Μονάδα μέτρησης του σνιφαρίσματος. Πρβλ. μυτιά, μύτινγκ, κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά.

Πηγή: Vrastaman.

Για τρεις αριθμούς ρεκόρ έμεινε διάσημος ο John Holmes: για τα 25 εκατοστά του πέους του, για τις 14.000 ερωμένες του (κατά τον ίδιο, 3000 οι πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις) και για τις ρουθουνιές του. Η γυναίκα του είχε να λέει ότι δεν έπαθε AIDS από σύριγγα, γιατί δεν χρησιμοποίησε ποτέ σύριγγα, μόνο ρουθουνιές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθίζουμε να λέμε έτσι το «γλυτώνω», αγνοώ για ποιον λόγο. Κάπως ακούγεται καλύτερα, πιο πονηρά. Η ετυμολογία του γλυτώνω είναι από το αρχαίο εκλυτώνω = είμαι χαλαρός, ελεύθερος, γι' αυτό και γράφεται με ύψιλον κι όχι με γιώτα.

Να δούμε πώς θα την γλυτάρουμε με τέτοια κρίση!...

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται στο παρκάρισμα, όταν ακουμπάς λίγο, ένα τακ, τον μπροστινό ή και τον πίσω. Πιο πολύ στον Αόριστο: «Τον φίλησα». Εννοείται ότι έχεις ακουμπήσει ελάχιστα τον προφυλακτήρα του, σαν ένα ακράγγιγμα των χειλιών σε ένα φιλί.

Πηγή: Beth.

- Έλα, έλα, έλα, έλα κι άλλο, έλα, έλα μαλάκα να δεις τι έκανες!
- Τι; Τον φίλησα;
- Ναι, αλλά γαλλικό φιλί! Βρες τώρα τον ασφαλιστή σου να δούμε πώς θα γλυτάρουμε!...

βλ. και δια της ακουστικής μεθόδου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος κάνει λάθος, αλλά έχει σκεφτεί με αποκλίνοντα, διεστραμμένο ή σλανγκικό τρόπο που μας ευχαριστεί.

Τον πειράζουμε έτσι για την διαστροφή, απόκλιση ή σλανγκοπάθειά του στα πλαίσια μιας χαριτωμενιάς.

Πρόκειται για ατάκα αυτονομημένη από ανέκδοτο, για το οποίο βλέπε το παράδειγμα.

Ήταν ο Τοτός στην 4η Δημοτικού μέσα στο μάθημα της αριθμητικής. Κάποια στιγμή η δασκάλα ρωτάει τους μαθητές, αν κάθονται τρία πουλάκια πάνω σε ένα δέντρο και ένας κακός κυνηγός σκοτώσει το ένα πόσα θα μείνουν πάνω στο δέντρο;

Με, όπως πάντα, υπερβολικό ζήλο σηκώνει το χέρι της η μικρή Ελενίτσα φωνάζοντας, «κυρία, κυρία, κυρία...»! Δίνει λοιπόν, η δασκάλα, τον λόγο στην Ελενίτσα, η οποία με θάρρος απάντα πως θα μείνουν δύο πουλάκια πάνω στο δέντρο. «Μπράβο», λέει η δασκάλα στην Ελενίτσα, «Πολύ σωστή σκέψη!».

Ο Τοτός όμως, που είχε τσαντιστεί με όλη αυτή την σκηνή επίδειξης γνώσεων της Ελενίτσας, σηκώνει το χέρι του και λέει στην δασκάλα, «Εγώ κυρία νομίζω πως δεν θα μείνει κανένα πουλάκι πάνω στο δέντρο αφού και τα υπόλοιπα δύο θα τρομάξουν και θα φύγουν». Η δασκάλα απαντά, «Τοτό, εδώ κάνουμε απλή αριθμητική αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεσαι».

