Κλανιά η οποία, για προσωπικούς λόγους του δημιουργού και απελευθερωτή της, τον γεμίζει χαρά και ικανοποίηση που θα κοινοποιηθεί με την παραπάνω φράση στους παρευρισκομένους.
-Αυτή ήταν να την πιεις στο ποτήρι..
-Μας τρέλανες στο κέρασμα.
Κλανιά η οποία, για προσωπικούς λόγους του δημιουργού και απελευθερωτή της, τον γεμίζει χαρά και ικανοποίηση που θα κοινοποιηθεί με την παραπάνω φράση στους παρευρισκομένους.
-Αυτή ήταν να την πιεις στο ποτήρι..
-Μας τρέλανες στο κέρασμα.
Got a better definition? Add it!
Σύνθετη λέξη (κώλος+βαλβίδα) μηχανολογικής προσέγγισης για τον πρωκτό, το γκρόβερ.
- Θα πάρω τρεις καριόλες μαζί όταν τα κονομήσω και θα τις βάλω
τη μια να μου παίρνει πίπα ,την άλλη να μου πιπιλάει τ' αρχίδια και την τρίτη να μου γλύφει το κωλοβαλβιδόνι...
- Μου κάηκε το κωλοβαλβιδόνι με τα καυτερά που φάγαμε χτες...
Got a better definition? Add it!
Συντετμημένος συνδυασμός του χαζός και βλάκας στα ποδανά (ως έχει και για τα δύο φύλα).
-Ωραίο γκομενάκι ρε συ αυτή η Ναταλί... (sic)
-Ωραία είναι αλλά λίγο ζόσβλα...
-Ζόσβλα είσαι ρε μαλά...;
Got a better definition? Add it!
Από το τούρκικο: batirmak= βουλιάζω.
Ο απένταρος, οικονομικά κατεστραμμένος, βουλιαγμένος στα χρέη, έχω μπει μέσα με τα τσαρούχια.
Παλαιάς κοπής σλανγκιά που έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον..
Συγγενικά = η μπατίρω, το μπατιράκι.
Μπατίρη με κατάντησες
στους δρόμους να γυρίζω
[κι απόξω από την πόρτα σου
μόρτικα να σφυρίζω.]x2
Παλάτια έχασα πολλά
για τα γλυκά σου μάτια,
[με πλάνεψαν το φουκαρά
και μ' έκαναν κομμάτια.]x2
Μέσα στην τόση συμφορά
οι φίλοι με γελούνε,
[μπατίρη με φωνάζουνε
και με κατηγορούνε.]x2 |
(Β.Τσιτσάνης)
Got a better definition? Add it!
Μπάφος κορωνίδα της κατηγορίας που οι χασίστες και φουντικοί ονομάζουν «διφυλλάκια».
Αποτελείται από 2 τσιγαρόχαρτα, το ένα κάθετα κολλημένο στην άκρη του άλλου δίνοντας την εικόνα του Τ (και όχι του σταυρού που θα ήταν και λάθος κατασκευαστικά) και με την δέουσα (δις) βεβαίως... γόμωση.
- Φτιάσε ένα ταφάκι ρε για καπάκι...
- Ωραία ιδέα... και δεν το φτιάχνεις;
Got a better definition? Add it!
Προΐσταμαι ομάδας θηλυκών σε κατ' οίκον περιορισμό αποτρέποντας την όποια σκέψη για έξοδο.
-Που είναι ο Μανωλάκης;
-Ήρθαν κάτι ξαδέρφες του από το χωριό κι έμεινε να σπίτι να φυλάξει λιβαδομούνι..
Got a better definition? Add it!
Αναποτελεσματικότητα, νούλα, μηδέν εις το πηλίκειον, ατελέσφορο αποτέλεσμα, γάματα με μεγάλα γράμματα...
- Έκαμες καμιά προκοπή;
- Δε φάνηκε δικέ μου το βέρι, τζίφος..
Got a better definition? Add it!
Οδηγός τζιπουροφορτηγίδας ή πολυτελούς μαούνας, της οποίας το κόστος απόκτησης και το μέγεθος είναι αντιθέτως ανάλογο με το βαθμό οδικής συμπεριφοράς του «χοιριστή» της, καθώς και της πρακτικότητας της σε αστική χρήση..
Θα παρακάμψει με άνεση μια σειρά προπορευόμενων οχημάτων που περιμένουν σε ένα φανάρι για να στρίψουν φροντίζοντας να περάσει μπροστά από το σηματοδότη, να παρακωλύσει το ρεύμα που συνεχίζει ευθεία και προς τις δύο κατευθύνσεις (αν είναι δυνατόν) και θα απαιτήσει μόλις το φανάρι του ανοίξει - γιατί πιστεύει πως κι αυτό πλέον του ανήκει - ο οδηγός του οχήματος που είναι πια πίσω του να το αφήσει για λίγο (δεν θα χαλάσει κι ο κόσμος) και γεμάτος χαρά και υπερηφάνεια να σταθεί διακριτικά σε σημείο που να είναι αντιληπτός από τον κύριο Σαζγράφογλου και με μικρή υπόκλιση/νεύμα να του γνωστοποιήσει πως αν ήθελε μπορούσε να ξεκινήσει...
...γιατί αν του κορνάρει θα ήταν το λιγότερο άκομψο - αν όχι αγενές και άδικο γιατί έχει σημαντικότατες υποχρεώσεις να φέρει σε πέρας, μιλάει σε ένα τουλάχιστον κινητό και γενικά ο χρόνος του είναι πολυτιμότερος από οποιουδήποτε άλλου που κάνει χρήση των δρόμων μόνο και μόνο για να τον καθυστερεί...
Τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι αρκετά, αλλά για να μην το κουράσω, μένω στο παραπάνω το οποίο θεωρώ αντιπροσωπευτικό του «επιθέτου»... κατάλληλο και για κυρία ή δεσποινίδα...
Got a better definition? Add it!
Tα κάθε λογής έντυπα που θα μας κρατήσουν συντροφιά τις «ώρες» της «ενεργητικής» μας συνεισφοράς στην παραγωγική διαδικασία.
-Pε παπάροβιτς, θα μου δώσεις τα «κόκκινα αυτιά» του reiser που έχεις στην τουαλέτα;
-Mπαά... δεν το αποχωρητίζομαι...
βλ. και χεστικό, περιοδικό τουαλέτας, χεζόλεξο
Got a better definition? Add it!
Λήμμα το οποίο είναι αποτέλεσμα clopy paste / clopyright.
-θα κεράσω παστέλι μωρέ όλοι δικοί μας είμαστε.
-Νταξ.
Got a better definition? Add it!