Όχι κάνω την πάπια, αλλά παίρνω πίπα στα ποδανά.

Ο Βάγγελας πού έχει εξαφανιστεί και κάνει το παπί τόσα λήμματα πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χώρα γειτονική του Τσιμπουκιστάν.

Ο Πιερ είναι μεν από την Ακτή Ελεφαντοστού, αλλά έχει ρίζες και από το Τσιμπουκτού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Ρωμαίους συγγραφείς, όπως ο Οράτιος, ο Φελλάτιος είναι ο πεοθηλαστής, σύμφωνα με την λατινική επίσημη ονομασία του όρου fellatio. Όρος του Γιώργου Μητσικώστα.

- Την βγάζει την δημηγορία ο ρήτωρ Φελλάτιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατήρησε ο acg, το λήμμα «τσιμπουκώνω» είναι το πλέον θεμελιώδες που λείπει απ' το slang.gr και γι' αυτό, αλλά και για να γιορτάσω τα 10.000 λήμματα του σάιτ μας, και για να αποτινάξω την υποψία ότι είμαι Σλανγκοφοριάζουσα αποφάσισα να κάνω έναν κατάλογο των συνωνύμων του τσιμπουκώνω, κατά το πρότυπο παρόμοιων λιστώνε που είναι της μοδός. Το πρώτο πρόσωπο στα παρακάτω είναι καθαρά γραμματικό, για να μην παρεξηγούμαστε...

  1. Παίρνω πίπα.
  2. πιπώνω.
  3. Είμαι πιπόνι.
  4. Είμαι πόνι.
  5. Πεοθηλάζω.
  6. Κάνω πιπίλα. Είμαι πιπίλας.
  7. Υφίσταμαι manual πίπα.
  8. Το κλασικό: pipa-colada (πίπα-κωλάδα).
  9. Το πιο ακραίο: Κώλο-πίπα.
  10. Ο έρωτας περνάει απ' το στομάχι.
  11. Καπνίζω την πίπα της ειρήνης.
  12. Τρώω πίπα-γύρο.
  13. Κλασικό: πίπα-κώλο.
  14. Σπουδάζω στην Πιπάντειο.
  15. Είμαι πιπατζού.
  16. Είμαι πριγκίπιπα.
  17. Είμαι η πιπατζού η Ποκεμόνικα.
  18. Κάνω πιπαράτο.
  19. Είμαι αρπαχτοτσιμπούκω.
  20. Κάνω διτσίμπουκο.
  21. Είμαι η ωραία του Τσιμπούκ.
  22. Είμαι καριολοτσιμπουκογλείφτρα.
  23. Έχω μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν.
  24. Αν είμαι κοντός/ή κάνω όρθιο τσιμπούκι.
  25. Είμαι τσιμπούκ λουκούμ.
  26. Κάνω τσιμπούκι στέρεο.
  27. Γίνομαι τσιμπούκι.
  28. Κάνω πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης.
  29. Κάνω πιπ σόου.
  30. Έχω high pipidelity.
  31. Πίνω Διακόσιες Πίπες.
  32. Είμαι δούρειος πίπος.
  33. Πίνω εκατό πίπες.
  34. Είμαι λαρυγγοπιπιλόζα.
  35. Καπνίζω πίπες ευκαλύπτου.
  36. Είμαι πιπόβιος/α.
  37. Είμαι πιπόζα.
  38. Είμαι πιπού.
  39. Συχνάζω στου Φιλοπίππου.
  40. Κάνω τσιμπούκια ο τίγρης.
  41. Κάνω πίπες, τσιμπούκια, γαμήσια, ο Ανάργυρος.
  42. Κατάγομαι απ' το τσιμπουκιστάν.
  43. Κατάγομαι απ' το Τσιμπουκτού.
  44. Είμαι τσιμπουκλού.
  45. Κάνω τσιμπουκοδρομίες.
  46. Είμαι τσιμπουκοζητιάνα.
  47. Είμαι τσιμπουκολαρυγγοπνίχτρα.
  48. Είμαι τσιμπουκομικρούλης.
  49. Έχω τσιμπουκόχειλα.
  50. Είμαι τσιμπουκωτήρας.
  51. Είμαι τσουτσουνοπνίχτρα.
  52. Παίζω κλαρίνο.
  53. Παίζω φυσαρμόνικα.
  54. Παίζω πουλόφωνο.
  55. Παίζω σεξόφωνο.
  56. Παίζω όφωνο.
  57. Είμαι βαθύ λαρύγγι.
  58. Είμαι πεσκανδρίτσα.
  59. Κάνω γλειφοπούτσι.
  60. Κάνω διασπερμάτευση στο στόμα.
  61. Εργάζομαι στο Oral Office.
  62. Κάνω στοματικό σεξ.
  63. Κάνω όραλ.
  64. Είμαι καλός/ή στα πνευστά.
  65. Εφαρμόζω τον νόμο των συγκοινωνούντων δοχείων.
  66. Κάνω τσιμπούμεραγκ.
  67. Κάνω μπαγαποντολειχία.
  68. Κάνω μπαγαποντοασπασμό, μπαγαποντόφιλο.
  69. Κάνω πεολειχία.
  70. Είμαι ο ρήτωρ Φελλάτιος.
  71. Κάνω λαρυγγοσκόπηση.
  72. Είμαι καμηλοπάρδαλη.
  73. Έχω λαιμό καμηλοπάρδαλης.
  74. Κάνω deep throat.
  75. Κάνω σουσέλ.
  76. Κάνω μπουλκουμέ.
  77. Καπνίζω πίπες Νταϊάνα.
  78. Για να σταματήσω να τον παίρνω απο πίσω, του παίρνω μια πίπα.
  79. Είμαι νοικοκυρά.
  80. Επισκέπτομαι τον πύργο του Άιφελ.
  81. Μου αρέσει η πιψ, της πιπός.
  82. Είμαι ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα.
  83. Σιμαδεύομαι.
  84. Συφιλιάζομαι.
  85. Κάνω OWO.
  86. Κάνω OW.
  87. Κάνω CIM.
  88. Κάνω CIF.
  89. Σλουρπ!
  90. Δίνω χυσόφιλο.
  91. Διαβάζω φθηνό βιβλίο.
  92. I suck dick like a hoover.
  93. I suck dick like Edgar Hoover.
  94. Έχω σύνδρομο Λεβίνσκι / σύνδρομο Μόνικας.
  95. Τον ήπια.
  96. Κάνω μπουκάκι.
  97. Είμαι φεϊσμπουκάκι.
  98. Κάνω ισπανική πίπα.
  99. Κάνω γαμαμούτρα.
  100. Κάνω face-fuck.
  101. Κάνω διτσίμπουκο.
  102. Κάνω μπουκιτσί.
  103. Κάνω το παπί.
  104. Δίνω κεφάλι.
  105. Έχω τσιμπουκόχειλα.
  106. Κάνω εξήντα εννιά, 69.
  107. Πιάνω στο στόμα μου.
  108. Απ' το στόμα μου το πήρες.
  109. Είμαι πίπιζα.
  110. Είμαι ψωλορουφήχτρα.
  111. Είμαι ρουφήχτρα.
  112. Είμαι ο Ρουφάι.
  113. Η σκούπα Philips ρουφάει την σκόνη.
  114. Τι πίνω και δε(ν) σας δίνω;
  115. Μυζουρώ.

Ακόμη δεν καταλάβατε τι είναι το τσιμπουκώνω;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακομοίρογλου, παρηκμασμένος τυπάκος. Όπως τραγουδά και η Τζούλια Αλεξανδράτου: «Δεν αγάπησε κανείς τους φτωχούς τους συγγενείς» και η έκφραση αντλείται από την εικόνα ενός φτωχού συμπέθερου, που δεν είναι και ό,τι καλύτερο, και έχει και μικρότερη γνώμη για τα τεκταινόμενα. Επίσης, χρησιμοποιείται για κάποιον που υστερεί πολύ σε ένα σύνολο.

Ασίστ: Σάσα.

  1. Η Ελλάδα ήταν κάποτε ο φτωχοσυμπέθερος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα είναι η Ρουμανία και η Βουλγαρία. Αύριο, έτσι όπως πάμε, θα είναι πάλι η Ελλάδα...

  2. Τι κάθεσαι εκεί και παριστάνεις τον φτωχοσυμπέθερο;

Δεν αγάπησε κανείς τους φτωχούς τους συγγενείς! (από Dirty Talking, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν καμαρώνουμε για κατόρθωμα. Προέρχεται από στρατιωτικό τραγούδι, όπου λέγεται ρυθμικά. Και μάλιστα αντιφωνικά, οι μεν το «Έλα μά-να να με δεις» και οι δεν το «τώρα πού 'μαι λο-κατζής».

Έλα μάνα να με δεις, τώρα πού 'μαι σλανγκιστής.

(Το λέει καβουροσλανγκοσαυράκι στην μαμά του την «κυρία καβουρίνα»).

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκίζεται κατά το για τη φουκαριάρα τη μάνα μου..., δηλαδή για να δηλώσει μια βασικά εγωιστική επιθυμία μας, που παρουσιάζεται εξωραϊσμένη σαν να είναι τάμα στον Άι Γιάννη τον Τρέντη, την Αγία Καραμέλα ή για την εορτή του Άη Πούτσου ανήμερα. Τα τάματα είναι συνήθως επώδυνες πράξεις, λ.χ. να πας σε ένα μακρινό μέρος με τα πόδια ή και γονατιστός, οπότε σλανγκίζεται για να περιγράψει κάτι που, αντιθέτως, αποτελεί ονείρωξη του λέγοντος.