Κάθεται λοιπόν ο Τοτός για λίγη ώρα σκεπτικός και φανερά προσβεβλημένος, μέχρι που ξανασηκώνει το χέρι του:
- Κυρία, να σας κάνω μία ερώτηση; - Και βέβαια Τοτό, απαντά η δασκάλα. - Κάθονται τρεις γυναίκες σε ένα πάρκο και τρώνε παγωτό χωνάκι. Η πρώτη το γλύφει, η δεύτερη το δαγκώνει και η τρίτη το χώνει όλο βαθιά μέσα στο στόμα, ποια από τις τρεις είναι παντρεμένη; - (Μετά από λίγη σκέψη) Υποθέτω αυτή που το χώνει όλο μέσα στο στόμα της. - Λάθος, απαντάει ο Τοτός, είναι αυτή που φοράει βέρα, αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεστε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «κεραυνοβόλος έρως», είναι ο έρωτας που γεννά κέρατα και περικοκλάδες, είτε επειδή απατάς τον/την μέχρι πρότινος σύντροφό σου, είτε επειδή σε απατά αυτή /-ός. Πολλές φορές ο κερατοβόλος έρως είναι και κεραυνοβόλος (εξ ου και το λογοπαίγνιο), ή έτσι θα ήθελαν να πιστεύουν οι οικογενειόρχεις.

Ασίστ: Ο Άγνωστος Σλανγκιστής (κάπου στην καθ' ημάς λημματολάσπη το πήρε το μάτι μου, μα δεν θυμάμαι πού).

- Μόλις την είδα, με χτύπησε κερατοβόλος έρως. «Αφήνω γυναίκα, παιδιά, σκυλιά, και φεύγω μαζί σου στην Χαβάη, μανάρα μου», είπα μέσα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πηδοβολάω, -ιέμαι: Εμφατικό θαμιστικό του «πηδάω, πηδιέμαι». Δηλώνει διάρκεια και συχνότητα της πράξης. Σχηματίζεται σε σύνθεση με το βολάω-βολιέμαι < βόλος < βάλλω, όπως σε πολλές άλλες λέξεις, λ.χ.: οπλοπολυβόλο, πολυβόλο, μυδραλιοβόλο, φυλλοβόλος, ακτινοβόλος, ιοβόλος, κεραυνοβόλος, κερατοβόλος (σλανγκιστί), γεννοβολάω κ.ο.κ. Απλώς, το «πηδοβολάω» δεν υπάρχει στα Λεξικά, και γι΄αυτό θεώρησα γλωσσολογικό καθήκον μου να το καταχωρίσω. Σημειωτέον ότι χρησιμοποιείται συνηθέστερα ο παθητικός τύπος «πηδοβολιέμαι» ακόμη και γι' αυτόν που έχει τον «ενεργητικό» ρόλο.

Πώς να μην κολλήσει AIDS ο John Holmes, αφού πηδοβολιόταν με χιλιάδες πορνοστάρ και μάλιστα χωρίς προφύλαξη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματισμός στα ελληνικά αντίστοιχος προς τα λατινογενή enculer (γαλλικά) και βα φανκούλο (ιταλικά). Πλεονεκτήματα του όρου: ως μονολεκτικό είναι πιο σφριγηλό από το περιφραστικό «γαμιέμαι απ' τον κώλο». Και πιο ακριβές από το «τον παίρνω από πίσω» που, προκειμένου για γυναίκες, είναι αμφίσημο αν πρόκειται για κολπικό ή πρωκτικό σεχ.

Αυτί της γης: - Άκου μου που σου λέω, η Λάουρα κωλογαμιέται, το ξέρω από έμπιστη πηγή!
Φίλος: - Σιγά ρε, 2500 χρήστες του slang.gr το ξέρουν, εσύ τώρα τό 'μαθες; Κομίζεις μαλάκα εις slang.gr!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία του τσιμπούκια ο τίγρης. Δίνεται εδώ έμφαση στις ευκολίες πληρωμής που παρέχει ο Θεοδόσης ως φτηνή πουτάνα και κοπέλα τελειωμένη που είναι.

Αυτί της γής: Τά μαθες; Τά 'φτιαξε η Αφροξυλάνθη με τον Πέρι!
Φίλος: Τι λες καημένε; Σιγά μην τα έφτιαξε με τον πίπες με δόσεις ο Θεοδόσης!...

Whisky on tab... (από HODJAS, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα κομπιουτερίστικα είναι κυρίως το πώς ένας χρήστης αναπαριστά τον εαυτό του ή το alter ego του, είτε στην μορφή ενός τρισδιάστατου μοντέλου σε παιχνίδια υπολογιστών, είτε μιας δισδιάστατης φωτογραφίας ή άλλης εικόνας σε φόρα και άλλες κοινότητες του Ίντερνετ, είτε μιας κειμενικής κατασκευής στα λεγόμενα MUDs (Multi-User Domains).

Γενικά, είναι ένα «αντικείμενο», που αποτελεί την ενσάρκωση του χρήστη. Ο όρος «avatar» μπορεί επίσης να αναφερθεί στην προσωπικότητα, που συνδέεται με το όνομα στην οθόνη, ενός χρήστη του Διαδικτύου.

Η λέξη προέρχεται από τα Σανσκριτικά (!), όπου ο όρος σημαίνει την «ενσάρκωση» ενός θεού, λ.χ. ο Κρίσνα είναι άβαταρ του Βισνού. Βλ. την Βικούλα σχετικά. Το νόημα είναι ότι με το άβαταρ ο αόρατος και άγνωστος χρήστης «ενσαρκώνεται» τρόπον τινά.

Σλανγκιστί, το άβαταρ είναι κάτι για το οποίο είμαστε πάρα πολύ περήφανοι και ευχαρίστως θα το κάναμε μέρος της διαδικτυακής (ή όποιας άλλης) περσόνας μας. Μπορεί λ.χ. να είναι μια φωτογραφία, όπου βγήκαμε πάρα πολύ όμορφοι/ες, μια σούπερ ντούπερ ατάκα, που εκφράζει τον βαθύτερο ψυχικό μας κόσμο, μια προσωπικότητα υπαρκτή ή φανταστική που θαυμάζουμε και με την οποία ταυτιζόμαστε φαντασιωδώς κ.ο.κ.

  1. Μένιος: Άστα ρε Γιώργο, της γυναίκας ο καημός, λούσα πούτσα και χορός!
    Γιώργος: Έτσι, όπως τα λες, Μένιο μου! Οι κλέφτες σου ζητάνε να διαλέξεις: «Τα λεφτά σου ή την ζωή σου». Οι γυναίκες στα παίρνουν και τα δύο!
    Μένιος: Πω ρε υπερπόντιε! Τι ατάκα ήταν αυτή! Μιλάμε για ατάκα άβαταρ!

  2. Οσον αφορά στο αβατάρι, να αποφύγεις κάποιο γατάκι ή ό,τι έχει να κάνει με τον Παναθηναϊκό (τριφύλλια κτλ κτλ). Μπορεί η κοινοτοπία να είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει, δε χρειάζεται να το φωνάζει και το αβατάρι σου!!!! (Δες)

  3. Άλλος έχει το όνομα κι άλλος το αβατάρι . (Δες)

Το βρώμικο άβαταρ. (από Dirty Talking, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «γκέο βαγκέο» ήταν παιδικό παιχνιδιάρικο επιφώνημα όπως το «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», ή το «πού θα πας εκεί στην Βόρειο Αμερική, να δεις και τον Ερμή, που παίζει μουσική» κ.ο.κ. Λεγόταν συνήθως όταν ένα παιδί «την έφερνε» σε ένα άλλο, είχε κάτι που το πρώτο παιδί ζήλευε κ.ο.κ. Λόγω της ομοιότητας με την λέξη« γκέι», σλανγκίζεται για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Ιδίως, τον πούστη που λέγεται και Βάγγος, Βαγγέλης, Βάγγελας ή Βάγγουρας, όπως ο γνωστός γκέι ήρωας του the Slang & the Restless. (Παρεμπίπταμπλυ, ένα σύνηθες όνομα για γκέουλες).

Ασίστ: Πανούλης.

Πέρι (προς Βάγγουρα): Γκέο βαγκέο, Βάγγο, εγώ έχω γκόμενο απ' το Αμπιτζάν κι εσύ δεν έχεις! Γκέο βαγκέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified