα, λίγα μόνο 24ωρα μετά τα «πανηγύρια» στο ΧΑ για την πρόταση συγχώνευσης της Εθνικής με την Alpha, επιβεβαιώνει ότι η ισχυρότερη ομάδα πίεσης της ελληνικής κοινωνίας, που εξακολουθεί να αγωνίζεται κατά των πολιτικών του μνημονίου –όταν αυτές θίγουν τα στενά συμφέροντά τους…- είναι οι τραπεζίτες, που έχουν σηκώσει τη δική τους «παντιέρα», έναντι των πιεστικών απαιτήσεων της τρόικας για συγχωνεύσεις.

  4. Δε μας τα λες καλά φίλε... Τεεε έγινε, αλλάξαμε μπαντιέρα;

  5. Φυσικα η χουντα του Παπαδοπουλου εκανε παντιερα το Πατρις, Θρησκεια, Οικογενεια.

  6. Παντιέρα Ρόσα
    Είναι η στιγμή που οι 33 συνδικαλιστές ηγέτες από 17 χώρες μπαίνουν στο γήπεδο. Στο πρόσωπό τους οι εργαζόμενοι της Ελλάδας υποδέχονται δεκάδες εκατομμύρια εργατών από όλες τις ηπείρους. Ολοι όρθιοι. Μια γυναίκα ανοίγει διάπλατα την κουβανική σημαία. Ο άντρας δίπλα της έχει υψώσει τη γροθιά του. Τα παιδιά σηκώνουν σημαία κόκκινη. Τα συνθήματα γίνονται διάλογος των εργατών του κόσμου. Στα χείλη το «Παντιέρα ρόσα τριομφερά» (Η κόκκινη σημαία θα θριαμβεύσει). Και αμέσως μετά: «Αλληλεγγύη στην πάλη των λαών, κάτω η νέα τάξη των ιμπεριαλιστών».

  7. Φωνάζει ο Γιωργάκης για εκλογές, ο Κωστάκης παίζει Playstation, η Παπαρήγα ονειρεύεται μπαντιέρα ρόσα με σφυροδρέπανα αντί για δέντρο κι ο Τσίπρας θέλει να παραστήσει τον σοσιαλιστή Ομπάμα της Ελλάδας με …ψήφο στα 16χρονα!

  8. Εμένα που με βλέπεις, μόλις κατάλαβα τη ζωή, κορόιδο δεν μ' έπιασε κανένας. Εχω δική μου παντιέρα, δική μου κυβέρνηση εγώ. Δεν χειροκροτώ τίποτα, γιατί τίποτα δεν μου 'δωσε το δικαίωμα να το χειροκροτήσω. Ψέματα ήταν όλα.

Όλα, πλην των 1 και 4, από το δίχτυ.

το σιγουράκι τεσπά... (από Desperado, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή έκφραση είναι «όπου φυσάει ο άνεμος» και λέγεται για το ανερμάτιστο άτομο που αφήνεται στο τυχαίο φύσημα του αέρα και αναλόγως πορεύεται. Δεν είναι ο τυχοδιωκτικός χαρακτήρας, είναι ο άβουλος άνθρωπος χωρίς προσωπική άποψη, είτε αφορά αυτό την κοινωνική και υπόσταση ή τη συναισθηματική του ζωή.

Παλιά λέγανε «όπου φυσάει ο μπάτης», σήμερα όμως ο μπάτης δε ζειπαί σαν έννοια ή λέξη.

Λέγεται επίσης, ως εκ τούτου, και «όπου φυσάει ο γκόμενος» -για τη γκόμενα που είναι σκιά του αρσενικού της και δεν έχει καμία πρωτοβουλία στην προσωπική ζωή της. Δεν είναι το αντίστοιχο του το μουνί σέρνει καράβι, το οποίο είναι μια γενίκευση και αφορά βασικά το σεξ καθώς και όλους τους άντρες ανεξαιρέτως. Το «όπου φυσάει ο γκόμενος» είναι μόνο για τα θηλυκά που είναι απολύτως εξαρτώμενα από το Είναι του κυρίου και αφέντη τους, οι ιδέες / απόψεις τους είναι οι δικές του, οι κινήσεις τους είναι οι δικές του, και μόλις φύγουν από τον έναν και πάνε στον άλλον, αλλάζουνε μπαντιέρα.

Λέμε επίσης «όπου φυσάει η μόδα».

Συγγενής έκφραση με το «όπου φυσάει»: όπου πάει ο ήλιος.

  1. Ο ΛΑΟΣ πολιτεύεται με μια «σημαία ευκαιρίας» και πλέει πολιτικά ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Χωρίς πορεία. Δίχως σαφές λιμάνι προορισμού.

  2. Trendy: «Φυλή» που συγγενεύει, εν μέρει, με τις emo σε επίπεδο ξασμένης φράντζας και κατανάλωσης λακ -αν και υπάρχουν και πιο straight εκδοχές, με πιο Bibi-Bo μαλλούμπα. Από κει και πέρα, ουδεμία σχέση, αφού τα χρώματα των ρούχων τους είναι update, στα πέλματά τους κυριαρχούν τα funky πασουμάκια, οι σαγιονάρες και οι «μπαλαρίνες», τα στέκια τους είναι «in», μουσικά «την ακούνε» όπου φυσάει ο άνεμος και, γενικά, επιδεικνύουν μια αποχή από τον πραγματικό κόσμο...

  3. - Πολύ ξενέρα η Κάτια ρε φίλος, είναι άτομο «όπου φυσάει ο γκόμενος», πώς την αντέχεις.
    - Φίλε, γαμάω καλά; Τέλος.

  4. Η Νάσια δεν έχει δικό της γούστο στο ντύσιμο, είναι όπου φυσάει η μόδα.

(από GATZMAN, 31/03/11)

Σύγκρινε και ΟΦΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερνάω τον εαυτό μου. Αγγλιά ολκής.

Επίσης, αν δεν απατώμαι (διορθώστε με), είναι όρος στο Στοίχημα.

  1. Ο Μάκης που δε μιλάει ποτέ, έκανε όβερ χθες το βράδυ και όλη νύχτα της τα έσουρε της Σάσα κανονικότατα.

  2. Αφού έκανες όβερ μέχρι και τη Μπουλόν, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πνίγεται (επειδή στραβοκατάπιε), φτερνίζεται, βήχει ασταμάτητα, κλπ.

Συνοδεύεται (ειδικά στον βήχα) με χτύπημα στην πλάτη και με την προτροπή να κοιτάξει ο άλλος προς τα πάνω, ...εκεί όπου είναι ο Χριστός. Είναι δηλαδή επίκληση στον Χριστό που όλα τα κακά σκορπά.

Και: Χριστός κι Απόστολος, Χριστός και Παναγιά (και όσους βάλουμε τόσο αποτελεσματικότερο το ξόρκι).

Επίσης το λέμε όταν μάθουμε κάτι εξωφρενικά δυσάρεστο.

Παμπάλαιο, πασέ.

  1. - αααααααΑΑΑΑΑΨΟΥ!!!!!!!!
    - Χριστός!

  2. - Τα έμαθες; Η Νάσια έχασε το παιδί της, απέβαλε...
    - Ο Χριστός κι η Παναγιά! Πώς έγινε αυτό;

(από Khan, 31/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χέσιμο που ταυτόχρονα συνοδεύεται με κλάσιμο. Γιατί πέρασε η ώρα και δεν κρατιέσαι. Ή γιατί αυτό που έφαγες σε έστειλε κανονικά. Βάρδα να μη συμβεί καταλάθος εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται να αφήσεις μια κούφια -και να σου φύγει έστω κι ένα ταρζανίδι στο βρακί...

Στο χεζοκλάνι με το που κάθεσαι φεύγουν αμφότερα την ίδια στιγμή. Έτσι η σκατούλα προωθείται αποτελεσματικότερα, πλην αλλ' όμως ουδείς εγγυάται ευθυχεσία.

Λέγεται και χεσοκλάνι. Κάτι παρόμοιο -ως συνδυασμός- το σκατούρημα και -ως κατάληξη- το μουνοκλάνι.

Ε, καιρό είχα.

  1. - ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!
    - Τι γελά ρε μαλάκα;
    - Σε άκουγα...
    - Αποκλείεται!
    - Ε τι αποκλείεται, γαμήθηκες στο χεζοκλάνι, μέχρι μέσα ακουγόσουνα!

  2. - Πωπω ρεζίλι έγινα, εκεί που περπατούσα άφησα μία και τελικά ήταν χεζοκλάνι μαλάκα! - Δεν έγινες ρεζίλι, κώλος έγινες, μουάχαχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που μας έμεινε από την εποχή (εβδομήνταζ-ογδόνταζ) κατά την οποία οι σινεμάδες (όλοι, όχι μόνο οι τσοντοσινεμάδες) έπαιζαν από το πρωί. Κάποιοι από τους πρωινούς θεατές ξεμέναν μέσα στην αίθουσα γιατί τους έπαιρνε ο ύπνος ή γιατί ήθελαν να δούνε την ταινία ξανά και ξανά. Τους αφήνανε, αλλά όταν έφτανε η ώρα των απογευματινών παραστάσεων και γέμιζε ο σινεμάς, έπρεπε να τους διώξουν για να χωρέσει ο κόσμος. Και ο προβολατζής φώναζε: «Να φεύγουν οι πρωινοί...».

Σήμερα πια το λέμε όταν θέλουμε να διώξουμε κάποιον από κάπου γενικά, ώστε να ελευθερωθεί ο «χώρος» και για άλλους.

  1. Να φεύγουν οι πρωινοί Oι τίτλοι τέλους «έπεσαν» για τρεις παίκτες της Manchester City, πριν από λίγο με ανακοίνωση της ομάδας μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της. Ο λόγος για τους Martin Petrov, Sylvinho και Benjani, οι οποίοι είναι πλέον ελεύθεροι να διαπραγματευθούν τις μεταγραφές τους σε ομάδες της αρεσκείας τους.

  2. γαμωτο μου ειναι δυνατον ο Δαβαρης να περιμενει να αγορασει καποιος το Tuscon, για να ξεστοκαρει το μοντελο; ουτε με παρακαλετα σε εταιρειες leasing δεν προκειτε να τα δωσει!! αντε να φευγουν οι... πρωινοι!! (τα 2λιτρα δηλαδη)

  3. Άλλη φυσιογνωμία «ουφάδικου» ήταν ο «ανυπόμονος». Συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας , έσκαγε μετά τη δουλειά και φώναζε «άντε να φεύγουν οι πρωινοί», απ'το κατειλημμένο μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified