Έτσι σλανγκίζεται κλασικά ο Παπανούτσος, ιδίως από τους παλιούς τριτοδεσμίτες (και όχι μόνο) που τον έτρωγαν στην μάπα από τους εκθεσάδες. Πρβλ. Ανδρέας Κάβλος. Μπορεί να περιγράψει και τύπο Αλμπέρ Γαμύ, αλλά στο ελληνικότερο, λιγότερο κουλτουριάρικο, πιο κοινότυπο.

- Έχεις λεξιπενία, έχεις αδυναμία έκφρασης! Διάβασε παιδί μου λίγο Παπανούτσο να βρεις την υγειά σου!
- Προτιμώ να διαβάσω Παναπούτσο στο σλανγ τζη αρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «σε γάμησα μικρό» αποτελεί ακραία εξευτελιστική βρισιά, γιατί είναι φρικτό να μας έχει γαμήσει κάποιος στην ευαίσθητη τρυφερή ηλικία μας. Πρβλ. το λήμμα: «Αυτά μας τά 'πανε πολλοί, μας τά 'πε κι ένας Γάλλος. Αν δεν γαμήθηκες μικρός, θα γαμηθείς μεγάλος», και δε φταις εσύ, φταίω εγώ, που δεν σε γάμησα μικρό.

Από την άλλη, ο θείος ή μπάρμπας είναι (ιδίως στην ελληνική κοινωνία) ένα πρόσωπο με ισχύ, που μεταφράζεται στο ότι γαμάει και σπέρνει, χωρίς όμως να χάνει και την οικειότητα με τους γαμουμένους. Πρβλ. την μεγάλη σάγκα του μπάρμπα στο σάιτ μας (υπάρχουν κι άλλες πλην του φραπέ!), ενδεικτικά μπαρμπόιλ, έχει μπάρμπα στην Κορώνη, δώσε και μένα μπάρμπα.

Συμπερασματικά, είναι μια εξευτελιστική βρισιά, που σας συνιστούμε να την χρησιμοποιήσετε σε βρις-οφ.

Ασίστ: Ψυχομανιακός.

Βρις- οφ:
- Εντάξει, φίλε έχεις δίκιο! Το παραδέχομαι, φταίω εγώ. Εγώ φταίω, μέα κούλπα! Φταίω εγώ, που δεν σε γάμησα μικρό!
- Όχι, όχι, εγώ φταίω που δεν σε γάμησα μικρό, να με λες και θείο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις γκατσμανικές λεξιπλασίες, που κάνουν τους Σλάνγκους παλαιών αρχών να βγάζουν σπιθουράκια, αλλά αποτελούν και σανίδα σωτηρίας για τους βιοπαλαιστές καβουροσλανγκόσαυρους, που κυνηγούν το λήμμα το επιούσιον.

Παράγωγο εκ των φραπέ- φραπεδιάρα, και αιδοιάρα- αιδοίον, μπορεί να σημαίνει:

  1. Την φραπεδιάρα που είναι μουνάρα, θρυλική, επική, τριφασική κ.τ.λ.

  2. Την φραπεδιάρα, που εκτελεί φραπέ με αιδώ, λόγω φραπεαπαγόρευσης, και όχι χύμα στο κύμα, στα καναπέδια-ντιβάνια-κρεβάτια-ανάκλιντρα των Φραπεδίμ.

Στην πρώτη περίπτωση ελλοχεύει η παρενέργεια ο καφές να είναι Εσπρέσο.

Σλανγκικός Φραπεμφύλιος:

- Αμάν ρε Τάκη, έχεις ακούσει ποτέ τον όρο «φραπαιδοιάρα»; - Οι φίλοι του Γκάτσμαν κι εμένα το φραπεδιάρα το προφέρουν με άλφα γιώτα κι όμικρον γιώτα! Πρόβλημα; Πρόβλημα; Μη μου κολλάς πολύ, γιατί έχω και δυσλεξία και θα σε πω ρατσιστή!
- Τώρα, είσαι μαλάκας ή (αλφα-) γιωτάς ;
- Απλώς, τελειωμένος κάβουρας!

(από Vrastaman, 09/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πριν το φραπέ γίνει σάγκα του σάιτ, το καπουτσίνο ήταν το στάνταρ υπονοούμενο για τον πέοντα. Όπως και οι μοναχοί Καπουτσίνοι, που οι καημένοι δεν μπορούσαν να φανταστούν τι σλανγκομοίρα τους περίμενε στην Ελλάδα.