Συνήθεις περιπτώσεις: δηλώνει μια ερωτική φαντασίωση που έχει αναχθεί στον χώρο του συμβολικού ή και του ιερού. Επίσης, μια οργή και καζούρα που θέλουμε να κάνουμε σε αντίπαλό μας, παρομοίως συμβολική και ιερή.

  1. Το έχω κάνει τάμα να πάω με το Λίλιαν! Δεν μπορεί να είναι η ονείρωξη 2500 Σλάνγκων κι εγώ να μην την ξέρω!

  2. Το έχω κάνει τάμα να της κάνω αβραάμ λίνκολν της καριόλας. Δεν μπορεί να με περιπαίζει άλλο έτσι!...

  3. Απόσπασμα από το άσμα «Με τη μαμά σου» των Ημισκουμπρίωνε:

όταν στο μπάνιο είσαι με αφρόλουτρο στο σώμα
αυτή με χαιρετά με ένα φιλί στο στόμα
σκύβει να μου δώσει σπιτικό το κανταΐφι
και φαντάζομαι την αύρα μου το στήθος της να γλείφει
το κουτί και το ρεβύθι γίναν σαν καρύδες
και το θέαμα τρομάζει του σπιτιού τις κατσαρίδες
το ζουμερό της το κορμί δεν έχει μια ραγάδα
της έκλεψα για σουβενίρ κυλότα απ' την μπουγάδα
το ξέρω είμαι γύφτουλας που λέω τέτοιο πράγμα
να πάω με τη μάνα σου το έχω κάνει τάμα
στο δαλάι λάμα

Τάμα στο Δαλάι Λάμα! (από Dirty Talking, 30/04/09)(από Khan, 13/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλική ρήση του Θανάση Βέγγου ως πράκτωρ Θου-Βου. Γενικά είναι μια σλανγκ χαριτωμενιά για να πεις «Απαράδεκτο!», αλλά προσβάλλοντας λιγότερο τον άλλο, αφού τον αναβιβάζεις ταυτοχρόνως σε πράκτορα.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτοαναφορικώς, για απαράδεκτες παραλείψεις των σλανγκιστών, δεδομένου του πόσο ψηλά έχουν θέσει τον πήχυ. Εννοείται ότι οι σλανγκιστές πρακτορεύουν την προώθηση της σλανγκ στην ελληνική κοινωνία.

Πηγή: Sasa.

Ύστερα από 11.000 ορισμούς κι ακόμη να λείπει το λήμμα «τσιμπουκώνω»! Απαράδεκτο για πράκτορες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα Τριανταφυλλίδη Ιάσονος που έβαζε μόνο 3 στα 10 σε ορισμένα ψώνια στυλ Έφη Βώδη στα ριάλιτι. Για κάποιο περίεργο λόγο έβαζε πάντα ειδικά τρία, κι όχι ας πούμε δύο ή τέσσερα, και με σαδιστικό τρόπο έλεγε στον τραγωδιαστή- θύμα του, ότι θα ήθελε να έβαζε κάτι παραπάνω, αλλά απλά δεν μπορούσε.

Και αυτοαναφορικώς για τους ορισμούς-λήμματα που πιάνουν την βάση, αλλά όχι παραπάνω. (Εδώ η κλίμακα είναι στα 5 αστέρια, κι όχι στους 10 βαθμούς, όπως στον Ιάσονα). Δηλαδή για τα λήμματα που δεν είναι ceci n'est pas slangue, αλλά μπαίνουν απλώς για λόγους σλανγκικής πληρότητας, χωρίς να βγάζουν γέλιο. Και με ορισμούς που δεν είναι ελλιπείς ή λάθος, αλλ' όμως μινιμαλιστικοί.

Αντώνυμα: Αφενός: αστρασπέκια, τα, Dave Brubeck, αστεράτος, ο, απλά σπεκ, σπεκάουα, δεκάστερο κ.ά.

Αφεδύο: λύμα, το, βλήμα, λημματολάσπη κ.ά.

Σλάνγκος προς συσσλαγκιστή: Λυπάμαι φίλε, καλό το λημματάκι, αλλά έχω δει και μεγαλύτερα, κι ο ορισμός επαρκής μεν, αλλά τον πολύ τον μινιμαλισμό τον βαριέται κι ο Philip Glass! Λυπάμαι, δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία.

(από Khan, 04/08/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη ονομασία για το μουνί από αγάμητες, θεούσες, συνδυασμό των δύο παραπάνω, την Μόνικα στα Φιλαράκια, πωρωμένες με την κηπουρική και ηρωίδες άρλεκιν.

Πηγή: Κνάσος.

Η Νιόβη ένιωθε την ακαταμάχητη έλξη για τον ανδρισμό του Φαίδωνα, αλλά έπρεπε πρώτα να σιγουρευτεί πως η ώρα να κοπεί το λουλούδι της είχε πράγματι έρθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified