Πού να λέει κανείς «αρ ες ες» ή να αλλάζει το πληκτρολόγιο για να γράψει RSS, για τέτοια είμαστε τώρα; Απλά το λέμε «ρουσουσού» και τέλος.

Η Βίκυ εξηγεί τι είναι αυτό: «Ο όρος RSS προέρχεται από το αγγλικό Really Simple Syndication. είναι ένα format ανταλλαγής περιεχομένου βασισμένο σε γλώσσα XML. Είναι ένας νέος τρόπος να ενημερώνεται ο χρήστης του Ίντερνετ για γεγονότα και νέα από άλλους χρήστες ή και κανάλια πληροφορίας. Η πληροφορία μέσω του RSS έρχεται στον υπολογιστή του χρήστη Online.»

Βλ. και μουσουνού, χεσεμές, εμ-πι-τρία.

- Πω! πού να βγάλω άκρη σε αυτό το μπλογκ ρε μαλάκα, της πουτάνας γίνεται!
- Ε μπες και συ καημένε μου στο ρουσουσού να τα δεις όλα μαζεμένα, πιο βολικό είναι, για κάτι τεμπέληδες σαν και σένα το κάνανε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σημάδι από τα γυαλιά ηλίου στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να φαίνομαι σαν κουκουβάγια, το γύρω από τα μάτια άσπρο (στο σχήμα των γυαλιών μου πάντα), η δε μύτη, το μέτωπο και τα μάγουλα, ροζουλί, κόκκινα ή καφετί.

Μάνα στην κόρη:
- Τι έγινε, δεν θα βγεις απόψε τελικά;
Κόρη:
- Τσου.
- Και γιατί;;;
- Γιατί έτσι.
- Δεν έχει τέτοια, θα μου πεις γιατί.
- Όχι, δεν σου λέω.
- Αααα, κοίταξε να σου πω, ώς εδώ με τα πείσματά σου. Θα μου πεις τι τρέχει αλλιώς θα σου κρύψω το κινητό.
- Παράτα μας ρε μάνα, τι θεεες, μπουχουχου...
- Μα τι έγινε επιτέλους;!
- Μπουχου... ε να, (σνιφ), χθες που καθόμουνα στην καφετέρια με πήρε ο ήλιος και έκανα γυαλιά και θα με δει ο Λάκης απόψε και θα γελάειιιιι, δεν πάω, δεν πάω, δεν πάω!!! Μπουχουχου...

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα έκπληξης και αιφνιδιασμού, εμπνευσμένο από τα κόμιξ και τα καρτούν. Συνοδεύεται από θαυμαστικό ή αποσιωπητικά.

Υπερθετικός: Γκντόινγκ!

Ηχομημιτικό. Σα να σου έρχεται κάτι κατακέφαλα. Για την ακρίβεια κάτι μεταλλικό, που θα βγάλει και αυτόν τον ήχο. Ένα τηγάνι, ας πούμε.

Συνώνυμο: το μάτι μου!

Σχετικό (όταν ακούμε μια κοτσάνα): τούβλο

- Κώστα... Σε αγαπώ...
- Γκντόινννννγκ!

Ηχητική υποστήριξη του χαλικούτειου σχολίου (από allivegp, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση γκραν γκρινιόλ που σημαίνει όχι το τι κάνω εγώ, αλλά το τι πρέπει να κάνεις εσύ: να σκάσεις. Σε αυτή την αντιστροφή της σημασίας της έγκειται όλη κι όλη η σλανγκιά της λέξης.

Λέγεται όταν είμαστε πολύ θυμωμένοι και δεν μας παίρνει να αναπτύξουμε ολόκληρο το φλύαρο επιχείρημα που λέει: «αν δεν σε πειράζει, μπορείς να περιμένεις να τελειώσω πρώτα αυτό που έχω να πω και μετά λες το δικό σου;» ή «τώρα είναι η σειρά μου και θα κάτσεις να τα ακούσεις όλα όσα έχω να πω, γιατί έχεις άδικο και δεν σε παίρνει να πεις κουβέντα» κλπ.

Αφού το βροντοφωνάξουμε, συνεχίζουμε απλά τα όσα λέγαμε.

Άλλες χρήσεις της λέξης δεν είναι σλανγκ, πχ όταν μιλάμε στο τηλέφωνο και κάποιος μας φωνάζει επιμόνως από το διπλανό δωμάτιο επειδή δεν έχει καταλάβει ότι δεν είμαστε διαθέσιμοι, οπότε του φωνάζουμε «Μιλάω!», δηλαδή «μωρό μου (ή: τον χριστό μου μέσα), μιλάω στο τηλέφωνο και δεν μπορώ τώρα να σου μιλήσω, έρχομαι σε λίγο!».

- ... και όχι μόνον αυτό, αλλά σε είδα μέσα στο αυτοκίνητό μας να του παίρνεις πίπα και...
- Μα δεν ήταν πίπ...
- ΜΙΛΑΩ! ... και νάσου πάνω κάτω το κεφάλι, και μετά φιληθήκατε και...
- μα...
- ΜΙΛΑΩ είπα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας που είναι γενικώς απειλητικών διαστάσεων, είτε γιατί το σκαρί του είναι τέτοιο, ή επειδή είναι φουσκωτός ή επειδή είναι απλώς τόφαλος αλλά ποζάρει για γυμνασμένος. Ειρωνική πάντως η έκφραση, άρα χρησιμοποιείται κυρίως για όσους επιδεικνύουν αρειμανίως τον σωματότυπό τους αυτό, είτε αφορά γυμνασμένο σώμα είτε όχι.

Συνώνυμα: αρκούδα, γομάρι, δείρε τημ, κορμάδι, μπιλντέρι, φουσκωτός.

  1. - Ωραίος παιδί ο καινούργιος γκόμενος της Έλσας, ε;
    - Ποιος, αυτός ο σώμας; Μην τσιμπάς ρε, απλώς ρουφάει την κοιλιά του και κορδώνεται. Δες τον το καλοκαίρι και τα λέμε...

  2. Και γιατί δεν τον γουστάρεις τον Κωστάκη ρε Νάνσυ; Καλόμαθες που ο προηγούμενος ήταν σώμας, μπακλαβαδωτός και εξαπάκετος κιέτσ', και δεν σου κάνουν τα νορμάλ παιδιά πια;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-αντίκα. Λέγεται για τον τιποτένιο άνθρωπο, του οποίου η αξία ζυγίζεται με το βάρος του σε σκατά, λέμε τώρα. Το λέγαν οι παλιοί για άτομα τα οποία ήταν πχ. επικίνδυνα ή εγκληματικά στοιχεία, πολιτικοί αντίπαλοι, χαραμοφάηδες, ροκάδες, μαλλιάδες, γιεγιέδες, ο,τιδήποτε τεσπα δεν ήταν του γούστου τους.

  1. - Σου έχω πει χίλιες φορές να μην κάνεις παρέα με αυτούς τους σκατάδες!
    - Μα παππού, είναι καλά παιδιά!

  2. - Τι ψήφισες παππού στις εκλογές;
    - Ψήφισα αυτό που ψηφίζω πάντα, όχι τους σκατάδες που ψηφίζετε εσείς οι υπόλοιποι στην οικογένεια...

και comecacas... (από BuBis, 11/11/09)(Σ)καταλυτικό συγκρότημα στην ιστορία της σκα (από Vrastaman, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για κάποιον που είναι τόσο μαλάκας κι άχρηστος, τόσο σκατένιος, ώστε δεν τον θέλει ούτε ο Χάρος. Κάτι παρόμοιο με το «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» -αν και κττμγ δεν υπάρχει κακό σκυλί, αλλά κακός «ιδιοκτήτης» του, τέσπα.

Την έκφραση άκουσα από μεγάλη γυναίκα χωριού.

- Δεν τον βλέπω καλά τον κυρ-Μήτσο, θεία...
- Μπα... σκατά δεν παίρνει ο Χάρος παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published

Συνονθύλευμα πιτσιρικίων, μαρίδα.

Δεν λέγεται όμως μόνο για παιδάκια. Το λένε και οι σαρανταφεύγα και άνω, για να περιγράψουν τη νεολαία, δηλαδή εφήβους μέχρι και 22 ετών περίπου, οι οποίοι φαίνονται σαν μικρά παιδιά, στα μεγάλα και σιτεμένα μάτια τους...

  1. - Δεν ήξερα ότι έχετε και κλαμπάκι στο χωριό σας!
    - Ναι, αλλά πολύ πιτσιρικαρία ρε φίλε...
    - Ε τι περίμενες να έχει, γεροξούρες σαν και σένα ρε μαλάκα;

  2. Πρέπει να βρεθεί τρόπος να μας έρθει και πιτσιρικαρία στο σλανγκρ, να φρεσκάρουμε το λεξιλόγιό μας λιγάκι...

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Got a better definition? Add it!

Published