Στην μετά φραπέ εποχή, ευλόγως ο καφές καπουτσίνο γίνεται φραπουτσίνο, για να δηλώσει το φραπέ με την γνωστή σύσταση, που προκαλεί αηδία σε πολλές Σλανγκοφοριάζουσες και τις κάνει να μην θέλουν να πιουν/ παραγγείλουν ούτε τον κανονικό καπουτσίνο. Παρομοίως έχουμε τα:

- Φραπουτσίνο φρέντο: Το φραπουτσίνο που σερβίρει παγομούνα.
- Φραπουτσίνο κάλντο: Το φραπουτσίνο με την καλή έννοια από καυτή φραπαιδοιάρα.
- Εσπρέσο: Το αγχωμένο φραπέ από φραπεδιάρα που επιδιώκει μεγιστοποίηση κέρδους με ξεπέτα.
- Εσπρέσο Φρέντο: Ό,τι χειρότερο! Βιαστικό ΚΑΙ από παγομούνα! Μακριά!
- Μοκατσίνο: Φραπουτσίνο από Αφροξυλάνθη, δηλ. Αφρογενή κορασίδα.
- Πουτσοτσίνο: Το γνωστό. Επίσης από τα ονόματα των κοριτσιών, βλ. λήμμα ντεκαφεϊνέ. Λ.χ. Λιλιαντσίνο, Μαρινοτσίνο κ.ο.κ.

Χύνω, χύνω με φραπουτσίνο!

(Τραγούδι τελειωμένου φραπεοκράτορα).

(από Khan, 20/02/14)(από Khan, 25/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι σλανγκίζεται το «Ο καιρός γαρ εγγύς» του Λιακόπουλου. Πρόκειται για τίτλο σειράς βιβλίων που πρακτορεύει ο Λιακό με το αζημίωτο και τα πουλάει σε απογόνους των Αφελίμ.

Εννοείται σ' αυτά τα βιβλία ότι πρέπει να τραγουδήσουμε όλοι το «Πριν το χάραγμα», περιμένοντας το ηλεκτρικό φασκέλωμα και την συντέλεια, ή άλλα κοσμοιστορικά γεγονότα, λ.χ. την επανάκτηση της Πόλης κ.ο.κ.

Ο σλανγκισμός εννοεί ότι αυτοί που ακούν Λιακό και γενικά οι Ελληνάρες, είμαστε απόγονοι των Νωχελίμ και τα περιμένουμε όλα με ένα φραπέ, το εθνικό μας ποτό, στο χέρι. Λ.χ. περιμένουμε από τον Πουτινιάρη Βλαδίμηρο να κάνει τις πουτινιές του και να μας τα παραδώσει όλα έτοιμα με το κλειδί στο χέρι, ενώ εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε τον φραπέ μας. Ή από τις Δυτικές δυνάμεις, που κατά τις προφητείες του γέροντος θα μαλώνουν μεταξύ τους για τις ζώνες επιρροής κι έτσι θα τα δώσουν όλα σε εμάς, επειδή θα είναι και γι' αυτές η καλύτερη λύση.

Γενικά, δείχνει ότι ακόμη και με την συντέλεια προ των πυλών, ο Έλληνας θα περιμένει κι αυτό το τέλος του κόσμου με ένα φραπέ στο χέρι. Βέβαια, ο φραπές είναι βαρύς, δηλαδή νταηλίδικος, και αυτό είναι η μόνη δυσκολία. Δεν φαίνεται να είναι τυχαίο που η αγαπημένη ατάκα του Λιακό είναι «σηκωθείτε από καναπέδες, ντιβάνια, κρεβάτια». Φαίνεται ότι όλοι οι Λιακούρειοι είναι αραχτοί και λάιτ, σωστοί απόγονοι των Νωχελίμ.

Ύστερα από την επιδημία φραπεδίασης που έχει ενσκήψει στο σάιτ, φαντάζομαι ότι μπορεί να σημαίνει και τον φραπέ σε μια βαριοπούλα, ή τον φραπέ που σερβίρει μια ουχί αλαφροχέρα κορασίς.

  1. - Έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται τα πρώτα σημάδια ότι η Ελλάδα θα πατώσει στην Ευρώπη!
    - Έτσι! Θα έρθει η συντέλεια. Ο φραπές γαρ βαρύς!

  2. - Τά 'μαθες; Έπαθε ρήξη τένοντα η Σάντρα!
    - Τι τα θες; Ο φραπές γαρ βαρύς!

καταστροφή!!! (από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι σλανγκίζεται κλασικά το νεόπλουτος. Πρόκειται δηλαδή γι' αυτόν που ξαφνικά έχασε την περιουσία του λόγω μιας δυσμενούς συνθήκης, συνήθως εξωτερικής συγκυρίας, πολιτικής, πολεμικής, διεθνούς οικονομικής. Στην εποχή της οικονομικής κρίσης, η έκφραση γίνεται και πάλι της μοδός, για να δηλώσει μια τάξη νεόπλουτων, που ξαναέγιναν φτωχοί, νεόπτωχοι. Αλλά και ειρωνικά τους «βιοπαλαιστές» της γενιάς των 700 εκατομμυρίων Ευρώ που πέρασαν στην γενιά των 70 εκατομμυρίων Ευρώ ή περίπου. Οι νεόπτωχοι κάνουν επίδειξη της φτώχειας τους τόση όση και οι νεόπλουτοι του πλούτου τους. Και όπως οι νεόπλουτοι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν τους αριστοκράτες, όσο και να προσπαθήσουν, ούτε μπορούν οι νεόπτωχοι να φτάσουν τους πραγματικούς φτωχούς.

- Τι επίδειξη πτώχειας είναι αυτή καλέ; Σωστός νεοπτωχισμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νομίζω δεν μπορεί να μείνει δίχως προσθήκη ορισμού. Φραπεμανιακός, είναι ο μανιακός, ο εθισμένος με το φραπέ. Κυκλοφορούν πολλοί ελεύθεροι, με την σλανγκική έννοια και στο σάιτ μας.

Τι ονειρώξεις τραβάνε τον τελευταίο καιρό οι φραπεμανιακοί! Μιλάμε για πολλαπλούς οργασμούς!

δηλαδη, ετοιμος για extreme καταστασεις! (από BuBis, 07/05/09)δηλαδη, ετοιμος για extreme καταστασεις! (από BuBis, 07/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βασική φωλιά του πούτσου είναι το μουνί. Ας πούμε η βάση του, η εστία του, η μόνιμη κατοικία του. Από εκεί και πέρα, όπως λέει ο ποιητής, «θα χτίσω είκοσι φωλιές», οπότε ανάλογα με την διασπερμάτευση μπορεί να γίνει και ο κώλος, που ως φωλιά όμως είναι λίγο κωλοτρυπίδα (με την καλή έννοια), το στόμα, το χέρι, το πόδι, και με λίγη στενότητα χώρου, τα ρουθούνια, τα αυτιά, κατά Γκάτσμαν μέχρι κι οι πόροι του δέρματος.

Βασικά, η έκφραση συνδέεται με το εμπνευσμένο άκου πώς τρίζει η φωλιά του πούτσου μου!, που λέμε σε όποιον κλάνει. Αλλά θυμίζει λίγο και την «Φωλιά του Κούκου» με Τζακ Νίκολσον, επειδή μιλάμε για καταστάσεις που μας κάνει κούκου.

Ασίστ: spydel, vip.

Η κωλοτρυπίδα του είναι πρησμένη και καυτή εσωτερικά, είναι μια ζεστή φωλιά για τον πούτσο μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα δεκάδες ή εκατοντάδες συνώνυμα του μπαργαλάτσου και του πέοντος, βλ. πέος. Η καραχατζημαυροπουτσακλάρα, που μοιάζει με σλανγκικούς γλωσσοδέτες του στυλ σεξοπορνοανωμαλοδιαστροφικό πουτσομουνοκαριολοκαυλομαλακομπούκωμα, χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για να δηλώσει την αδιαφορία του ομιλούντος. Με έμφαση χάρη στο μήκος του σημαίνοντος (ενδεχομένως και του σημαινομένου).

Πηγή: Ο Άλλος.

- Νίκησε ο Θρύλος στον αγώνα.
- Στην καραμαυροπουτσακλάρα μου!
- Ξέχασες ένα «χατζή» μετά το «καρά».
- Όχι, έχει λόγο που τό 'πα έτσι. Δεν είμαι και τόσο αδιάφορος. Κατά βάθος με πονάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση / πρόσωπο αλλού, αλλού κι αλλού, άντε άντε, περιορισμένης έως και ανύπαρκτης σοβαρότητας και σημασίας.

Πηγή:Isminuta.

- Δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας! Θα αναλάβει την δουλειά ο σύρφερ μάνατζέρ μας!
- Αχαχούχα! Με τον αχαχούα θα συνεργαστούμε; Τα πιάσαμε τα λεφτά μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified